Αποστολέας Θέμα: Ραφαηλίδης – Γερμανία είναι ο γερμανικός πολιτισμός  (Αναγνώστηκε 1566 φορές)

Αποσυνδεδεμένος RASTA

  • Hero Member
  • *****
  • Μηνύματα: 3.384
    • Προφίλ
"....Όταν πιστέψεις πως η όποια ανθρώπινη ικανότητα εί­ναι πρόβλημα ράτσας, αρχίζεις να την ψάχνεις στα χρωμοσώματα, που δεν μπορεί παρά να είναι λίγο ως πολύ όμοια σε όλους τους ανθρώπους της ίδιας ράτσας. Για τον αποβλακωμένο σοβινιστή, είμαι Ελληνας, εί­μαι Γερμανός, είμαι Αγγλος, είμαι Γάλλος, σημαίνει πριν απ’ το κάθε τι, πως έχω στον εγκέφαλο ή και σε ολόκληρο το σώμα κύτταρα ειδικής ποιότητας που συνιστούν την ελληνικότητα, τη γερμανικότητα, την αγγλικότητα, τη γαλλικότητα, με την ίδια περίπου έννοια που η υφή των μορίων των μετάλλων συνιστά την ειδική ποιότητα του κάθε μετάλλου χωριστά και κάνει να ξεχωρίζει ο χρυσός απ’ τον μπρούντζο και ο άρ­γυρος απ’ τον ψευδάργυρο..."


http://antikleidi.com/2015/01/18/germanoi-rafailidis/
" Ανυποχώρητος: σημαίνει να είναι το κεφάλι σου μέσα στο στόμα του λύκου κι εσύ να του λες άντε γαμήσου... "

Fidel Castro

Αποσυνδεδεμένος ΛΑΜΙΑ FANS

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
  • Μηνύματα: 21.914
  • ΠΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΛΑΜΙΑ!
    • Προφίλ
ΚΕΡΚΙΔΑ ΚΑΘΑΡΗ ΑΠΟ ΛΑΜΟΓΙΑ!!!

Αποσυνδεδεμένος ΛΑΜΙΑ FANS

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
  • Μηνύματα: 21.914
  • ΠΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΛΑΜΙΑ!
    • Προφίλ
Παράθεση
φιέρωμα | Μάης '68 | Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γράφει για τη θεωρία και την πράξη της επανάστασης

Ενα κείμενο του δημοσιογράφου, συγγραφέα, κριτικού κινηματογράφου Βασίλη Ραφαηλίδη, δημοσιευμένο στο Εθνος τον Μάιο του 1985, με αφορμή το ντοκιμαντέρ του Ρομέν Γκουπίλ «Να Πεθαίνεις στα 30».

Να Πεθαίνεις στα Τριάντα Σου, του Βασίλη Ραφαηλίδη («Εθνος», 26-5-1985)

Η έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης είναι κανόνας, όχι μόνο στην αριστερή βάση, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της αριστερής η­γεσίας. Είναι πάρα πολλοί αυτοί που απλώς δήλωσαν μαρξιστές ή κομμουνιστές, και κα­τόπιν τούτου έγιναν δεκτοί σ’ ένα κόμμα που δεν πολυνοιάζεται να ελέγξει την ποιό­τητα και τη βαρύτητα της δηλώσεως. Δε δί­νεις εξετάσεις για να μπεις π.χ. στο Κομμου­νιστικό Κόμμα, διότι, απλούστατα, το Κόμ­μα δεν είναι Πανεπιστήμιο, αν και θα έπρεπε να είναι και τέτοιο προκειμένου να μην κα­τακλυστεί από τους πάντα επικίνδυνους και αμφιρρέποντες ακτιβιστές, που μάλλον δρουν ως πρόσκοποι παρά ως κομμουνιστές. Η θεωρία είναι τόσο αναγκαία στο μαρξισμό όσο και η πράξη, κι αυτό οι κλασικοί του μαρξισμού δεν κουράστηκαν να το τονίζουν ακατάπαυστα.

Είναι καθαρή αφέλεια να πιστεύεις πως γί­νεται κάποιος μαρξιστής, επαναστάτης ή α­πλά αριστερός γιατί συνειδητοποίησε και α­ποδέχθηκε πως η Ιστορία κινείται βάσει κά­ποιων αντικειμενικών νόμων που βρίσκο­νται σε σχέση διαλεκτική με τα δρώντα υπο­κείμενα της Ιστορίας. (Σύμφωνα με το μαρ­ξισμό, ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα το υπο­κείμενο και το αντικείμενο της Ιστορίας: κά­νει την Ιστορία αλλά και την υφίσταται.) Πέρα απ’ το γεγονός πως δεν είναι όλοι οι ε­ξεγερμένοι και οι επαναστάτες μαρξιστές, εί­ναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως και τα μαρξιστικά κόμματα δεν αποτελούνται καθ’ ολοκληρίαν από μέλη που «έφαγαν το μαρξι­σμό με το κουτάλι», κατά το δη λεγόμενον. Βέβαια, κανείς κομμουνιστής δεν απορρί­πτει τη θεωρία, προκειμένου να είναι συνε­πής προς την πρώτη και κύρια αρχή τού μαρξισμού σύμφωνα με την οποία η θεωρία είναι ο οδηγός της πράξης και η πράξη ο δη­μιουργός της θεωρίας. Οι δύο πόλοι της δια­λεκτικής σχέσης βρίσκονται σε μια ατέρμο­νη αλληλεξάρτηση, όπου δεν μπαίνει πρό­βλημα σαφούς προτεραιότητας της πράξης ή της θεωρίας, παρά το γεγονός πως η θεωρία στηρίζεται πάντα σε μια πράξη, παρά το γε­γονός ακόμα πως στην επιστήμη το πείραμα και η παρατήρηση προηγούνται, ιστορικά και λογικά, του θεωρήματος.

Όπως και να το κάνουμε, η μαρξιστική πράξη είναι ευκολότερη από τη μαρξιστική θεωρία, αλλά μόνο σε ειρηνικές περιόδους ό­ταν ο επαναστάτης δεν παίζει καθημερινά τη ζωή του κορόνα-γράμματα. (Ο θεολογίζων υπαρξιστής Γκαμπριέλ Μαρσέλ λέει πως, αν οι κομμουνιστές έχουν μια πιθανότητα να κερδίσουν τελικά στο παιχνίδι της Ιστορίας, τη χρωστάν κυρίως στο γεγονός πως είναι οι μόνοι στις μέρες μας που μπορούν να πεθαί­νουν εύκολα για μια υπόθεση που δεν είναι προσωπική.) Σε περιόδους επαναστατικές εί­ναι φυσικό να μη διυλίζει κανείς θεωρητικά τα προβλήματα. Όταν ο εχθρός έχει σηκω­μένο το όπλο και σε σημαδεύει δεν μπορείς να του πεις «περίμενε ν’ ανοίξω τα κιτάπια για να δω αν πρέπει ή δεν πρέπει να πατήσω πρώτος τη σκανδάλη». Ούτε ηθικολογεί ού­τε θεωρητικολογεί κανείς στο πεδίο της μά­χης. Κι απ’ αυτή την άποψη, οι παλιοί αγω­νιστές, που πέρασαν ολόκληρη τη ζωή τους κυνηγημένοι ή αγωνιζόμενοι, είναι φυσικό να κουτσαίνουν απ’ το αριστερό (θεωρητι­κό) πόδι.

Όμως, τι θα γίνει με τους καινούργιους και τους νεοπροσήλυτους, που παριστάνουν κι αυτοί τους υπεραπασχολημένους αγωνι­στές, τόσο υπεραπασχολημένους που δεν προλαβαίνουν, λέει, να πιάσουν στο χέρι τους και κανένα μαρξιστικό κείμενο, έστω και μόνο για να είναι τυπικά συνεπείς με τη βασική απαίτηση του μαρξισμού για θεωρη­τική κατάρτιση του επαναστάτη;

Και τι σόι επανάσταση μπορούν να κά­νουν άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν πως η κατάληψη της εξουσίας από το προλετα­ριάτο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την κατάργηση της εξουσίας, όταν δημιουρ­γηθούν οι κατάλληλες συνθήκες που θα κά­νουν δυνατή αυτή την κατάργηση; Ένα τέ­τοιο αίτημα μπορεί βέβαια να μην είναι για αύριο, αλλά αυτό δε σημαίνει πως έπαψε να είναι ο κύριος στόχος του μαρξισμού τού Μαρξ.

Mourir a 30 Ans 607 Σκηνή από το «Να Πεθαίνεις στα 30» του Ρομέν Γκουπίλ

Ο Μισέλ Ρεκανατί, ένας από τους πιο με­γάλους σε αξία και τους πιο μικρούς σε ηλι­κία ηγέτες του γαλλικού Μάη του ’68, αυτο­κτόνησε το 1978, δέκα ολόκληρα χρόνια με­τά την καταστροφή του οράματος του από την αστυνομία του Ντε Γκολ. Δε συμβιβά­στηκε, αλλά και δεν πίστεψε πως τόσος εν­θουσιασμός και τέτοιος μεγαλειώδης αγώνας θα μπορούσαν να πέσουν στο κενό. Κι ωστό­σο, όλοι ξέρουν, από την εποχή της Κομμού­νας του Παρισιού και μετά, πως δεν έχουν αίσιον πέρας όλοι οι κοινωνικοί αγώνες, και πως η ήττα είναι κι αυτή μέσα στη λογική του παιχνιδιού.

Mourir a 30 Ans 607

Λοιπόν, η «συναισθηματική στράτευση» στην Αριστερά είναι μια κατάσταση που ευ­θύνεται για όλα τα δεινά της, όπως θέλει να πιστεύει ο Βίλχελμ Ράιχ. Δεν είναι δυνατόν να στρατεύεται κανείς για λόγους συναισθη­ματικούς. Γιατί η σχέση με το κόμμα δεν εί-ναι σχέση ερωτική. Είναι σχέση Λογική με την Ιστορία. (Το περίφημο «ραντεβού με την Ιστορία» καθυστερεί λόγω υπερβάλλο­ντος συναισθηματισμού απ’ τη μεριά εκεί­νων που περισσότερο ουρλιάζουν για την «κοινωνική δικαιοσύνη» και λιγότερο δου­λεύουν για να ‘ρθει, και μελετούν ώστε να ‘ρθει από το σωστό δρόμο.)

Αν η συναισθηματική στράτευση είναι μια πανούκλα, και είναι σίγουρα, κανείς δε θα τολμούσε να υποτιμήσει ωστόσο τον ιστορι­κό της ρόλο, όπως κάνει ο Ράιχ που εισηγή­θηκε τον όρο. Έτσι κι αλλιώς, οι θεωρητικοί θα είναι πάντα λιγότεροι από τους πρακτι­κούς, και οι πρακτικοί θα συνεχίζουν να μη διαβάζουν τον Μαρξ, πράγμα που δεν αποτε­λεί υποχρεωτικό λόγο για τη διαγραφή τους απ’ το κόμμα. Μπορεί να μη σκέφτονται και τόσο μαρξιστικά, αλλά δρουν ή προσπαθούν να δράσουν μαρξιστικά, κουτσά στραβά έ­στω, αλλά πάντως χωρίς να μένουν έξω από τη δράση, όπως κάποιοι άλλοι που εν ονόμα­τι μιας θεωρίας με την οποία άλλωστε έχουν πολύ μικρή θεωρητική σχέση, ξεχνούν και Γην πράξη. Κι όποιος παραγνωρίζει και την πράξη και τη θεωρία, και διατείνεται παρ’ ό­λα ταύτα πως είναι μαρξιστής, αυτό που εί­ναι στην πραγματικότητα είναι, είτε φωνα­κλάς στην καλύτερη περίπτωση, είτε απατε­ώνας στη χειρότερη.

Στους νέους σε ηλικία ανθρώπους, η συ­ναισθηματική στράτευση είναι αναγκαία προϋπόθεση, όπως πιστεύει ο Λούκατς. Δεν μπορείς να ζητάς από τους νέους πρώτα να κατανοήσουν τους νόμους της Ιστορίας κι ύστερα να δουλέψουν για την Ιστορία. Διότι, απλούστατα, ο ακτιβισμός είναι ίδιον της νεότητας. Άλλωστε, η ηλικία δεν επιτρέπει στους νεαρούς επαναστάτες να έχουν πλήρη, σωστή και υπεύθυνη θεωρητική ενημέρωση. Αυτή, θα έρθει με την ηλικία — αν έρθει. Γιατί, όπως είδαμε, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έρχεται, και οι παλιοί αγω­νιστές παραμένουν νεολαίοι έως θανάτου.

Ένας ανενεργός και αναγκαστικά χειμα­ζόμενος επαναστάτης, είναι ένα πρόσωπο τραγικό: ο χωρίς επανάσταση επαναστάτης είναι σαν το λιοντάρι το κλεισμένο στο κλουβί του ζωολογικού κήπου: δεν μπορεί να δαγκώσει γιατί δεν υπάρχει τίποτα για δάγκωμα γύρω του. Άλλωστε, έχουσιν γνώση οι φύλακες (του ζωολογικού κήπου). τέτοιος σε περίοδο επαναστατική δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο τραγικό, αλλά και εξ ορι­σμού κατεστραμμένο, στις περισσότερες πε­ριπτώσεις: δεν έχει περιθώρια προσαρμογής στην καινούργια «ειρηνική» κατάσταση, ε­φόσον, βέβαια, η επαναστατικότητά του δεν ήταν σκέτος νεανικός προσκοπισμός, πράγ­μα που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά. (Αν όλα τα μέλη των νεολαιών των αριστερών κομ­μάτων παρέμεναν αριστερά μεγαλώνοντας, το πρόβλημα της κατάληψης της εξουσίας α­πό την Αριστερά θα είχε λυθεί προ πολλού με τον πιο αναίμακτο και ειρηνικό τρόπο. Δυστυχώς, μόλις βρουν νύφη ή μόλις πά­ρουν το δίπλωμα, οι περισσότεροι αριστεροί νεολαίοι αστοποιούνται απότομα και, το χει­ρότερο, γενικεύουν την προσωπική τους α­νεπάρκεια και την ανάγουν κεντροθετικά σε «κριτική».)

Mourir a 30 Ans 607 Ο Μισέλ Ρεκανατί (δεξιά) με τους ακτιβιστές Ανρί Βεμπέρ και Αλέν Κριβίν

Λοιπόν, τους επανα­στατημένους νέους μπορείς να τους αγαπή­σεις απεριόριστα, αλλά δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς απεριόρι­στα τις τύχες του κόσμου. Διότι δεν αυτο­κτονούν όλοι οι επαναστατημένοι νέοι στα τριάντα τους, όπως ο Μισέλ Ρεκανατί, όταν διαπιστώσουν πως ο παλιός αγώνας χάθηκε, κι ένας καινούργιος πρέπει ν’ αρχίσει.

Mourir a 30 Ans 607 Σκηνή από το «Να Πεθαίνεις στα Τριάντα» του Ρομέν Γκουπίλ

Ο Μισέλ Ρεκανατί, ένας από τους πιο με­γάλους σε αξία και τους πιο μικρούς σε ηλι­κία ηγέτες του γαλλικού Μάη του ’68, αυτο­κτόνησε το 1978, δέκα ολόκληρα χρόνια με­τά την καταστροφή του οράματος του από την αστυνομία του Ντε Γκολ. Δε συμβιβά­στηκε, αλλά και δεν πίστεψε πως τόσος εν­θουσιασμός και τέτοιος μεγαλειώδης αγώνας θα μπορούσαν να πέσουν στο κενό. Κι ωστό­σο, όλοι ξέρουν, από την εποχή της Κομμού­νας του Παρισιού και μετά, πως δεν έχουν αίσιον πέρας όλοι οι κοινωνικοί αγώνες, και πως η ήττα είναι κι αυτή μέσα στη λογική του παιχνιδιού. Αν όλοι οι στρατευμένοι αρι­στεροί ήξεραν απ’ την αρχή πως η στράτευ­ση τους θα οδηγείται οπωσδήποτε σε νίκη μέσα σε τακτά όρια, θα στρατεύονταν στην Αριστερά ακόμη και οι δεξιοί, προκειμένου να εξασφαλίσουν πρώιμα έναν αριστερισμό που συνήθως τον εκδηλώνουν όψιμα και α­φού άλλοι βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. (Όσο πιο χαλαρό ιδεολογικά και οργανωτι­κά είναι ένα αριστερό κόμμα τόσο ευκολότε­ρα κατακλύζεται από τους οπορτουνιστές ό­ταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, όταν, π.χ., κερδηθούν οι εκλογές.)

Λοιπόν, ο Μισέλ Ρεκανατί δεν ήταν ούτε πρόσκοπος ούτε οπορτουνιστής. Ήταν μια εκπληκτική μορφή αγνού και έντιμου αγω­νιστή, που αυτοκτόνησε για να μην προδώ­σει το όραμα του: για να μη γίνει τραπεζικός υπάλληλος κι αρχίσει κι αυτός τις συντε­χνιακές απεργιούλες για τα «συμφέροντα» πάντα με τα συμφέροντα όλων των εργαζο­μένων. (Αυτός είναι ο συντεχνισμός, πάνω στον οποίο ο Μουσολίνι οργάνωσε το συντε-χνιακό-φασιστικό του κράτος.)

Δεν έχει σημασία που ο Ρεκανατί και οι ό­μοιοι του ήταν περισσότερο ρομαντικοί απ’ όσο θα έπρεπε. Το κίνημα τους (ο Μάης του «68) ήταν νεολαιίστικο και συνεπώς εξ ορι­σμού ρομαντικό, ήταν αυθόρμητο και συνε­πώς εξ αρχής επιρρεπές στην αποτυχία. Ο ε­παναστατικός αυθορμητισμός είναι, βέβαια, μια πραγματικότητα, που μάλιστα η Ρόζα Λούξεμπουργκ την ανήγαγε σε δόγμα με συ­νέπεια να έρθει σε σύγκρουση με τον Λένιν, αλλά δε συνιστά εχέγγυο για την έκβαση του αγώνα. Όλοι μας γελαστήκαμε δίνοντας την αμέριστη υποστήριξη μας στον αυθόρ­μητο αγώνα του περσικού λαού, όταν άρχισε την επανάσταση του ενάντια στον Σάχη και τα τσιράκια του, αλλά τότε δεν ξέραμε ακό­μα τι σήμαινε χομεϊνισμός και πού θα μπο­ρούσε να οδηγήσει αυτόν τον ολικά επανα­στατημένο λαό ένας μουσουλμάνος παπάς. Καλά να πάθουμε, αφού πιστέψαμε πως οι παπάδες μπορούν να κάνουν κάτι σοβαρότε­ρο από το να ψέλνουν στις εκκλησίες τους. Ο εγγενής στη νεολαιίστικη εξέγερση του Μάη του ’68 ρομαντισμός δεν την κάνει ω­στόσο λιγότερο συμπαθή. Εντελώς το αντί­θετο: είναι τραγικό να συντρίβεσαι γιατί πί­στεψες με νεανικό πάθος πως θα παρασύρεις στην «αλλαγή» και το δύσκαμπτο πατέρα σου, ο οποίος, λόγω ηλικίας και λόγω παθη­μάτων, έχει γίνει πολύ επιφυλακτικός και προσεκτικός. Ο «βιολογικός συντηρητι­σμός» δεν έκανε ποτέ καλή παρέα με τη «νε­ανική προοδευτικότητα». Άλλωστε, όλοι οι νέοι μεγαλώνουν κάποτε, οπότε το κλασικό σόφισμα «εχω γυναίκα και παιδιά» ανασύρεται από τη ναφθαλίνη και ε­πιδεικνύεται σε πρώτη ζήτηση ως άλλοθι της νωθρότητας και του φό­βου. (Αες κι αυτοί που αγωνίζονται έχουν κό­τες και αβγουλάκια, κι όχι γυναίκες και παι­διά.)

Λοιπόν, τους επανα­στατημένους νέους μπορείς να τους αγαπή­σεις απεριόριστα, αλλά δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς απεριόρι­στα τις τύχες του κόσμου. Διότι δεν αυτο­κτονούν όλοι οι επαναστατημένοι νέοι στα τριάντα τους, όπως ο Μισέλ Ρεκανατί, όταν διαπιστώσουν πως ο παλιός αγώνας χάθηκε, κι ένας καινούργιος πρέπει ν’ αρχίσει. Δυ­στυχώς, οι ήρωες κουράζονται πολύ σύντο­μα και για την ανάπαυση του πολεμιστή πά­ντα θα υπάρχει μια γυναίκα, έτοιμη να του κάνει παιδιά — και άλλοθι. Οι Μισέλ Ρεκα­νατί δεν περισσεύουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Κι αν δεν το πιστεύετε, κρατήστε σημειώ­σεις: κάποιοι «επαναστατημένοι νέοι», που όπου να ‘ναι παντρεύονται και συνεπώς α­ποκτούν όλα τα εχέγγυα να γίνουν καλοί και τίμιοι νοικοκυραίοι, μέσα σ’ έναν κόσμο βρόμικο και ανέντιμο.

Η λαμπρή αστική καριέρα του Ρεζί Ντεμπρέ και του Κον Μπεντίτ δεν αφήνουν πια κανένα περιθώριο να θαυμάζουμε και σήμε­ρα τα παλιά τους λαμπρά κατορθώματα. Φαίνεται πως οι ήρωες κουράζονται τόσο πιο εύκολα όσο πιο νέοι είναι.

Λοιπόν, τόπο στα νιάτα, αλλά ας βάλουμε και ένα ηλικιακό όριο ασφαλείας, ας πούμε τα τριάντα χρόνια. Σ’ αυτή την ηλικία αυτο­κτόνησε ο Μισέλ Ρεκανατί, ο Σεν Ζιστ μιας επανάστασης που δεν μπόρεσε να καρατομή­σει κανένα βασιλιά. Όχι τόσο γιατί δεν υ­πήρχαν βασιλιάδες όσο διότι δεν υπήρχαν καρμανιόλες: ο Ντε Γκολ επιβίωσε τελικά του γαλλικού Μάη. Και ο γκολισμός επιβίω­σε και του Ντε Γκολ, όπως περίπου ο καρα-μανλισμός του Καραμανλή.

Ο Μισέλ Ρεκανατί έτυχε να έχει έναν στε­νό και καλό φίλο, τον Ρομέν Γκουπίλ, που έ­τυχε να είναι κινηματογραφιστής. Τύχη α­γαθή, γιατί από τούτη τη φιλία γεννήθηκε ένα σπουδαίο φιλμ, το «Να Πεθαίνεις στα Τριάντα σου», απ’ άπου και βγάλαμε το παραπάνω κείμενο. Ο Γκουπίλ, βοηθός του Γκοντάρ και του Πολάνσκι αργότερα, και μέλος της γκοσίστικης κινηματογραφικής ομάδας του Μάριν Κάρμιτς, είχε στη διάθεση του ένα τε­ράστιο σε όγκο κινηματογραφικό υλικό που το τράβηξε ο ίδιος πριν, μετά και κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Μάη. Φυσικά, πρω­ταγωνιστής σ’ αυτά τα καυτά μονταρισμένα επίκαιρα μιας ανεπίκαιρης πια εποχής είναι ο φίλος του, στη μνήμη του οποίου είναι α­φιερωμένη η ταινία. Που, ωστόσο, δεν έγινε δίκην μνημόσυνου, αλλά για να δοθεί με τον τρόπο και τα μέσα του κινηματογράφου μια απάντηση στο ερώτημα γιατί αυτοκτόνησε ο Μισέλ Ρεκανατί και τι σημαίνει να πεθαίνεις στα τριάντα σου όχι σε αυτοκινητικό δυστύχημα, ούτε σε κάποια Θύρα 7 κάποιου γηπέ­δου ούτε από εξάντληση ύστερα από μια ε­βδομάδα συνεχούς χορού σε κάποια ντισκο­τέκ, αλλά από μια απογοήτευση, που είναι περίπου ερωτική: όταν σε προδώσει η ερω­μένη σου, η επανάσταση, σκοτώνεις τον ε­αυτό σου, αφού δεν μπορείς να σκοτώσεις την επανάσταση. Γιατί οι σχέσεις του Μισέλ Ρεκανατί με την επανάσταση ήταν περίπου ερωτικές. Όπως κι όλων των συναισθηματι­κά στρατευμένων σε μια Αριστερά που δεν μπόρεσε ποτέ ν’ απαλλαγεί από έναν αυτο­κτονικό συναισθηματισμό. Πρέπει κι εμείς κάποτε να γίνουμε τόσο σκληροί συναισθη­ματικά όσο τουλάχιστον και ο πάσχων από μόνιμη ελεφαντίαση ταξικός μας εχθρός.

http://flix.gr/articles/tribute-may-1968-rafailidis-article.html
ΚΕΡΚΙΔΑ ΚΑΘΑΡΗ ΑΠΟ ΛΑΜΟΓΙΑ!!!

Αποσυνδεδεμένος ΛΑΜΙΑ FANS

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
  • Μηνύματα: 21.914
  • ΠΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΛΑΜΙΑ!
    • Προφίλ
Παράθεση
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: 1821: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ Βασίλης Ραφαηλίδης: Η δυσκολία τού να είσαι Έλληνας

 Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν όντως επανάσταση. Αλλά με μια έννοια εντελώς διαφορετική απ’ αυτή που της δίνουν τα σχολικά εγχειρίδια και οι επίσημες Ιστορίες LIFOTEAM 25.3.2019 | 11:06 Oι «Αέρηδες» όταν λειτουργούσαν ως οθωμανικός μεντρεσές
 Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ Επανάσταση του 1821 ήταν όντως επανάσταση. Αλλά με μια έννοια εντελώς διαφορετική απ’ αυτή που της δίνουν τα σχολικά εγχειρίδια και οι επίσημες Ιστορίες, που φαίνεται πως αγνοούν τη ση­μασία της λέξης. Επανάσταση, λοιπόν, σημαίνει εξέγερ­ση μέρους του λαού μιας συγκεκριμένης εθνότητας εναντίον μέρους του ίδιου λαού της ίδιας εθνότητας. 
 Η Γαλλική Επανάσταση, για παράδειγμα, ήταν επανά­σταση, γιατί κάποιοι Γάλλοι ξεσηκώθηκαν εναντίον άλ­λων Γάλλων. Το ίδιο και η Οκτωβριανή Επανάσταση. 
 Ο πόλεμος που τελείται στη διάρκεια μιας επανά­στασης η οποία, σημειωτέον, δεν καταλήγει αναγκα­στικά σε πόλεμο, αφού οι διαφορές μπορούν να διευ­θετηθούν και με διαπραγματεύσεις, είναι αναγκαστικά εμφύλιος (πόλεμος ανάμεσα σε μέλη της ίδιας φυλής). Γιατί, λοιπόν, η Ελληνική Επανάσταση ονομάστηκε· επανάσταση; Αν οι Έλληνες πολεμούσαν τους Τούρκους, θα έπρεπε να έχουμε, απλώς, έναν «απελευθε­ρωτικό πόλεμο», με στόχο την εκδίωξη του κατακτητή από εδάφη που κατοικούνταν από μια συγκεκριμένη εθνότητα, που επιθυμούσε να αυτοδιοικηθεί και να αυτονομηθεί (να θεσπίζει η ίδια τους νόμους).   
Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ δεν είναι αίτημα επαναστατικό, αλ­λά εθνικό, που το βάζει μια ετερονομούμενη εθνότητα (που υπακούει στους νόμους που θέσπισε μια άλλη εθνότητα). Σε τελική ανάλυση, το «εθνικό κράτος»δεν είναι τίποτα περισσότερο από το σύνολο των Κανόνων Δικαίου, που συνιστούν την έννοια του Κράτους και που είναι προσαρμοσμένοι στα ήθη και τον πολιτισμό μιας συγκεκριμένης εθνότητας. (Διευκρινίζουμε πως η εθνότητα είναι έννοια πολιτιστική και το κράτος έννοια νομική). 
 Το γεγονός, λοιπόν, πως η Ελληνική Επανάσταση εξαρχής ονομάστηκε επανάσταση και όχι «απελευθε­ρωτικός πόλεμος», δηλώνει πως αυτοί που εξεγέρθη­καν κατά των Τούρκων, δεν ήταν μόνο τα μέλη μιας συγκεκριμένης εθνότητας, π.χ. οι Έλληνες, αλλά όλες οι εθνότητες που κατοικούσαν στη γεωγραφική περιο­χή της Ελλάδας.   
Η Ελλάδα, η οποία ποτέ δεν ήταν ενιαίο κράτος, ού­τε καν στην περίοδο της κλασικής αρχαιότητας που στηριζόταν στο διοικητικό σύστημα της πόλης- κρά­τους, κατοικούνταν από μια πανσπερμία εθνοτήτων, περίπου όμοιας εθνολογικής σύνθεσης μ’ αυτή που εί­χε ολόκληρη η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το γεγονός πως οι κάτοικοι αυτής της περιοχής μιλού­σαν ελληνικά, δε σημαίνει τίποτα από εθνολογική άποψη. Η ελληνική γλώσσα, εξαιτίας ακριβώς της τελειότητάς της, ήταν για αιώνες διεθνής.   
Και θα ήταν και σήμερα, αν δεν έχανε για λίγους ψή­φους στο Κογκρέσο των πρώτων Πολιτειών που συναποτέλεσαν τις σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες, όταν μπή­κε το πρόβλημα ποια γλώσσα έπρεπε να μιλούν οι κά­τοικοι του υπό σύστασιν νέου πολυεθνικού κράτους. Τελικά, κέρδισε η αγγλική εξαιτίας της κυριαρχίας των αγγλικής καταγωγής αποίκων -κι αυτό ήταν το πιο σοβαρό ατύχημα που συνέβη ποτέ στην ελληνική γλώσσα. Άλλωστε, η ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα και της πολυεθνικής Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των πολυεθνικών κρατών των επιγόνων του και της πολυεθνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.   
Ωστόσο, κάποτε η ελληνική γλώσσα και το ελληνικό έθνος, που δε μιλούσε ολόκληρο και κατ’ ανάγκη την ελληνική γλώσσα, κατάντησαν να γίνουν δολίως συνώ­νυμα. Αργότερα, στο διεθνιστικό πολιτιστικό χαρακτη­ριστικό της ελληνικής γλώσσας προστέθηκε και το διε­θνιστικό χαρακτηριστικό της ορθοδοξίας. Και, ω του θαύματος, από δύο διεθνιστικά χαρακτηριστικά γεννή­θηκε ένα εθνικό: Ο «ελληνοχριστιανισμός». Πρόκειται σαφέστατα περί λαθροχειρίας.   
Οι λαοί, λοιπόν, που ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρ­κων, είχαν συνείδηση πως δεν ανήκαν στην ίδια εθνό­τητα και πως, αντίθετα, ανήκαν στο ίδιο καταπιεστικό Κράτος, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν μπορού­σαν, συνεπώς, να ονομάσουν την εξέγερσή τους «απε­λευθερωτικό πόλεμο», γιατί δεν ήταν μία και μόνο η εθνότητα που ζητούσε τη δημιουργία αυτόνομου κρά­τους, που κατ’ ανάγκη δε θα μπορούσε να είναι εθνι­κό. Την ονόμασαν, λοιπόν, εξαρχής επανάσταση (ή «αγώνα για την ελευθερία»), γιατί η εξέγερση κατά της οθωμανικής εξουσίας (προσοχή: όχι μόνο κατά των Τούρκων, που άλλωστε πολέμησαν μαζί με τους Άρα­βες υποτακτικούς τους υπό τον Μοχάμεντ ‘Αλι), ήταν όντως ένας πολυεθνικός εμφύλιος πόλεμος, όπου μια πολυεθνική ενότητα λαών ξεσηκώθηκε ενάντια σε ένα άλλο κομμάτι ταυ ίδιου πολυεθνικού λαού.   Ο χορός των δερβίσηδων στους Αέρηδες, 1821   
ΠΡΑΓΜΑ που γίνεται φανερό, μεταξύ άλλων, κι από το γεγονός πως οι ‘Ελληνες Κοτζαμπάσηδες (οι προ­στατευόμενοι των Τούρκων προύχοντες – φεουδάρχες). καθώς και ο ανώτερος ορθόδοξος κλήρος σούρθηκαν στην επανάσταση με το ζόρι, και αφού καιροσκόπησαν για πολύ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, πως ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, μετά την απελευθέρωση, ζη­τούσε για φέουδό του ολόκληρη την Εύβοια κι ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, που έγινε κατά λάθος εθνικός ήρωας, κρεμάστηκε απ’ τους Τούρκους εντε­λώς τυχαία, προς παραδειγματισμόν και μόνο και χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτα, αφού ήταν φίλος εγκάρδιος των Τούρκων. Η πολιτική σκαρώνει συχνά τέτοια αστεία. Και η τούρκικη πολιτική ήταν πάντα αδίστακτη – και πάντα αποτελεσματική. 
 Το ότι έχασαν, τελικά, τον πόλεμο οι Τούρκοι στη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, δεν οφείλεται μόνο στον αναμφισβήτητο ηρωισμό των λαών που κατοικού­σαν εδώ, αλλά κυρίως στην απόφαση των μεγάλων δυνά­μεων της εποχής να δώσουν οπωσδήποτε μια λύση στο περίφημο «ανατολικό ζήτημα», δηλαδή στο πρόβλημα που δημιούργησε η καταρρέουσα πολυεθνική Οθωμα­νική Αυτοκρατορία. Κάτι έπρεπε να γίνει με τα συν­τρίμμια αυτής της Αυτοκρατορίας. Και η δημιουργία κρατών απ’ τα περιτρίμματα της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας ήταν πράγματι ένα τόσο πολύπλοκο πρό­βλημα, που δε βρήκε ακόμα την οριστική του λύση. Από δω και οι σημερινές διεκδικήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο. Από δω επίσης και η επικράτηση στη γλώσσα του λαού της έκφρασης «ανατολικό ζήτημα» για κάθε μακρόχρονη και άλυτη περιπλοκή. (Λέμε, «μην το κάνεις ανατολικό ζήτημα» ή «ανατολικό ζήτη­μα το έκανες».)   
Ζήτημα δημιουργήθηκε όχι μόνο για την περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και για το κέν­τρο της: Πού έπρεπε να περιοριστεί το υπό διαμόρφωσιν νέο τουρκικό κράτος; Στην αρχή, οι μεγάλες δυνά­μεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Αυστρο­ουγγαρία) αποφάσισαν να αυτονομήσουν το Κουρδι­στάν και την Αρμενία. ‘Εγινε, μάλιστα, λόγος και για τα παράλια της Μικρός Ασίας. Όμως, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής αποφάνθη­καν πως η πρώην κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μίκραινε πάρα πολύ. Και χάρισαν στο νέο τουρκικό κράτος τις παραπάνω περιοχές. ‘Ετσι, το «ανατολικό ζή­τημα» διαιωνίζεται πάντα και είναι ακόμα ενοχλητικό για όλους τους λαούς της πρώην Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας, μηδέ των Τούρκων εξαιρουμένων. Όλα τα σύνορα των κρατών που προέκυψαν απ’ τη σωριασμέ­νη σε ερείπια Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι λίγο ως πολύ τεχνητά. Όπως ήδη καταλάβαμε τεχνητά είναι και τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας. Ούτως εχόντων των πραγμάτων με το πάντα ακανθώδες «ανατολικό ζή­τημα», καλό θα ήταν τα σύνορα των κρατών που προέ­κυψαν απ’ την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας να μείνουν εκεί που έτυχε να βρίσκονται σή­μερα. Γιατί κανείς δε θα μπορούσε να πει με σιγουριά πού θα έπρεπε να τοποθετηθούν τα σύνορα του κάθε εθνικού ή τεχνητά εθνικού κράτους, ειδικότερα σε τού­τη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου οι λα­οί και οι εθνότητες συμφύρονται από αρχαιοτάτων χρό­νων. 
 Ο Γεράσιμος Κακλαμάνης, που με το τρομερό βιβλίο του «Επί της δομής του Νεοελληνικού Κράτους» (έκ­δοση του συγγραφέα) μας προμήθευσε τα ερεθίσματα και για το σημερινό έκτο ομοθεματικό κείμενο, λέει πως στην Ελληνική Επανάσταση πήραν μέρος όχι μόνο Αρβανίτες και Βλάχοι (αυτό δεν αμφισβητείται) αλλά και 430.000 περίπου μωαμεθανοί κατά το θρήσκευμα, που άλλοι απ’ αυτούς ήταν Τούρκοι στην καταγωγή, πλήρως εξαθλιωμένοι απ’ την αυταρχικότητα του Οθωμανικού Κράτους και άλλοι Έλληνες που ασπά­στηκαν το μωαμεθανισμό και που δεν ήταν λίγοι.   
Βέβαια, η πολιτική ηγεσία της επανάστασης έμεινε στα χέρια των πλούσιων Ελλήνων εμπόρων αστών της διασποράς. Αλλά αυτοί δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε χωρίς τη μάχιμη συμμετοχή όλων των λαών, όλων των εθνοτήτων που κατοικούσαν στη γεωγραφική περιοχή της σημερινής Ελλάδας. Πράγμα που γίνεται φανερό κι από το γεγονός πως πάρα πολλοί απ* τους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης δεν ήταν Έλ­ληνες, από φυλετική άποψη. ‘Ηταν όμως ‘Ελληνες από πολιτιστική άποψη, μιας και είχαν διαμορφώσει ήδη έναν πολιτισμό, που ωστόσο δεν είναι αμιγώς ελληνι­κός, αλλά προϊόν ανάμειξης πολλών και ποικίλων πολι­τιστικών στοιχείων.   
ΣΗΜΕΡΑ δεν μπορούμε να μιλούμε σε τούτο τον τό­πο για «φυλετική καθαρότητα». Οι «καθαροί Έλλη­νες» είναι αποκύημα της φαντασίας ακαθάρτων εγκε­φάλων, που συνεχίζουν να μας εξαπατούν με ανύπαρ­κτα και φασίζοντα «αιματολογικά επιχειρήματα». ‘Αλ­λωστε, μόνο ο Χίτλερ τόλμησε να μιλήσει ηλιθίως περί «καθαρότητας του αίματος». Γιατί, λοιπόν, τον μιμούν­ται τόσοι πολλοί σε τούτο τον πολυεθνικό τόπο; Μα, διότι είναι καθησυχαστικό από ψυχολογική άποψη να νιώθει κανείς πως είναι μέλος μιας «μεγάλης οικογένει­ας» που λέγεται έθνος. ‘Ολοι φαίνεται πως έχουν ξεχά­σει τον άψογο ορισμό του Ισοκράτη, σύμφωνα με τον οποίο Έλληνες είναι αυτοί που μετέχουν της Ελληνι­κής Παιδείας.   
Απ’ αυτή την άποψη δεν καταλαβαίνω γιατί είναι περισσότερο ‘ Ελληνας ο ελληνικά απαίδευτος δημαγω­γός Χ από τον Βιλαμόβιτς και τον Τζορτζ Τόμψον, για παράδειγμα. Θάψαμε πρόσφατα με τιμές τον Αγγλοεβραίο Κάρολο Κουν, αλλά δεν τολμήσαμε να πούμε πως η αγγλοεβραιοελληνική του καταγωγή (η μάνα του ήταν Ελληνίδα) δεν τον εμπόδισε καθόλου να μετέχει της ελληνικής παιδείας όσο λίγοι «καθαρόαιμοι». 
 Τηρουμένων των αναλογιών πολιτιστικής προσφοράς και πολιτιστικού μεγέθους, ανάμεσα στον Κουν και τους άλλους «φυλετικά νόθους» αυτού του τόπου, θα ήταν ηλίθιος όποιος αντιμετώπιζε π.χ. τον Τέρενς Κουίκ ως Άγγλο, γιατί Άγγλος είναι ο πατέρας του, και τη Μαρίζα Κωχ ως Γερμανίδα, γιατί Γερμανός είναι ο πατέρας της. Κι αν αυτούς τους επισημαίνει κανείς εύ­κολα απ’ τα ονόματά τους, τους Αρβανίτες, τους Βλά­χους και τους Σλάβους τους επισημαίνει δυσκολότερα, κυρίως γιατί είναι από αιώνες εγκατεστημένοι σε τούτo τον τόπο.   Μόνο ο Χίτλερ τόλμησε να μιλήσει ηλιθίως περί «καθαρότητας του αίματος». Γιατί, λοιπόν, τον μιμούν­ται τόσοι πολλοί σε τούτο τον πολυεθνικό τόπο;   
ΩΣΤΟΣΟ, πολλά επίθετα είναι αδιάψευστοι μάρτυ­ρες της φυλετικής προέλευσης τουλάχιστον των μισών Νεοελλήνων. Τα ονόματα Γκίκας, Γκέκας, Τόσκος και Κιοσές είναι τυπικά αρβανίτικα. Αρβανίτικο είναι επί­σης και το κοινότατο όνομα Σιδέρης, που δινόταν ως επαγγελματικός προσδιορισμός στους σιδεράδες Αρβα­νίτες, καθώς και όλα τα ονόματα που έχουν ως πρόθε­μα τη λέξη Αρβανίτης, όπως Αρβανιτάκης, Αρβανιτόπουλος κτλ.   
Ομοίως, υπάρχει μια τεράστια σειρά ελληνικών επιθέ­των με πρόθεμα τη λέξη Βλάχος, όπως Βλαχόπουλος, Βλαχάκης, Βλαχογιάννης, Βλαχομήτρος κτλ. Εύκολα ξε­χωρίζουν επίσης ονοματολογικά και οι έχοντες προγό­νους Σλάβους: Στογιάννης, Στάϊκος κτλ. Η γλώσσα ήταν και παραμένει πάντα η πιο έγκυρη πηγή για την επιστήμη της Εθνολογίας. Όλοι ξέρουμε άλλωστε πως οι μισές από τις νεοελληνικές λέξεις είναι αρβανίτικες, τούρκικες, βλάχικες και σλάβικες. Κατά ποια λογική, λοιπόν, μιλούμε για «φυλετική καθαρότητα» σ’ έναν τό­πο που όλοι μας έχουμε στο γενεαλογικό μας δέντρο περισσότερους του ενός «αλλόφυλους» προγόνους; Και τι μπορεί να σημαίνει να είσαι Έλληνας  αν δε μετέ­χεις της ελληνικής παιδείας, κατά τον iσοκράτειο ορισμό;   
Στην Ελλάδα, λέει ο Κακλαμάνης, λόγω της πολυε­θνικής της κοινωνικής σύνθεσης δεν υπήρχαν καταστά­σεις κοινές σε μεγάλες μάζες ανθρώπων, διότι η κατά­σταση μιας εθνότητας δεν είναι η κατάσταση της άλλης. Και η κατάσταση που ένωνε τους λαούς που εξεγέρθη­καν κατά των Τούρκων σε τούτο τον τόπο ήταν η υπο­δούλωση ανθρώπων διαφορετικής εθνολογικής προέ­λευσης, μηδέ των φτωχών Τούρκων εξαιρουμένων. στον ίδιο δυνάστη – και πέραν τούτου ουδέν. Ούτε καν η ελληνική παιδεία. Διότι παιδεία δεν είναι τα κολλυβογράμματα του Κρυφού Σχολειού. Ούτε η αποστήθιση παραγράφων από την Αγία Γραφή. Άλλωστε, στο Κρυφό Σχολειό μάθαιναν γράμματα – στα παιδιά – όσα  τους μάθαιναν, τέλος πάντων – όχι, βέβαια, για να διαβάζουν τους κλασικούς στο πρωτότυπο, ή έστω σε με­τάφραση, αλλά για να «κοινωνούν της Αγίας Γραφής» στην έτσι κι αλλιώς ακατανόητη για τους πολλούς μετά­φραση των Εβδομήκοντα στην αλεξανδρινή διάλεκτο.   
Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία έκανε καλά τη δουλειά της από εκκλησιαστική άποψη. Και έκανε πολύ καλά που έκανε καλά τη δουλειά της. Αλλά είναι τερατώδες να βαφτίζουμε εθνικό ένα έργο που εί­ναι μόνο θρησκευτικό, βάζοντας έτσι τα «ιστορικά θε­μέλια» για τη φριχτή απάτη που πήρε το ψευδώνυμο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός». Πρέπει να καταλά­βουμε επιτέλους πως «Έλληνες εισί, οι της ελληνικής παιδείας μετέχοντες» – και τίποτα περισσότερο.

 Πηγή: www.lifo.gr
ΚΕΡΚΙΔΑ ΚΑΘΑΡΗ ΑΠΟ ΛΑΜΟΓΙΑ!!!