Christopher King: «Στην Αμερική ακολουθούσα τη συνήθεια, στην Ελλάδα ερωτεύτηκα τη ζωή»
Ο βραβευμένος με Grammy Αμερικανός εθνομουσικολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» μοιράζεται με τη LiFO τους μεγάλους σταθμούς του ταξιδιού του: από ένα μικρό χωριό της Βιρτζίνια μέχρι την Κόνιτσα και από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Αθήνα.
Έχω ελληνικό διαβατήριο, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πόσο Έλληνας είμαι. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Γεννήθηκα το 1971 σε ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Hot Springs, στην αγροτική περιοχή Bath της Πολιτείας της Βιρτζίνια, ένα εντελώς απομονωμένο και ερημικό μέρος. Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή: ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος μουσικής και έβγαζε ελάχιστα, η μητέρα μου δεν δούλευε και επειδή μεγάλωσε σε αγρόκτημα με πολλά αδέλφια, φερόταν σε μένα και τα αδέλφια μου σαν να ήμασταν άγρια ζώα, σαν αγελάδες ή κοτόπουλα. Μεγάλωσα κυρίως εξερευνώντας δάση και σπηλιές, ψάχνοντας για αιχμές από βέλη σε καταυλισμούς Ινδιάνων. Ήμασταν τυπική οικογένεια των Απαλαχίων, δηλαδή ανεξάρτητοι ‒ οι άνθρωποι εκεί επιβιώνουν μόνοι τους, δεν βασίζονται σε άλλους ανθρώπους. Ο παππούς και η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου δεν έβγαλαν ποτέ λεφτά, δεν πλήρωσαν ποτέ φόρους, γιατί τα έκαναν όλα στο αγρόκτημά τους. Καλλιεργούσαν το φαγητό τους, είχαν το δικό τους γάλα, τα δικά τους λαχανικά, τα πάντα. Έτσι, κάθε πρωί με ξύπναγε ο παππούς μου, τσεκάραμε τις παγίδες για να δούμε αν είχαν πιαστεί ζώα και τα φέρναμε στο σπίτι για να τα μαγειρέψουν. Συχνά τρώγαμε ρακούν.
• Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλύτερος συλλέκτης από μένα. Συνέλεγε τα πάντα, φιλμ 16 mm, μουσικά κουτιά, φωνόγραφους, δίσκους, αντίκες, γλυπτά, κομμάτια από σύρμα. Όλες οι αναμνήσεις που έχω από τον μπαμπά μου είναι να βγαίνουμε με το αυτοκίνητο και να ψάχνουμε στα σκουπίδια μήπως κάποιος πέταξε κάτι πολύτιμο και να το φέρνουμε στο σπίτι. Από αυτόν μού κόλλησε η ιδέα να σώζω πράγματα.
Η μουσική είναι όπως το νερό που τρέχει: περνάει πρώτα από μια μαύρη πέτρα, μετά από μια λευκή ή μια γκρίζα, αλλά η σειρά δεν έχει στ’ αλήθεια σημασία. Έτσι και στην Αμερική, αυτό που ονομάζουμε μπλουζ μουσική, δεν είναι εφεύρεση ενός αλλά πολλών ανθρώπων.
• Μουσική άρχισα να συλλέγω όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών. Βοηθούσα τον παππού μου να αδειάσει μια καλύβα που είχαμε στο αγρόκτημα γιατί ήθελε να την κάψει και να μεγαλώσει τον κήπο και μέσα εκεί βρήκα ένα παλιό πικάπ Victrola και ένα κουτί με δίσκους, όλοι γραμμοφώνου, ηχογραφημένους πριν από το 1930. Ο πατέρας μου με βοήθησε να τους καθαρίσω και, όταν τους έπαιξα, άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου πρώιμη κάντρι, μπλουζ, πρώιμη γκόσπελ, hillbilly μουσική και κέιτζουν. Όταν άκουσα Ουάσινγκτον Φίλιπς, τις θλιμμένες κέιτζουν μπαλάντες των Τζο και Κλεόμα Φάλκον και το «Dark was the night» του Μπλάιντ Γουίλι Τζόνσον, συνειδητοποίησα ότι για μένα δεν υπήρχε πλέον τίποτε άλλο στον κόσμο, το μόνο που ήθελα ήταν να ακούω αυτήν τη μουσική και να τη συλλέγω. Ήξερα από τότε ενστικτωδώς ότι η μουσική είναι ιερή και κάθε μέρα ανακαλύπτω κάτι νέο και μαζεύω τεκμήρια για να αποδείξω ότι η μουσική μπορεί να είναι πιο ιερή από το εσωτερικό μιας εκκλησίας, πιο ιερή απ’ την αγάπη, αν και ακόμα δεν γνωρίζω τι ακριβώς είναι και πώς λειτουργεί. Υπάρχουν κλίμακες, νότες, κανόνες, αλλά ο τρόπος που οι νότες ενορχηστρώνονται για να σε κάνουν να κλάψεις είναι κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω, το πώς ένα κομμάτι του Μπαχ μπορεί να σε κάνει να δακρύσεις όπως και ένα μοιρολόι από την Ήπειρο. Για τη μουσική ξέρουμε όσα και για το ανθρώπινο μυαλό, που δεν είναι και πολλά. Είναι αστείο, αλλά μερικές φορές αισθάνομαι ότι ξέρω λιγότερα για τη μουσική τώρα από ό,τι πριν από έντεκα χρόνια. Ακούς κάτι για πρώτη φορά και νομίζεις ότι το ξέρεις, αλλά μετά από χιλιάδες ακροάσεις καταλαβαίνεις ότι δεν το ξέρεις καθόλου.
• Δεν είχα καν εφηβική ηλικία, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι φόραγα γυαλιά, είχα μια τσιριχτή φωνή και έψαχνα παλιούς δίσκους κάτω από τις σκάλες σε διάφορα σπίτια. Πάντα κάτι έβρισκα και αυτός είναι ο λόγος που αγάπησα από την πρώτη στιγμή την Ελλάδα, γιατί οι άνθρωποι εδώ έχουν πολλούς παλιούς δίσκους από πατεράδες και παππούδες. Συλλέγω μουσική που γυρνάει την πλάτη της στην πόλη, μουσική της εξοχής, κάντρι μουσική, όχι μόνο αμερικανική αλλά μουσική και από τα νότια Βαλκάνια, από παντού.
Πήρα την απόφαση να έρθω να ζήσω εδώ, στην Ήπειρο, το 2019, επειδή είχα ανακαλύψει ότι μπορούσα να βγάλω τα προς το ζην μιλώντας για τη μουσική, ερευνώντας και συλλέγοντας μουσική, αλλά, πάνω απ’ όλα, επειδή ερωτεύτηκα τη ζωή στην Ελλάδα. Στην Αμερική ακολουθούσα τη συνήθεια, κάθε μέρα τα ίδια, ξύπναγα, δούλευα και κοιμόμουν, εδώ κάθε μέρα ήταν μια απόλυτη πρόκληση. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
• Όταν ήμουν παιδί ήθελα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να γίνω αρχαιολόγος, επειδή μου άρεσε η ιδέα να ανακαλύπτω πράγματα, να καταλαβαίνω το γενικό πλαίσιο και έπειτα να μοιράζομαι όλα αυτά με άλλους ανθρώπους. Αυτό κάνει ένας αρχαιολόγος. Ο αρχαιολόγος και ο συγγραφέας πάντα πάλευαν μέσα μου. Όταν ήμουν οκτώ χρονών έχασα τη φωνή μου, για ενάμιση χρόνο δεν μπορούσα να μιλήσω ‒ είχα υποστεί μπούλινγκ από άλλα παιδιά γιατί ήμουν nerd. Το μπούλινγκ με έκανε να τραυλίζω, έκανα δεκαπέντε λεπτά να πω μια πρόταση, και επειδή το καταλάβαινα αυτό και αισθανόμουν πολύ άσχημα, σταμάτησα να μιλάω εντελώς. Ο σχολικός ψυχολόγος με βοήθησε να μιλήσω ξανά, με δίδαξε πώς να μιλάω. Για να είμαι ακριβής, περισσότερο από το πώς να μιλάω έμαθα πώς να γράφω, να απομνημονεύω όσα γράφω και μετά να τα λέω. Έτσι, έμαθα να σκέφτομαι «γραπτώς», πάντα γράφω τι θα πω πριν το πω. Μετά, επειδή η οικογένειά μου ήταν πολύ θρήσκα κι εγώ ακόμα πολύ νέος, ήθελα να γίνω ιεροκήρυκας. Όλα άλλαξαν όταν πήγα στο πανεπιστήμιο και ανακάλυψα τα κορίτσια. Επέλεξα να σπουδάσω το πιο προκλητικό αντικείμενο σε εκείνη την ηλικία, που ήταν η φιλοσοφία. Πάντα ήταν η αγάπη της ζωής μου, και είναι ακόμα: το να μη σκέφτομαι το ποιος, το τι, το πότε, το πού, αλλά το γιατί και το πώς. Αυτές για μένα είναι οι πιο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις. Έτσι προσεγγίζω και τη μουσική. Γιατί φτιάχνουμε μουσική; Πώς φτιάχνουμε μουσική; Πώς σχετίζεται μαζί της οτιδήποτε άλλο;
• Η πρώτη φορά που είχα την εμπειρία της ελληνικής μουσικής ήταν πριν από περίπου έντεκα χρόνια, όταν πήγα στην Κωνσταντινούπολη. Ίσως είχα ακούσει τη μουσική που ξέρουν οι τουρίστες, αλλά δεν είχα ακούσει ποτέ αληθινή ελληνική μουσική, μέχρι που έπεσα πάνω σε μια στοίβα με δίσκους στην Πόλη. Ήμουν παντρεμένος, είχα ένα κοριτσάκι και περνούσα μια πολύ δύσκολη περίοδο, προσπαθώντας να εξισορροπήσω τη ζωή μου, γιατί πάντα έβαζα τους δίσκους πριν από οτιδήποτε άλλο και αυτό κατέστρεφε τον γάμο μου. Έτσι αποφάσισα να πάω στην Κωνσταντινούπολη, επειδή η γυναίκα μου ήθελε να δει τον Λέοναρντ Κόεν που τραγουδούσε εκεί. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ, αλλά δούλευα στη μουσική βιομηχανία και είχα κάποιους φίλους που κανόνισαν να βρω εισιτήρια, έτσι κλείσαμε το ταξίδι. Ο δικός μου σκοπός ήταν, μόλις βρεθώ εκεί, να ψάξω για δίσκους. Διασχίσαμε οικογενειακώς τον Βόσπορο για να πάμε σε ένα μέρος που ονομάζουν «ο δρόμος με τα γραμμόφωνα», ένα παζάρι μόνο με γραμμόφωνα και δίσκους γραμμοφώνου. Οτιδήποτε έβρισκα ήταν για μένα σκουπίδια, κυρίως ποπ μουσική του ’40 και του ’50, αλλά υπήρχε κι ένα μαγαζάκι που ήταν κλειστό γιατί ο ιδιοκτήτης του είχε πάει για προσευχή. Περίμενα υπομονετικά να επιστρέψει και όταν ήρθε ο Μουσταφά μου έδειξε μια μικρή παρτίδα δίσκων που είχε λάβει την προηγούμενη μέρα. Ήταν αλβανικοί και ελληνικοί δίσκοι, ανάμεικτοι. Είχα κάνει κάποια μαθήματα αρχαίων ελληνικών και ήξερα λίγο γραμματική και μερικές λέξεις, αλλά δεν αρκούσαν για να καταλάβω τι εννοούσαν οι τίτλοι, δεν ήξερα τι είναι το μοιρολόι ή ο σκάρος. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις επιστρέψαμε στο σπίτι μας στην Αμερική ήταν να πλύνω τους δίσκους και να τους ακούσω. Η επιφάνειά τους ήταν γρατζουνισμένη και έπαιζαν με πολύ θόρυβο, αλλά αυτό που άκουσα με συγκλόνισε. Ήταν η μουσική που πάντα αγαπούσα, ωμή και αλουστράριστη, από τα δάση, ωστόσο δεν καταλάβαινα ποια ήταν η χρησιμότητά της, τον σκοπό της. Με τις περισσότερες μουσικές χορεύεις ή ακούς τους στίχους τους, αλλά αυτή η μουσική ήταν διαφορετική, είχε μια ξεχωριστή τελεολογία που δεν ήξερα τι είναι. Έτσι έπρεπε να το ανακαλύψω, και αυτό κάνω τα τελευταία έντεκα χρόνια της ζωής μου.
• Πρώτη φορά ήρθα στην Ελλάδα αφού ανακάλυψα αυτούς τους επτά δίσκους και άρχισα να τους ερευνώ. Είμαι συλλέκτης και ψυχαναγκαστικός, θέλω να τα έχω όλα, έτσι από επτά δίσκους σήμερα έχω φτάσει να έχω δυόμισι χιλιάδες, επειδή θέλω να καταλάβω ολόκληρο το γενικό πλαίσιο για όλους αυτούς. Έτσι, όταν ανακάλυψα ότι είναι από την Ήπειρο, στα βορειοδυτικά σύνορα της Ελλάδας με τη νότια πλευρά της Αλβανίας, αποφάσισα να έρθω εδώ και να ψάξω σε αυτά τα μέρη.
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
• Η πρώτη συλλογή με ελληνική μουσική που επιμελήθηκα λεγόταν χιουμοριστικά «Five days married & other laments: Song & dance from Northern Greece, 1928-1958» («Πέντε μέρες παντρεμένος & άλλα μοιρολόγια»). Ήταν με μουσική απ’ την Ήπειρο, ήθελα να δείξω όλο το φάσμα της, το τεκτονικό τραγούδι, τον σκάρο, το μοιρολόι, τη χορευτική μουσική, σαν στιγμιότυπα που συμπληρώνουν τη μεγαλύτερη εικόνα. Κάθε χρόνο βγάζω μια μουσική συλλογή για να εξερευνήσω περιοχές ή καλλιτέχνες και να κατανοήσω τη μουσική αυτή φιλοσοφικά. Αυτό κάνω, προσπαθώ να εξερευνώ μέσω της μουσικής φιλοσοφικά θέματα, την ιδέα της ταυτότητας, αυτό που κάνουν άλλοι με τη λογοτεχνία. Αποκαλείς τον εαυτό σου Έλληνα και μπορείς να πεις ότι αυτή η μουσική είναι «ελληνική μουσική», αλλά τι σημαίνει αυτό; Όχι απαραίτητα ότι τραγουδιέται από Έλληνες ή παίζεται από Έλληνες ή ορθόδοξους στο θρήσκευμα ανθρώπους. Κανείς δεν μπόρεσε να εκφράσει την ανθρώπινη απόγνωση καλύτερα από τον Αλέξη Ζούμπα, τόσο βαθυστόχαστα, αλλά πώς το έκανε αυτό μόνο με τον ήχο κάποιος που δεν είχε επίσημη εκπαίδευση;
• Πήρα την απόφαση να έρθω να ζήσω εδώ, στην Ήπειρο, το 2019, επειδή είχα ανακαλύψει ότι μπορούσα να βγάλω τα προς το ζην μιλώντας για τη μουσική, ερευνώντας και συλλέγοντας μουσική, αλλά, πάνω απ’ όλα, επειδή ερωτεύτηκα τη ζωή στην Ελλάδα. Στην Αμερική ακολουθούσα τη συνήθεια, κάθε μέρα τα ίδια, ξύπναγα, δούλευα και κοιμόμουν, εδώ κάθε μέρα ήταν μια απόλυτη πρόκληση. Τα πάντα είναι δύσκολα εδώ, στ’ αλήθεια τα πάντα είναι σχεδόν αδύνατα, αλλά μου αρέσει αυτό, η ιδέα ότι κάθε μέρα είναι ένας αγώνας με το αδύνατο που πρέπει να αντιμετωπίσω. Κάπως έτσι αποφάσισα να μετακομίσω στην Ήπειρο. Τότε, όμως, συνέβησαν δύο τρομερά πράγματα, ο κορωνοϊός και ο Τραμπ. Αυτός ο συνδυασμός δημιούργησε μια θύελλα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα πολιτικές κινήσεις και αντιδράσεις, καμιά φορά βίαιες, από το ΜeΤoo μέχρι τον υποβιβασμό της ελεύθερης έκφρασης. Όλα αυτά καλλιεργήθηκαν από τον Τραμπ και τον κορωνοϊό, δύο διαφορετικές «ασθένειες» που είχαν την ίδια συνέπεια. Έγραφα δύο διαφορετικά βιβλία όσο ήμουν στην Αμερική και επίσης έκανα παραγωγή σε ένα πρότζεκτ προφορικού λόγου. Και τα τρία ξεκίνησαν το 2019 και μέχρι τα μέσα του 2020 είχαν ακυρωθεί, κι ας μου τα είχαν παραγγείλει. Αγαπάω την Αμερική, είμαι Αμερικανός και αντιλαμβάνομαι ότι το να είσαι Αμερικανός σημαίνει ότι έχεις μια ηθική, την ιδέα που σου έχει καλλιεργηθεί ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα –μπορώ να νικήσω τον Χίτλερ, μπορώ να νικήσω τον Μουσολίνι, μπορώ πάντα να νικάω‒, έχουμε αυτή την νοοτροπία. Και ξαφνικά σου λένε ότι, συν τοις άλλοις, δεν έχεις πλέον την ελευθερία έκφρασης που είχες κάποτε. Κάπως έτσι καταρρέει ένας ολόκληρος κόσμος γύρω σου ‒ κι αυτό με λύπησε πάρα πολύ. Η Αμερική δεν έχει πλέον δημοκρατία, δεν έχει σχέση με τη δημοκρατία αυτό που επικρατεί εκεί, είναι μια χώρα που δεν αναγνωρίζω, γι’ αυτό και αποφάσισα να φύγω. Στην Ελλάδα αισθάνομαι μεγαλύτερη ασφάλεια.
• Δούλευα ένα βιβλίο που ανιχνεύει πολύ προσεκτικά την αμερικανική ιδέα περί φυλής και τις ρίζες της μουσικής. Ανακάλυψα πως το τι σημαίνει το να είσαι λευκός και τι μαύρος δεν απασχολούσε τους μουσικούς, ούτε καν τους καταναλωτές. Όλο αυτό ξεκίνησε από τις δισκογραφικές εταιρείες, γιατί αυτές το αποφάσισαν και έπειτα έδρασαν ορίζοντας τη μουσική φυλετικά: μαύρη μουσική είναι αυτή που κάνουν οι μαύροι και λευκή αυτή που κάνουν οι λευκοί. Έξι μήνες αφού είχα ολοκληρώσει το βιβλίο και έφτασε στα χέρια του εκδότη μου, η Αμερική είχε πλημμυρίσει από λέξεις που δεν είχα ακούσει ποτέ, όπως «ευαισθησία» και «δικαιωματισμός», και το πρόσωπο που διάβασε το βιβλίο, όχι με κριτικό μάτι, και θα έκρινε αν οι ιδέες μου ήταν λάθος, ή σωστές, ή απαίσιες, ένας sensitivity reader, είπε «αυτό το βιβλίο δεν λαμβάνει υπόψη τον πόνο της μιας πλευράς γιατί δεν είναι ίδιος με τον πόνος της άλλης». Έτσι το βιβλίο μου δεν βγήκε ποτέ.
Αγαπάω την Αμερική, είμαι Αμερικανός και αντιλαμβάνομαι ότι το να είσαι Αμερικανός σημαίνει ότι έχεις μια ηθική, την ιδέα που σου έχει καλλιεργηθεί ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα –μπορώ να νικήσω τον Χίτλερ, μπορώ να νικήσω τον Μουσολίνι, μπορώ πάντα να νικάω‒, έχουμε αυτή την νοοτροπία. Και ξαφνικά σου λένε ότι, συν τοις άλλοις, δεν έχεις πλέον την ελευθερία έκφρασης που είχες κάποτε. Κάπως έτσι καταρρέει ένας ολόκληρος κόσμος γύρω σου ‒ κι αυτό με λύπησε πάρα πολύ. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
• Η μουσική είναι όπως το νερό που τρέχει: περνάει πρώτα από μια μαύρη πέτρα, μετά από μια λευκή ή μια γκρίζα, αλλά η σειρά δεν έχει στ’ αλήθεια σημασία. Έτσι και στην Αμερική, αυτό που ονομάζουμε μπλουζ μουσική, δεν είναι εφεύρεση ενός αλλά πολλών ανθρώπων. Είναι όπως τα έργα του Ομήρου, που αποδίδονται μόνο σ’ αυτόν, αλλά οι πιο πολλοί μελετητές τώρα λένε ότι δεν υπάρχει ένα μόνο ιστορικό πρόσωπο που ονομάζεται Όμηρος αλλά ομηρική παράδοση, ολόκληρες γενιές ανώνυμων βάρδων που αυτοσχεδίαζαν με την ομηρική ποίηση και με τα χρόνια οι αφηγήσεις παγιώθηκαν σε μία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα μπλουζ, με τα hillbilly, με κάθε αμερικανική μουσική που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πολλές εθνικότητες, πολλά χρώματα, πολλά φύλα.
• H ζωή μου στην Kόνιτσα είναι όμορφη, αγαπάω τους γείτονές μου και όλοι νοιάζονται για μένα. Δεν με αποκαλούν «Κρις» αλλά «Κρις μου», λένε «ο Κρις μας» κι αυτό σημαίνει πολλά για μένα, γιατί δεν είμαι ξένος, είμαι πλέον μέρος του χωριού. Κι έχω ένα περίπλοκο πρόγραμμα που προσαρμόστηκε στις ντόπιες συνήθειες: ξυπνάω νωρίς, φτιάχνω τον καφέ μου, κάνω τις ασκήσεις μου, έπειτα κάνω έναν μεγάλο κύκλο στο χωριό για να επισκεφτώ το σπίτι της Χάμκως και στη συνέχεια ασχολούμαι με τις καθημερινές αγγαρείες μου: γράφω για δυο-τρεις ώρες, φροντίζω τον κήπο μου. Πλέον κάνω ό,τι και οι υπόλοιποι Έλληνες, δουλεύω μέχρι να κουραστώ και μετά κάνω σιέστα. Όταν ξυπνάω από τη σιέστα φτιάχνω καφέ και συνεχίζω να δουλεύω. Είναι σαν να ζω δύο μέρες, όχι μία. Είναι τέλεια.
• Έχω ελληνικό διαβατήριο, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πόσο Έλληνας είμαι. Έχω έναν φίλο στην Αμερική που είναι Έλληνας, με καταγωγή από την Άρτα, από τους πιο διακεκριμένους χειρουργούς εγκεφάλου στην Αμερική. Βασίλης Καρυώτης είναι το όνομά του, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς κι αυτός μου έδωσε τον καλύτερο ορισμό για το τι σημαίνει να είσαι Έλληνας: «Η ελληνικότητα δεν έχει καμία σχέση με τη γλώσσα σου, με το δέρμα σου ή με το πού γεννήθηκες, έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που σκέφτεσαι». Οι Έλληνες συνδυάζουν ιδέες με τρόπους που δεν κάνουν άλλοι άνθρωποι. Δεν έχω συναντήσει ποτέ ανθρώπους με πιο ανοιχτή καρδιά, είναι πρόθυμοι να σου φερθούν σαν να είσαι οικογένειά τους, αυτή είναι η μεγαλύτερη αρετή σας. Οι Έλληνες ξέρουν πώς να διαχειρίζονται τα συναισθήματα με έναν πολύ υγιή τρόπο, ξέρουν πώς να θρηνούν, μέσα από τα μοιρολόγια, που είναι ένας ιδιοφυής τρόπος, και την ίδια στιγμή ξέρουν πώς να αγαπούν, πώς να μετανιώνουν, έχουν μια βαθιά συναισθηματική ωριμότητα.
Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα μας έδινα λέπια. Το δερμα δεν είναι το καλύτερο υλικό. Πριν από λίγο έπεσα πάνω σε ένα καρφί που προεξείχε και αιμορραγούσα για δέκα δευτερόλεπτα. Εάν είχαμε λέπια, δεν θα γινόταν αυτό. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
• Ένα αδύνατο σημείο τους είναι ότι έχουν καλές ιδέες, αλλά δεν τις ολοκληρώνουν κι αυτό εμποδίζει την εξέλιξή τους. Οι Έλληνες εφηύραν την ιδέα της εσωτερικής αποχέτευσης και μετά σταμάτησαν· δημιούργησαν την ιδέα της αρμονίας στη μουσική και μετά σταμάτησαν. Φαίνεται ότι υπάρχει μια αποσύνδεση από την πρόοδο, το πώς θα προχωρήσουν προς τον εικοστό πρώτο αιώνα. Έχουν τη βαθύτερη, την πιο πλούσια δημοτική μουσική παράδοση σε όλη τη δυτική Ευρώπη, σε όλη την Ευρώπη γενικότερα, ίσως και στον κόσμο, ωστόσο δεν υπάρχει ούτε ένα εθνικό αρχείο ήχου που να συγκεντρώνει όλον αυτόν τον πλούτο. Αντί γι’ αυτό, υπάρχουν πολλά μικρά αρχεία που το ένα ανταγωνίζεται με το άλλο και αρνούνται να συνεργαστούν για τη δημιουργία ενός συνολικού αρχείου. Αυτή είναι ίσως η ενδεικτικότερη μεταφορά, η ανικανότητα να κοιτάς μπροστά.
• Μακάρι να μπορούσα να πω ότι είμαι επαγγελματίας συγγραφέας, αλλά το βιβλίο βγήκε τυχαία. Ήμουν στη Νέα Υόρκη το 2016 και έπαιζα το ηπειρώτικο μοιρολόι του Αλέξη Ζούμπα σε μια φίλη μου, η οποία είχε γράψει ένα βιβλίο για τους συλλέκτες δίσκων 78 στροφών. Ήμουν ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου και γι’ αυτό με κάλεσαν να παίξω κομμάτια ενός δίσκου. Αφού έπαιξα, ήρθε ένας τεράστιος τύπος με μεγάλη γενειάδα και μου είπε «μου αρέσει αυτή η μουσική». Αγόρασε τις συλλογές μου και δυο μέρες αργότερα, όταν επέστρεψα στο σπίτι μου στη Βιρτζίνια, έλαβα ένα email από αυτόν τον τύπο που μου έλεγε «είμαι μουσικός, αλλά η πρωινή μου δουλειά είναι editor στη W.W. Norton & Company. Σκέφτηκες ποτέ να γράψεις ένα βιβλίο;». Το εξέλαβα πιο πολύ ως πρόκληση, έτσι στα μέσα του ’16 άρχισα να γράφω. Για ενάμιση χρόνο έψαχνα όλες τις σημειώσεις μου, όλες τις εργασίες που είχα κάνει για τα άλμπουμ ‒ όλα συνοδεύονται από εκτενείς σημειώσεις. Τώρα κυκλοφορεί η τρίτη εκδοχή του, με ένα CD που περιέχει κομμάτια από τη συλλογή μου.
• Γράφω τρία βιβλία μαζί, κυρίως fiction. Μόλις ολοκλήρωσα και το σενάριο για μια ταινία, αλλά το επόμενο βιβλίο που δουλεύω για τις εκδόσεις Δώμα είναι για τα πανηγύρια γενικά, όχι μόνο στην Ήπειρο. Έχω αυτή την περίεργη αντίληψη ότι δεν μπορείς να κατανοήσεις την κουλτούρα ενός τόπου αν δεν καταλάβεις οτιδήποτε συνδέεται με αυτή. Δεν μπορείς να καταλάβεις τη μουσική που παίζεται σε ένα πανηγύρι εάν δεν καταλάβεις τη διαδικασία του να φτιάχνεις τσίπουρο, τον τρόπο που φτιάχνουν το σουβλάκι, την αρχιτεκτονική του χωριού, το πώς οι άνθρωποι γιορτάζουν άλλα γεγονότα. Έτσι, δεν μπορείς να καταλάβεις τη μουσική της Ηπείρου εάν δεν καταλάβεις τη μουσική όλων των περιοχών που την περιτριγυρίζουν.
• Μαγειρεύω επειδή είμαι εργένης και μου αρέσει το καλό φαγητό. Συνήθως φτιάχνω νοτιοαμερικάνικα πιάτα με λαχανικά, μπάμιες κ.λπ., τηγανητό κοτόπουλο, αλλά φτιάχνω και πολλά ελληνικά παραδοσιακά πιάτα, κοτόπουλο με μπάμιες, κοντοσούβλι. Στον μικρό μου κήπο καλλιεργώ λαχανικά, έτσι έχω τα πάντα φρέσκα. Οι συντοπίτες μου είναι κυρίως ηλικιωμένοι άνθρωποι και μαθαίνω πολλά φαγητά απ’ αυτούς. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μού έδειξε πώς να φτιάχνω αγριογούρουνο, που είναι το κύριο πιάτο της Ηπείρου. Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση αυτά που έχω δει να κάνουν τα αγριογούρουνα. Έκανα πεζοπορία με φίλους πάνω από την Αρίστη, στο Ζαγόρι, όπου είδαμε μια γιγαντιαία τρύπα από λάσπη στο έδαφος. Στη μέση της ήταν έναν στύλος της ΔΕΗ, εντελώς φθαρμένος από τη μέση και κάτω. Ήταν σαν να τον είχες πελεκήσει με μαχαίρι. Πάνω του στηρίζονται όλα τα καλώδια που μεταφέρουν το ρεύμα στο Ζαγόρι, αλλά ήταν έτοιμος να πέσει και κανείς δεν έκανε τίποτα. Ο φίλος μου ο Κώστας μου εξήγησε ότι έχει λιώσει επειδή τρίβονταν πάνω του τα αγιογούρουνα για να ξύσουν την πλάτη τους. Χιλιάδες αγριογούρουνα έρχονται σε αυτόν τον στύλο και ξύνουν τη λάσπη απ την πλάτη τους και δεν σκέφτηκε κανείς απο τον Δήμο να στείλει έναν υπάλληλο να ντύσει τον στύλο με ένα κομμάτι μέταλλο.
• Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα μας έδινα λέπια. Το δερμα δεν είναι το καλύτερο υλικό. Πριν από λίγο έπεσα πάνω σε ένα καρφί που προεξείχε και αιμορραγούσα για δέκα δευτερόλεπτα. Εάν είχαμε λέπια, δεν θα γινόταν αυτό.
• Η ζωή με έμαθε ότι δεν υπάρχει τύχη, δεν υπάρχει σύμπτωση, δεν υπάρχει τυχαιότητα, μόνο ένα διακριτικό μοτίβο που το χτίζεις μόνος σου και έχεις την ευθύνη της ολοκλήρωσής του.
Το βιβλίο του Christopher King «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα σε νέα έκδοση, με CD με επιλογές κομματιών από τη συλλογή του συγγραφέα. Το νέο CD που έχει επιμεληθεί, με τις Ισοκράτισσες, πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου, κυκλοφορεί από την εταιρεία του Jack White, Third Μan Records. Αυτήν τη στιγμή δουλεύει σε μια σειρά από πρότζεκτ για τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση που θα παρουσιαστούν μέσα στο 2023.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
lifo.gr