Θάνατος στις Κερκίδες: Το Πλαίσιο και η Αδικία της Τραγωδίας του Χίλσμπορο
Η Θάτσερ στον τόπο του εγκλήματος
Στο πέμπτο τεύχος του περιοδικού είχαμε δημοσιεύσει το παρακάτω κείμενο του Φιλ Σκρειτον για τα γεγονότα του Χιλσμπορο. Γεγονότα που συνδέθηκαν με την Σιδηρά Κυρία και τις μετέπειτα επιλογές και αποφάσεις της για το μέλλον του αγγλικού ποδοσφαίρου. Με αφορμή το θάνατό της παραθέτουμε το συγκεκριμένο κείμενο.
Ύστερα άρχισε το στρίμωγμα… Δεν έγινε ξαφνικά… Ήταν περισσότερο σαν μια μέγγενη που σφίγγει όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο. Γύρισα τον Άνταμ προς το μέρος μου. Ήταν φανερό ότι πνιγόταν. Ενάμισι-δυο μέτρα μακριά μας βρισκόταν ένας αστυνομικός. Άρχισα να τον εκλιπαρώ να ανοίξει τη θύρα. Ούρλιαζα. Ο Άνταμ είχε λιποθυμήσει και εγώ φώναζα «Το αγοράκι μου πεθαίνει!» και τον παρακαλούσα να με βοηθήσει κι εκείνος δεν έκανε τίποτα. Άρπαξα τον Άνταμ από τα πέτα και προσπάθησα να τον περάσω πάνω απ’ το κιγκλίδωμα. Είχε ύψος γύρω στα τρία μέτρα με κάγκελα λυγισμένα προς το μέρος μας. Δεν μπόρεσα να τον σηκώσω. Άρχισα να κοπανάω τα κάγκελα μπας και ρίξω τον κιγκλίδωμα. Αν ο αστυνομικός είχε ανοίξει τη θύρα από την αρχή, όταν τον εκλιπαρούσα να την ανοίξει, ξέρω ότι θα είχα καταφέρει να βγάλω τον Άνταμ έξω. Το ξέρω γιατί ήμουν εκεί![1]
Αυτή είναι η μαρτυρία του Έντι Σπίριτ για τις τελευταίες στιγμές της ζωής του γιου του. Ο Άνταμ, ο οποίος απεγκλωβίστηκε τελικά από τις κερκίδες του Χίλσμπορο, κηρύχθηκε νεκρός στο νοσοκομείο Νόρδερν Τζένεραλ του Σέφιλντ γύρω στις 4:45 μ.μ. της 15ης Απριλίου 1989. Ήταν ένας από τους 96 άνδρες, γυναίκες και παιδιά που έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας του τραυματισμού τους στις εξέδρες ή, όπως φάνηκε ξεκάθαρα αργότερα, εξαιτίας της ανεπαρκούς αντίδρασης της αστυνομίας στην επικείμενη καταστροφή και της ελλιπούς ιατρικής αντίδρασης που ακολούθησε. Από τους 96 που βρήκαν το θάνατο εκείνη της μέρα, μόνο 14 μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Οι υπόλοιποι κηρύχθηκαν νεκροί στο γήπεδο και, μέσα σε σάκους μεταφοράς πτωμάτων, εκτέθηκαν στο παρκέ του γυμναστηρίου του Χίλσμπορο. Η Πατ Νίκολ, η οποία έχασε εκείνη τη μέρα τον δεκάχρονο γιο της, Λι, μίλησε εξ ονόματος πολλών όταν δήλωσε: «Δεν περιμένεις να πας σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και να πεθάνεις».[2]
Ο Έντι Σπίριτ έφτασε κοντά στο θάνατο. Μετά τη μάταιη προσπάθειά του να σώσει τον Άνταμ, έχασε τις αισθήσεις του και κατέρρευσε κάτω από το συνωστισμό στο διάζωμα 4. Αυτό συνέβη γύρω στις 3 μ.μ., έξι λεπτά πριν τη διακοπή του ημιτελικού του Κυπέλλου Αγγλίας ανάμεσα στη Λίβερπουλ και τη Νότιγχαμ Φόρεστ και είκοσι λεπτά προτού αρχίσουν να μεταφέρονται οι νεκροί και οι ετοιμοθάνατοι από τα κεντρικά διαζώματα 3 και 4 μέσα από δύο στενές πόρτες στην περίμετρο και τον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου. Ο Έντι έχει χάσει δύο ώρες από τη ζωή του. Το πρώτο ιατρικό αρχείο που υπάρχει στο νοσοκομείο για αυτόν είναι η εισαγωγή του στη μονάδα εντατικής θεραπείας στις 5 μ.μ. Μετά το χάος της εκκένωσης των κερκίδων και δεδομένης της απουσίας της άμεσα αναγκαίας ιατρικής περίθαλψης, καθώς και των απαραίτητων εγκαταστάσεων, είναι σαφές ότι άγνωστος αριθμός από εκείνους που πέθαναν μπορούσαν να έχουν σωθεί. Ο Έντι δεν έχει ιδέα τι του συνέβη ανάμεσα στις 3 μ.μ. και τις 5 μ.μ. Φαίνεται ότι είχε θεωρηθεί νεκρός όπως και άλλοι που τελικά ανένηψαν. Ο θάνατος του Άνταμ εξακολουθεί να τον βασανίζει, όπως και το ερώτημα αν θα μπορούσε και εκείνος να έχει σωθεί.
Καθώς εξελισσόταν η τραγωδία, μπροστά στα μάτια του κουβούκλιου αστυνομικού ελέγχου ψηλά πάνω από την κερκίδα του Λέπινγκς Λέιν, άρχισε μια άλλη τραγωδία. Ο υπεύθυνος αγώνα της αστυνομίας του Νότιου Γιόρκσιρ, Αστυνομικός Επιθεωρητής, Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ ενημέρωσε τον Γκρέιαμ Κέλλυ, τότε Εκτελεστικό Διευθυντή της Αγγλικής Ποδοσφαιρικής Ένωσης, ότι οι οπαδοί της Λίβερπουλ είχαν εισβάλλει σε μία θύρα «μπουκάροντας» στις ήδη υπερπλήρεις εξέδρες. Μέσα σε λίγα λεπτά, αυτή η εκδοχή μεταδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Ζακ Ζορζ, τότε πρόεδρος της Ουέφα, καταφέρθηκε εναντίον «της τρέλας των ανθρώπων να επιχείρησαν να μπουν στο στάδιο με το έτσι θέλω, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο για τη ζωή των άλλων». Επρόκειτο για «κτήνη που περίμεναν να εισβάλουν στην αρένα».[3] Υπεύθυνοι, λοιπόν, για το θάνατο των «δικών τους» ανθρώπων ήταν οι ίδιοι οι οπαδοί της Λίβερπουλ. Το φάσμα του χουλιγκανισμού είχε ήδη φανεί.
Αυτήν την εκδοχή αφηγήθηκαν επίσης οι αστυνομικοί στον Ιατροδικαστή του Νότιου Γιόρκσιρ, Δρ. Στέφαν Πόπερ, καθ’ οδόν για το στάδιο. Ο τελευταίος ζήτησε τη λήψη δειγμάτων αίματος προκειμένου να καταγραφεί το επίπεδο αλκοόλ στο αίμα όλων των νεκρών, ακόμα και των παιδιών. Αυτό ήταν κάτι πρωτοφανές. Στο βαθμό που οι εκθέσεις των ιατροδικαστών θα καθόριζαν την ιατρική αιτία θανάτου ήταν σαφές ότι ο Ιατροδικαστής θεωρούσε την κατανάλωση αλκοόλ σημαντικό παράγοντα στην καταστροφή. Μέσα σε μερικές ώρες, χαροκαμένοι συγγενείς μαζεύτηκαν έξω από το γυμναστήριο προκειμένου να αναγνωρίσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Η παρουσίαση των πτωμάτων μέσα στους ιατροδικαστικούς σάκους και η χαλαρή αντιμετώπιση προς τους συγγενείς, συνδύαζε την αναισθησία με την πώρωση. Οι συγγενείς των νεκρών «ανακρίθηκαν» σχετικά με τις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ και τα «ποινικά» μητρώα των αγαπημένων τους. Την επόμενη μέρα, η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ επισκέφτηκε το Σέφιλντ μαζί με τον Υπουργό Εσωτερικών, Ντάγκλας Χαρντ. Εκεί ενημερώθηκε ότι «δεν θα είχε υπάρξει ποτέ Χίλσμπορο αν μια συμμορία μεθυσμένων δεν είχε προσπαθήσει με μπει στο γήπεδο με το ζόρι».[4]
Δύο μέρες μετά, η εφημερίδα SheffieldStar (18 Απριλίου 1989) δημοσίευσε τις πρώτες σοβαρές αστυνομικές καταγγελίες ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα, σύμφωνα με τα οποία οι φίλαθλοι της Λίβερπουλ όχι μόνο προκάλεσαν την καταστροφή, αλλά είχαν επιτεθεί και στα σωστικά συνεργεία και είχαν λεηλατήσει πτώματα. Το πρωτοσέλιδό της έγραφε: «Μεθυσμένοι Επιτίθενται στην Αστυνομία: Βάνδαλοι Χωρίς Εισιτήριο Έστησαν την Καταστροφή για να Μπουν στο Γήπεδο». Στο ρεπορτάζ περιλαμβανόταν και ο ισχυρισμός ότι οι «χούλιγκαν» είχαν «ουρήσει πάνω σε αστυνομικούς την ώρα που έδιναν το φιλί της ζωής στα θύματα». Τοπικοί πολιτικοί και εκπρόσωποι της Ομοσπονδίας Αστυνομικών επανέλαβαν, χωρίς τεκμήρια, τις καταγγελίες αυτές και, στις 19 Απριλίου, η Sunέδωσε τον τόνο με το πρωτοσέλιδό της, το οποίο διακήρυττε: «Η Αλήθεια: Κάποιοι Οπαδοί Λήστεψαν τα Θύματα· Κάποιοι Οπαδοί Ούρησαν πάνω στους Γενναίους Αστυνομικούς· Κάποιοι Οπαδοί Πλάκωσαν Αστυνομικούς που Έδιναν το Φιλί της Ζωής». Οκτώ ακόμα εφημερίδες επανέλαβαν τους ισχυρισμούς, προσθέτοντας και τις «σεξουαλικές πράξεις πάνω στο πτώμα μιας κοπέλας» (SheffieldStar, 19 Απριλίου 1989). Αργότερα μαθεύτηκε ότι ο αρχισυντάκτης της Sun, Κέλβιν Μακένζι, είχε σκεφτεί να βάλει τίτλο στο πρωτοσέλιδο «Καθάρματα!».[5] Καθώς άρχιζε η Έρευνα του Υπουργείου Εσωτερικών υπό τον Δικαστή Τέιλορ, η ακαριαία αντίδραση του Ντάκενφιλντ να κατηγορήσει τους οπαδούς, αθωώνοντας έτσι την αστυνομία, είχε ήδη αποκτήσει ευρεία και, κατά τα φαινόμενα, δικαιολογημένη υποστήριξη. Όχι μόνο καθόρισε την πορεία των γεγονότων στον απόηχο της τραγωδίας, αλλά και διαμόρφωσε την ευρύτερη επικοινωνιακή και πολιτική ατζέντα.
Το Στάδιο Χίλσμπορο
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχουμε είναι η πρόσβαση στο γήπεδο, ειδικά από την πλευρά του Λέπινγκς Λέιν. Τα καινούργια τουρνικέ, είτε στις κερκίδες του Λέπινγκς Λέιν είτε στο Δυτικό Πέταλο, δεν διευκολύνουν καθόλου την πρόσβαση που χρειάζονται οι φιλοξενούμενοι οπαδοί. Την περασμένη σεζόν, σε περιπτώσεις μεγάλης προσέλευσης, οι φιλοξενούμενοι οπαδοί είχαν δικαιολογημένα εκνευριστεί από την ακαταλληλότητα του συστήματος και τα έβαλαν με την αστυνομία, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επεισόδια.[6]
Το Ποδοσφαιρικό Στάδιο Χίλσμπορο εγκαινιάστηκε το 1899 και, όπως τόσα και τόσα ποδοσφαιρικά γήπεδα, ανακαινίστηκε προκειμένου να καλύψει τα πρότυπα του Νόμου για την Ασφάλεια στα Αθλητικά Στάδια του 1975 και, κατόπιν, τις αναθεωρήσεις που έγιναν με τον Οδηγό Ασφαλείας στα Αθλητικά Στάδια του Υπουργείου Εσωτερικών του 1976, ο οποίος προέκυψε από την έρευνα Ποπελγουέλ για τους θανάτους που είχαν σημειωθεί στο Μπράντφορντ, το Μπέρμιγχαμ και το Χέιζελ.[7]
Οι ποδοσφαιρικές αρχές θεωρούσαν το Χίλσμπορο ένα από τα καλύτερα γήπεδα της Αγγλίας, Μολονότι κάποια μέρη του σταδίου είχαν ανακαινιστεί, η βασική δομή της εξέδρας του Λέπινγκς Λέιν είχε μείνει ίδια. Δεν είχε δοθεί η απαραίτητη σημασία σε προηγούμενα μαθήματα σχετικά με την ασφάλεια του πλήθους και οι τροποποιήσεις στην εξέδρα έγιναν με προτεραιότητα τον έλεγχο των φιλάθλων και το διαχωρισμό τους. Μετά από το αδιαχώρητο που σημειώθηκε το 1981 και οδήγησε στον τραυματισμό 38 οπαδών, η εξέδρα του Λέπινιγκς Λέιν χωρίστηκε με παράλληλα κιγκλιδώματα σε τρία ξεχωριστά διαζώματα, τα οποία εμπόδιζαν την κίνηση κατά μήκος της κερκίδας. Η τραγωδία είχε αποφευχθεί την τελευταία στιγμή, καθώς άνοιξαν οι πόρτες που οδηγούσαν στον αγωνιστικό χώρο. Το 1985, η αστυνομία ζήτησε να τοποθετηθούν επιπλέον παράλληλα κιγκλιδώματα και έτσι η εξέδρα χωρίστηκε σε πέντε διαζώματα. Για να εισέλθουν στα δύο κεντρικά διαζώματα, πίσω ακριβώς από την εστία, οι οπαδοί έπρεπε να περάσουν μέσα από μία στενή επικλινή σήραγγα κάτω από το Δυτικό Πέταλο και να στριμωχτούν δεξιά κι αριστερά από το κιγκλίδωμα, στα διαζώματα 3 και 4 αντίστοιχα. Ένα ψηλό κιγκλίδωμα τοποθετημένο πάνω σε ένα τοιχίο χώριζε τις κερκίδες από τον αγωνιστικό χώρο. Υπήρχε περιορισμένη πρόσβαση σε κάθε διάζωμα διαμέσου μιας στενής, κλειδωμένης πόρτας. Τα κάγκελα που εμπόδιζαν το συνωστισμό επανασχεδιάστηκαν το 1979, αφήνοντας όμως ένα μίγμα σχετικά νέων και παλιότερων μπαρών. Οι τροποποιήσεις που έγιναν το 1985 και το 1986 είχαν σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές μπαριέρες σε κάθε διάζωμα. Στο διάζωμα 3, π.χ., σχηματιζόταν ένας διαγώνιος κενός χώρος από το μπροστά κάγκελο μέχρι το πίσω μέρος της κερκίδας. Ένας πιθανός συνωστισμός κατά μήκος αυτού του χώρου θα ασκούσε σαφώς τεράστια πίεση στο μπροστινό κάγκελο.
Η Δυτική Εξέδρα χωρούσε 4.500 θεατές. Η ακάλυπτη κερκίδα του Λέπινγκς Λέιν 10.000. Η είσοδος στη Βόρεια Εξέδρα γινόταν επίσης από τα τουρνικέ του Λέπινγκς Λέιν. Έτσι, 24.256 οπαδοί στριμώχτηκαν σε 23 τουρνικέ, σε ένα μικροσκοπικό εξωτερικό χώρο. Οι 10.100 οπαδοί που είχαν εισιτήριο για την κερκίδα του Λέπινγκς Λέιν πέρασαν μέσα από τις εξωτερικές θύρες και συνωστίστηκαν σε εφτά τουρνικέ. Οι υπόλοιποι 14.156 που είχαν εισιτήριο για τη Βόρεια και τη Δυτική Εξέδρα πέρασαν μέσα από 16 τουρνικέ. Μία ώρα πριν τη σέντρα, αυτός ο μικροσκοπικός χώρος με τα 23 τουρνικέ, ο οποίος οριοθετούταν από τον τοίχο ενός καταστήματος στα αριστερά και έναν φράχτη πάνω από τον Ποταμό Ντον στα δεξιά, έπρεπε να δεχτεί 25.000 ανθρώπους που δεν ήταν εξοικειωμένοι με τους χώρους του σταδίου. Τα παρωχημένα τουρνικέ χαλούσαν τακτικά. Μολονότι ένα ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης κατέγραφε τον αριθμό των θεατών που έμπαιναν στις κερκίδες, ήταν άγνωστο πώς αυτοί κατανέμονταν στα διαζώματα. Τα δύο κεντρικά διαζώματα, χωρητικότητας 1000 και 1.100 θεατών, ήταν πάντοτε τα πρώτα που γέμιζαν. Οι πόρτες στην άκρη της σήραγγας που οδηγούσε στα κεντρικά διαζώματα μπορούσαν να κλείσουν όταν υπολογιζόταν ότι η χωρητικότητά τους είχε καλυφθεί. Ήταν ένας υπολογισμός που βασιζόταν μάλλον στην παρατήρηση παρά στον πραγματικό αριθμό των φιλάθλων που είχαν μπει στην εξέδρα.
Όλα αυτά αψηφούσαν κατάφωρα τις προτάσεις της Έρευνας του Μόουλεν Χιούζ μετά την καταστροφή στο Μπέρντεν Παρκ το 1946, σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε να ελέγχονταν με ακρίβεια όλες οι κερκίδες στα γήπεδα. Ο Μόουλεν Χιούζ «φοβόταν ότι η καταστροφή στο Μπόλτον θα μπορούσε εύκολα να επαναληφθεί σε 20 με 30 γήπεδα». Και κατέληγε: «Είναι τόσο απλό και τόσο εύκολο να δημιουργηθεί μια επικίνδυνη κατάσταση μέσα σε περιφραγμένο χώρο γεμάτο ανθρώπους. Συμβαίνει ξανά και ξανά χωρίς θανάσιμες συνέπειες ή τραυματισμούς». Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένας δύο επιπλέον παράγοντες και ο εγγενής «κίνδυνος» θα οδηγούσε σε «θανάτους και τραυματισμούς».
15 Απριλίου 1989
Ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, οι οπαδοί της Λίβερπουλ ξεκίνησαν το ταξίδι τους για το Σέφιλντ. Το τελευταίο πράγμα που περνούσε απ’ το μυαλό τους ήταν ο κίνδυνος. Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, η ομάδα τους είχε έρθει ισόπαλη με την Νότιγχαμ Φόρεστ στον ημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας. Η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία είχε επιλέξει το Χίλσμπορο ως ουδέτερο γήπεδο για τον αγώνα και τα μέτρα αστυνόμευσης και ελέγχου του πλήθους ήταν σχεδόν ίδια κι απαράλλακτα. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ θα κάθονταν στη Δυτική Εξέδρα, την κερκίδα του Λέπινγκς Λέιν και τη Βόρεια Εξέδρα. Τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί και η μόνη οδηγία που είχαν οι κάτοχοί τους ήταν να έχουν πάρει τις θέσεις τους στις εξέδρες ένα τέταρτο πριν τη σέντρα. Οι οπαδοί ταξίδεψαν με τρένα, λεωφορεία και αυτοκίνητα. Η αστυνομία είχε σταματήσει και ερευνήσει τα λεωφορεία καθ’ οδόν. Φτάνοντας στο Σέφιλντ, όλοι οι φίλαθλοι είχαν οδηγηθεί σε επιλεγμένα πάρκινγκ αυτοκινήτων, όπου αστυνομικοί του Νότιου Γιόρκσιρ τους είχαν ψάξει και τους είχαν ενημερώσει για τον αγώνα. Όσοι ταξίδεψαν με τρένο οδηγήθηκαν στο στάδιο με αστυνομική συνοδεία. Διάφορες καθυστερήσεις που σημειώθηκαν στο ταξίδι σήμαιναν ότι χιλιάδες οπαδοί της Λίβερπουλ έφτασαν στο Σέφιλντ μία ώρα πριν την έναρξη του ματς, που είχε προγραμματιστεί για τις 3 μ.μ.
Στις 2:30 μ.μ., ένας αστυνομικός παρατήρησε πούλμαν «να φτάνουν το ένα μετά το άλλο στο γήπεδο». Δέκα λεπτά αργότερα, οπαδοί κατέβαιναν από πούλμαν «πεντακόσια μέτρα μακριά απ’ το γήπεδο», ενώ «ένας μεγάλος αριθμός οπαδών της Λίβερπουλ έψαχναν να παρκάρουν». Με τους οπαδούς που έρχονταν με τρένο να φτάνουν συνοδευόμενοι από την αστυνομία λίγο πριν τις 2:30 μ.μ., τα πούλμαν να δημιουργούν μποτιλιάρισμα στους κεντρικούς δρόμους και τα αυτοκίνητα να ψάχνουν θέσεις στάθμευσης, ήταν ξεκάθαρο ότι το σταθερό ρεύμα των φιλάθλων που προσέγγιζε τα τουρνικέ του Λέπινγκς Λέιν πριν τις 2:15 μ.μ. θα γινόταν σύντομα χείμαρρος. Και έτσι έγινε! Η έλλειψη συνοδών και ελέγχου στο Λέπινγκς Λέιν συνέβαλε αποφασιστικά στο ξαφνικό και έντονο στρίμωγμα στο στενό χώρο των τουρνικέ. Σύντομα εξατμίστηκε κάθε έννοια τάξης καθώς άρχισε να δείχνει το πραγματικό πρόσωπό του ο χώρος, ο οποίος είχε ήδη προκαλέσει έντονες ανησυχίες σε ένα εσωτερικό υπόμνημα της αστυνομίας του 1986. Η απλή εξίσωση ήταν ότι περισσότεροι άνθρωποι έφταναν στο πίσω μέρος του περίκλειστου χώρου από όσους περνούσαν από τα τουρνικέ. Δημιουργήθηκε φοβερός συνωστισμός. Ακόμα και έφιπποι αστυνομικοί παγιδεύτηκαν μέσα στο πλήθος και οι οπαδοί δυσκολεύονταν να αναπνεύσουν. Ο ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας στον εξωτερικό χώρο αποφάσισε ότι «ο μόνος πρακτικός τρόπος για να αποφευχθούν οι θάνατοι έξω από το γήπεδο ήταν να ανοίξουν τις εξόδους», επιτρέποντας έτσι στους ανθρώπους να εισέλθουν στο στάδιο και μειώνοντας το συνωστισμό. Επικοινώνησε «με τον έλεγχο του σταδίου [το κουβούκλιο ελέγχου της αστυνομίας μέσα στο στάδιο] και ζήτησε να ανοίξουν οι έξοδοι. Δεν υπήρξε καμία απάντηση». Νομίζοντας ότι ο ασύρματός του ήταν χαλασμένος, χρησιμοποίησε έναν άλλον και «επανέλαβα το αίτημά μου». Και πάλι, «καμία απάντηση».[8]
Ο αστυνομικός επιθεωρητής Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ είχε αναλάβει τα καθήκοντα της αστυνόμευσης του Σταδίου Χίλσμπορο 21 μόλις μέρες πριν τον ημιτελικό. Μαζί με τον βοηθό του, Μπέρναρντ Μάρρεϊ, παρακολουθούσαν, μέσω του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, το συνωστισμό να αυξάνεται στα τουρνικέ. Η ένταση στο κουβούκλιο ελέγχου αυξήθηκε όταν ακούστηκε το αίτημα να ανοίξουν οι θύρες εξόδου. Ο Ντάκενφιλντ, ο υπεύθυνος ασφαλείας του αγώνα που δεν είχε σχεδόν καμία εμπειρία αστυνόμευσης ενός ποδοσφαιρικού αγώνα σε ένα στάδιο που του ήταν άγνωστο, ήρθε αντιμέτωπος με ένα τεράστιο δίλημμα. Σκέφτηκε: «Ένας άνθρωπος που ξέρω χρόνια, ένας άνθρωπος που σέβομαι και θαυμάζω, μου ζητάει κάτι που κανονικά δεν θα έκανα… μου λέει ότι, αν δεν ανοίξω τις θύρες, θα έχουμε σοβαρούς τραυματισμούς, ακόμα και θανάτους». Ο Ντάκενφιλντ «τα έχασε». Ο Μάρρεϊ έσπασε τη μακρά σιωπή: «Κύριε Ντάκενφιλντ, θα ανοίξετε τις εξόδους;». Μετά από δισταγμό και σαν να σκεφτόταν φωναχτά, ο Ντάκενφιλντ απάντησε: «Αν υπάρχει η πιθανότητα να έχουμε θανάτους ή σοβαρούς τραυματισμούς απ’ έξω, δεν έχω άλλη επιλογή». Έδωσε, λοιπόν, εντολή στον Μάρρεϊ να ανοίξει τις θύρες εξόδου.[9]
Μολονότι βρίσκονταν σε ένα κουβούκλιο ελέγχου πάνω ακριβώς από το Λέπινγκς Λέιν, δεν τους πέρασε καν απ’ το μυαλό ότι η κατανομή του πλήθους στα διαζώματα θα μπορούσε να δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα. Παρόλα αυτά, φωτογραφίες που βγήκαν λίγο πριν την καταστροφή δείχνουν ότι τα δύο κεντρικά διαζώματα είχαν γεμίσει ασφυκτικά, ενώ ο κόσμος στα ακριανά ήταν πιο αραιός. Ο σαφής και ξεκάθαρος κίνδυνος ήταν ότι η αποσυμφόρηση των τουρνικέ θα δημιουργούσε μια πολύ χειρότερη κατάσταση στις κερκίδες. Ο τρόπος σκέψης του Μάρρεϊ φαίνεται από μια επικοινωνία που είχε νωρίτερα με έναν αστυνομικό που ρωτούσε αν τα διαζώματα έπρεπε να γεμίσουν με τη σειρά. Η απάντηση του Μάρρεϊ ήταν ότι όλα τα διαζώματα έπρεπε να είναι ανοικτά εξ αρχής και οι οπαδοί θα έπρεπε να «βρουν μόνοι τους τη θέση τους».[10]
Όταν άνοιξε η έξοδος «C», ο εξωτερικός χώρος αποσυμφορήθηκε αμέσως. Οι οπαδοί, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Έντι και ο Ανταμ Σπίριτ, που είχαν μείνει παραπίσω, φοβούμενοι το συνωστισμό, πέρασαν από τη θύρα χωρίς καμία αστυνομική επίβλεψη. Απέναντί τους ήταν η επικλινής σήραγγα κάτω από τη Δυτική Εξέδρα, με την ταμπέλα «ΟΡΘΙΟΙ». Η σήραγγα οδηγούσε στα ασφυκτικά γεμάτα κεντρικά διαζώματα. Ούτε η αστυνομία ούτε η ασφάλεια του γηπέδου σκέφτηκαν να κλείσουν τη σήραγγα και να κατευθύνουν τους ερχόμενους οπαδούς στα πλαϊνά διαζώματα. Πάνω από 2.000 οπαδοί πέρασαν από τη σήραγγα και αμέσως δημιουργήθηκε νέος συνωστισμός. Οι άνθρωποι στριμώχτηκαν στο περιμετρικό κιγκλίδωμα, άρχισαν να πέφτουν κάτω και μία μπάρα στο διάζωμα 3 κατέρρευσε παρασύροντας μαζί της μια μάζα σωμάτων. Με την έναρξη του ματς, ο τρομερός βρυχηθμός του πλήθους σκέπασε τις κραυγές των ετοιμοθάνατων. Η αστυνομία δεν μπόρεσε να αντιδράσει και ανάγκασε όσους προσπαθούσαν να γλιτώσουν να στριμωχτούν πίσω στα διαζώματα. Οι αστυνομικοί στον περιβάλλοντα χώρο του αγωνιστικού χώρου είχαν ρητές εντολές να μην ανοίξουν τις στενές πόρτες των κιγκλιδωμάτων χωρίς την έγκριση κάποιου ανώτερου αξιωματικού.
Το γεγονός ότι η σήραγγα δεν έκλεισε προτού ανοίξει η έξοδος «C» συνοδεύτηκε από την αδυναμία να απαντήσουν άμεσα και αποτελεσματικά στο συνωστισμό που αυξανόταν στις κερκίδες. Όταν άνοιξαν οι δύο μικροσκοπικές πόρτες του περιμετρικού κιγκλιδώματος, άρχισε να φαίνεται ολόκληρη η φρίκη. Πάνω από 500 άνθρωποι είχαν ήδη πεθάνει, αργοπέθαιναν ή είχαν τραυματιστεί. Η περιορισμένη πρόσβαση εμπόδισε την αποτελεσματική και γρήγορη εκκένωση των διαζωμάτων. Το ματς διακόπηκε στις 3:06 μ.μ. και οι οπαδοί μαζί με μερικούς αστυνομικούς προσπάθησαν να επαναφέρουν όσους είχαν χάσει τις αισθήσεις τους. Καθώς εκτυλίσσονταν αυτές οι οδυνηρές σκηνές, ο Ντάκενφιλντ είπε στον Αναπληρωτή Διοικητή της Αστυνομίας ότι επρόκειτο για «εισβολή στον αγωνιστικό χώρο». Από τον ασύρματό του κάλεσε ενισχύσεις, ζητώντας μάλιστα και αστυνομικούς σκύλους. Λίγα λεπτά αργότερα είπε ψέματα στους αξιωματούχους της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, αποσιωπώντας το γεγονός ότι είχε δώσει εντολή στους αξιωματικούς του να ανοίξουν τις εξόδους. Καταθέτοντας στην Επιτροπή Τέιλορ, ο Ντάκενφιλντ δήλωσε: «Η ωμή αλήθεια ήταν ότι μας είχαν ζητήσει να ανοίξουμε την έξοδο. Δεν τους κορόιδεψα… Απλώς, εκείνη τη στιγμή θεώρησα ότι δεν έπρεπε να αναφέρω όλες τις λεπτομέρειες της κατάστασης… Πιθανόν, λοιπόν, να παραπλάνησα τον κύριο Κέλλυ».[11] Και όντως τον παραπλάνησε. Ο Κέλλυ επανέλαβε, εν αγνοία του, το ψέμα στα μέσα ενημέρωσης που περίμεναν. Και όλο το φταίξιμο έπεσε πάνω στους οπαδούς.
Από την Διοικητική Εξέταση στη Δικαστική Έρευνα
Στον απόηχο της τραγωδίας, ο Υπουργός Εσωτερικών Ντάγκλας Χαρντ, διόρισε τον Δικαστή Τέιλορ επί κεφαλής μιας εξεταστικής επιτροπής, η οποία θα ερευνούσε «τα γεγονότα στο Ποδοσφαιρικό Γήπεδο της Σέφιλντ Γουένσντεϊ στις 15 Απριλίου 1989 και θα υπέβάλε προτάσεις για τις ανάγκες ασφαλείας σε αθλητικές εκδηλώσεις».[12] Ο Χαρντ έδωσε εντολή στην αστυνομία των Γουέστ Μίντλαντς να βοηθήσει στην έρευνα. Η Αστυνομία διενέργησε την ποινική και την ιατροδικαστική έρευνα. Πέρα από τις προφορικές καταθέσεις στις δημόσιες ακροάσεις, η Επιτροπή συγκέντρωσε 2.666 τηλεφωνικές κλήσεις, 3.776 καταθέσεις και 1.550 επιστολές. Μέσα σε τέσσερις μήνες, ο Τέιλορ εξέδωσε μια Προσωρινή Έκθεση η οποία συμπέραινε ότι η «κύρια αιτία» της καταστροφής ήταν οι «υπεράριθμοι θεατές» και ο «κύριος λόγος» για αυτό ήταν «η αποτυχία του αστυνομικού ελέγχου». Επέκρινε επίσης την ομάδα της Σέφιλντ Γουένσντεϊ, τους μηχανικούς ασφαλείας της και τις τοπικές αρχές που δεν είχαν εκδώσει ενημερωμένη άδεια λειτουργίας του σταδίου. Ωστόσο, τα πιο καταδικαστικά του συμπεράσματα στρέφονταν εναντίον της αστυνομίας του Νότιου Γιόρκσιρ.
Ο Τέιλορ κατηγόρησε τους ανώτερους αξιωματικούς της αστυνομίας ότι κρατούσαν «αμυντική και διφορούμενη στάση», καθώς «ούτε ο χειρισμός των προβλημάτων εκείνη τη μέρα ούτε η περιγραφή των γεγονότων από μέρους τους ήταν ανάλογη των προσόντων που θα άρμοζαν στο βαθμό τους». Ήταν «απογοητευτικό το γεγονός ότι στις ακροάσεις και τα υπομνήματά τους, οι αστυνομικοί του Νότιου Γιόρκσιρ δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδεχτούν ότι είχαν κάποια ευθύνη για ό,τι συνέβη»[13]. «Η ικανότητα του Ντάκενφιλντ να λαμβάνει αποφάσεις και να δίνει εντολές φαινόταν ότι είχε χαθεί». Δεν έδωσε «τις απαραίτητες εντολές» μετά την απόφασή του να ανοίξουν οι θύρες εξόδου, ενώ απέτυχε να «ελέγξει με οποιονδήποτε τρόπο» την καταστροφή που εκτυλισσόταν. Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι είχε πει ψέματα· η «έλλειψη παρρησίας» από μέρους του προκάλεσε «ευρύτατη κατακραυγή» εναντίον των οπαδών σε όλον τον κόσμο.[14] Η σκληρότητα της κριτικής του Τέιλορ, μαζί με την αθώωση των φιλάθλων, εξέπληξε πολλούς σχολιαστές. Το Δεκέμβριο του 1989, η αστυνομία του Νότιου Γιόρκσιρ αποδέχτηκε την αστική ευθύνη για αμέλεια και πλήρωσε αποζημιώσεις στους συγγενείς. Στη συνέχεια, σε μία κρίση της Βουλής των Λόρδων, ο Λόρδος Κιθ συμπέρανε ότι ο Διοικητής της Αστυνομίας είχε «παραδεχτεί την ευθύνη του Σώματος για εγκληματική αμέλεια όσον αφορά τους θανάτους και τις σωματικές βλάβες».[15] Αργότερα, σε μια απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου, ο Δικαστής ΜακΚόουαν δήλωσε ότι το σώμα «είχε παραδεχτεί την ενοχή του και είχε καταβάλει αποζημιώσεις».[16] Τα λόγια αυτά επαναλήφθηκαν από τον Γενικό Εισαγγελέα στη Βουλή των Αντιπροσώπων.[17]
Το Μάρτιο του 1990, σε συνεννόηση με την Εισαγγελία, ο Ιατροδικαστής άρχισε ξανά τις έρευνες σε «περιορισμένη βάση», ενόψει των αποφάσεων που αφορούσαν ποινικές διώξεις ή πειθαρχικές κυρώσεις. Διενέργησε πρωτοφανείς «προκαταρκτικές ανακρίσεις» για κάθε έναν από τους νεκρούς και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα ιατρικά τεκμήρια, τα επίπεδα αλκοόλ στο αίμα, τη θέση των νεκρών πριν το θάνατό τους και την αναγνώρισή τους. Δεν γινόταν καμία μνεία στο «πώς» έχασε τη ζωή του το κάθε άτομο. Τα συχνά ελλιπή και αντιφατικά τεκμήρια συνοψίστηκαν και παρουσιάστηκαν στις ακροάσεις από έναν εξουσιοδοτημένο αξιωματικό της αστυνομίας των Γουέστ Μίντλαντς. Οι καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων πάνω στις οποίες είχαν βασιστεί οι περιλήψεις δεν αποκαλύφτηκαν και δεν επιτράπηκε η αντεξέτασή τους. Το δικαστήριο άκουσε μόνο ένα επιλεγμένο συνονθύλευμα ερμηνειών και εικασιών, οι οποίες παρουσιάστηκαν, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ως δεδομένα. Μην έχοντας πρόσβαση στις πρωτογενείς καταθέσεις και αδυνατώντας να εξετάσουν τα τεκμήρια, οι οικογένειες των νεκρών έμειναν με πολυάριθμα αναπάντητα ερωτήματα, τα οποία δεν θίχτηκαν καν διότι δεν ενέπιπταν στις συμφωνημένες παραμέτρους των προκαταρκτικών ακροάσεων.
Τέσσερις μήνες αργότερα, η Εισαγγελία αποφάσισε ότι «δεν υπήρχαν ενδείξεις που να τεκμηριώνουν ποινικές ευθύνες» για οποιονδήποτε από τους εμπλεκόμενους φορείς, ενώ «τα τεκμήρια δεν δικαιολογούσαν τη δίωξη οποιουδήποτε αστυνομικού της Αστυνομίας του Νότιου Γιόρκσιρ ή οποιοδήποτε άλλου ατόμου για οποιοδήποτε αδίκημα».[18] Ο Ιατροδικαστής άρχισε ξανά εξετάσεις με γενικό τρόπο. Οι έρευνες αυτές διήρκεσαν από τις 18 Νοεμβρίου 1989 έως τις 28 Μαρτίου 1991. Κλήθηκαν να καταθέσουν 230 μάρτυρες και εκπροσωπήθηκαν 12 ενδιαφερόμενα μέρη (έξι από τα οποία ήταν αστυνομικών συμφερόντων). Ένας δικηγόρος εκπροσώπησε 43 οικογένειες. Παρά το κόστος και τη διάρκεια των ερευνών και του αριθμού των μαρτύρων που κλήθηκαν να καταθέσουν, η αποκάλυψη των τεκμηρίων ήταν περιορισμένη. Και πάλι, οι αστυνομικοί μάρτυρες τόνιζαν τα ίδια ζητήματα που είχε απορρίψει ο Τέιλορ: τους μεθυσμένους οπαδούς, το χουλιγκανισμό, τη βία και τη συνωμοσία για να μπουν στο γήπεδο οπαδοί χωρίς εισιτήριο. Συνοψίζοντας, ο Ιατροδικαστής απέτρεψε το δικαστήριο από την πιθανότητα να βγάλει απόφαση για παράνομη ανθρωποκτονία. Είπε στους ενόρκους ότι μια απόφαση για «θάνατο από ατύχημα» θα «συνόψιζε ολόκληρο το φάσμα των συμβάντων», συμπεριλαμβανομένης «μιας κατάστασης όπου είστε… ικανοποιημένοι με μια απόφαση που δέχεται ότι υπήρξε ολιγωρία, αμέλεια… και ότι κάποιος θα έπρεπε να καταβάλει χρηματικές αποζημιώσεις».[19] Ο θάνατος από ατύχημα δεν θα σήμαινε άφεση αμαρτιών «για κάθε ευθύνη». Μπορεί να είχαν υπάρξει λάθη και «πολύ σοβαρά σφάλματα», ωστόσο «η ανικανότητα δεν είναι το ίδιο με το να λέμε ότι ένα άτομο είναι απρόσεχτο».[20] Μετά από διαβούλευση δύο ημερών, οι ένορκοι έβγαλαν, κατά πλειοψηφία, την ετυμηγορία ότι επρόκειτο για θάνατο από ατύχημα.
Παρά την απόφαση της Αρχής Αστυνομικών Παραπόνων να ασκήσει πειθαρχικές διώξεις εναντίον του αστυνομικού διευθυντή του αγώνα και του βοηθού του για «παράβαση καθήκοντος», ο Ντάκενφιλντ αποχώρησε από την αστυνομία για λόγους υγείας και οι κατηγορίες εναντίον του Μάρρεϊ αποσύρθηκαν. Έξι οικογένειες προσέφυγαν στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο σκοπεύοντας να ακυρώσουν τα πορίσματα των ερευνών με την αιτιολογία των αντικανονικών διαδικασιών, της ανεπάρκειας της ανάκρισης και της εμφάνισης νέων τεκμηρίων. Το Δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ του Ιατροδικαστή διαπιστώνοντας ότι οι έρευνες είχαν διενεργηθεί με τον ορθό τρόπο, τα τεκμήρια δεν είχαν συγκαλυφτεί και η καθοδήγηση των ενόρκων που επιχείρησε ήταν «άμεμπτη». Το Ιούνιο του 1997, μετά την έκδοση του βιβλίου NoLastRights[21]και την προβολή του βραβευμένου ντοκιμαντέρ Hillsboroughτου Τζίμι Γκόβερν (ITV, Δεκέμβριος 1996), ο Τζακ Στρο, ο νεοεκλεγέντας Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης των Εργατικών, ανακοίνωσε ότι θα διεξαγόταν μια ανεξάρτητη δικαστική έρευνα, η οποία «είχε σκοπό να φτάσει στην αλήθεια άπαξ δια παντός».[22] Η πρωτοφανής Έρευνα, η οποία διεξήχθη από τον πρώην Αρχηγό της ΜΙ6, Δικαστή Στιούαρτ-Σμιθ, έλαβε υπόψη της τεκμήρια που δεν ήταν διαθέσιμα στις προηγούμενες έρευνες. Τα «νέα» τεκμήρια έπρεπε να είναι τόσο σημαντικά ώστε να οδηγήσουν σε διώξεις ή να αλλάξουν τα πορίσματα της Έρευνας Τέιλορ ή των άλλων ερευνών. Ο Στιούαρτ-Σμιθ επισκέφτηκε το αρχηγείο της αστυνομίας του Νότιου Γόρκσιρ και πήρε στα χέρια του τεκμήρια από 18 οικογένειες θυμάτων, καταθέσεις της Ομάδας Υποστήριξης των Οικογενειών του Χίλσμπορο και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Το Φεβρουάριο του 1998, παρουσίασε την έκθεσή του στον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος την χαιρέτισε ως «εξονυχιστική», «περιεκτική», «ουδέτερη», «αντικειμενική» και «αμερόληπτη». Το συμπέρασμα του Στιούαρτ-Σμιθ ήταν ότι ούτε η Έρευνα Τέιλορ ούτε οι ανακρίσεις ήταν ελαττωματικές, ενώ και τα υποτιθέμενα «νέα» τεκμήρια δεν προσέθεταν «τίποτα σημαντικό» σε ό,τι ήταν ήδη γνωστό.[23]
Το Υπουργείο Εσωτερικών δεν έδωσε βάση στις καταγγελίες που έθεσε υπόψη του Στιούαρτ-Σμιθ ο συγγραφέας και ένας πρώην αστυνομικός του Νότιου Γιόρκσιρ. Οι καταγγελίες αυτές αποκάλυπταν ότι αμέσως μετά την τραγωδία, οι αστυνομικοί έλαβαν την εντολή να μην καταγράψουν τα γεγονότα στα υπηρεσιακά σημειωματάριά τους, αλλά να υποβάλλουν χειρόγραφα «απομνημονεύματα» από τα γεγονότα. Κατά ασυνήθιστο τρόπο, ενθαρρύνθηκαν να συμπεριλάβουν τα συναισθήματα, τα σχόλια και τις απόψεις τους, καθώς οι πληροφορίες τους προορίζονταν αποκλειστικά για τους νομικούς συμβούλους, ήταν «προνομιακές» και, ως εκ τούτου, δεν επρόκειτο να αποκαλυφτούν. Τα «απομνημονεύματα» αυτά συγκεντρώθηκαν από ανώτερους αξιωματικούς, υποβλήθηκαν στους δικηγόρους του αστυνομικού σώματος και επιστράφηκαν στον Αρχηγού της Διοικητικής Υπηρεσίας της Αστυνομίας του Νότιου Γιόρκσιρ ως μέρος μιας συστηματικής διαδικασίας «επισκόπησης και αναθεώρησης».[24] Μια ομάδα αναθεώρησης, η οποία αποτελούταν από ανώτερους αξιωματικούς και είχε διοριστεί από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, μετέτρεψε έπειτα τα «απομνημονεύματα» σε επίσημες καταθέσεις, τις οποίες έπρεπε να υπογράψουν οι μεμονωμένοι αστυνομικοί. Η διαδικασία αυτή συνιστούσε μια θεσμοθετημένη διαδικασία με σαφή στόχο να απαλειφθεί κάθε κριτική εναντίον των ανώτερων αξιωματικών και της λειτουργίας της αστυνομίας, τονίζοντας αντίθετα την κακή συμπεριφορά των οπαδών.
Χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 400 τέτοια «απομνημονεύματα». Σε μια εμπιστευτική απομαγνητοφώνηση μιας συνάντησης μεταξύ του Στιούαρτ-Σμιθ και του πρώην επί κεφαλής της Διοικητικής Υπηρεσίας, ο τελευταίος είπε ότι «οι αστυνομικοί βρίσκονταν με την πλάτη στον τοίχο» και ότι «ήταν απολύτως φυσικό να προσπαθήσουν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους».[25] Ένας πρώην αστυνομικός που έδωσε συνέντευξη στον συγγραφέα, κατέθεσε προφορικά στον Στιούαρτ-Σμιθ. Δήλωσε ότι «ένας συγκεκριμένος αστυνομικός επιθεωρητής» έβγαλε τον ίδιο και μερικούς συναδέλφους του για ποτό. Εκεί τους είπε, «αν δεν είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό και αν δεν το τακτοποιήσουμε, θα πέσουν κεφάλια».[26] Ο Στιούαρτ-Σμιθ δεν εντυπωσιάστηκε. Συμπέρανε ότι σε μερικές περιπτώσεις «θα ήταν καλύτερο» να μην έχει γίνει καμία αλλαγή. Το χειρότερο που συνέβη ήταν το πολύ μια «λάθος εκτίμηση», όχι μια «αντιεπαγγελματική συμπεριφορά».[27] Αν διαπίστωνε κάτι άλλο, θα υπήρχαν σοβαρές συνέπειες. Διέρρευσε ότι οι αστυνομικοί ανακριτές των Γουέστ Μίντλαντς, ο δικηγόρος του Υπουργείου Οικονομικών, ο Ιατροδικαστής και ο Δικαστής Τέιλορ γνώριζαν ότι οι καταθέσεις είχαν γραφτεί αρχικά ως προσωπικά απομνημονεύματα, με την εγγύηση της εχεμύθειας, κι έπειτα είχαν μετατραπεί σε επίσημες καταθέσεις μέσω μιας ελεγχόμενης διαδικασίας επισκόπησης και αναθεώρησης.
Παρά την απερίφραστη καταδίκη των ανώτερων αξιωματικών από τον Τέιλορ, δέχτηκε την προνομιακή πρόσβασή τους στις έρευνες και τις ανακρίσεις, καθώς και την ανασυγκρότηση και παγίωση της «αλήθειας» προκειμένου να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα του σώματος. Η σιωπή του όσον αφορά τη διαδικασία της επισκόπησης και της αναθεώρησης έπληξε ανεπανόρθωτα την Έρευνά του.[28] Η μη αποκάλυψη των τεκμηρίων, μαζί με την άγνοια της διαδικασίας μέσω της οποίας λήφθηκαν οι καταθέσεις των αστυνομικών, έβλαψε σοβαρά τις οικογένειες των θυμάτων και τους δικηγόρους τους. Η απόφαση της Εισαγγελικής Αρχής να μην ασκήσει διώξεις λόγω ανεπάρκειας τεκμηρίων δεν έδωσε καμία ένδειξη για την ποιότητα των τεκμηρίων που είχε στην κατοχή του. Κατά τη διάρκεια των ερευνών, η χρήση και η επιλεκτική παρουσίαση των τεκμηρίων από τους αστυνομικούς των Γουέστ Μίντλαντς εμπόδισε την αποκάλυψη των αυθεντικών καταθέσεων και την αντεξέταση των αστυνομικών. Η αστυνομία του Νότιου Γιόρκσιρ είχε στα χέρια της όλα τα τεκμήρια και τα χρησιμοποίησε για να χτίσει και να συντηρήσει την υπεράσπισή της.
[1] P. Scraton, Hillsborough: The Truth (Εδιμβούργο: Mainstream, 2000), σσ. 60–61.
[2]ΠροσωπικήΣυνέντευξη, The Hillsborough Project 1989. Διεξήχθηστο Disasters Research Archive, Centre for Studies in Crime and Social Justice, Edge Hill.
[3] Liverpool Echo, 17 Απριλίου 1989.
[4] Προσωπική αλληλογραφία του Σερ Μπέρναρντ Ίνγκαμ (BernardIngham), Γραμματέα Τύπου του Πρωθυπουργού, 13 Ιουλίου 1994. Η αλληλογραφία βρίσκεται στην κατοχή του συγγραφέα.
[5] D. Chippindale και C. Horrie, Stick It Up Your Punter! The Rise and Fall of the Sun (Λονδίνο: Mandarin, 1992), σ.283
[6] South Yorkshire Police Memorandum from Inspector Calvert to The Chief Superintendent, ‘F’ Div, 11 Ιουνίου 1986. Έγγραφοπουβρίσκεταιστηνκατοχήτουσυγγραφέα.
[7] Για μια επισκόπηση της εξέλιξης των κανονισμών ασφαλείας στα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Μ. Βρετανίας, βλ. Martin Johnes, «“Heads in the Sand”: Football, Politics and Crowd Disasters in Twentieth-Century Britain», κεφάλαιο 1 στονανάχείραςτόμο.
[8] Αναφορές από καταθέσεις αστυνομικών.
[9]Βλ. Scraton, Hillsborough: The Truth, σσ. 52–54.
[10] Rt Hon. Lord Justice Taylor, The Hillsborough Stadium Disaster: 15 April 1989, Interim Report, Cmnd.765, (Λονδίνο: HMSO, 1989) παρ. 171–174, σς. 30–31.
[11] Πρακτικά της Έρευνας Τέιλορ, Μάιος-Ιούνιος 1989, Ημέρα 8: 112-113.
[12][12] Rt Hon. Lord Justice Taylor, The Hillsborough Stadium Disaster: 15 April 1989, Interim Report, Cmnd.765, (Λονδίνο: HMSO, 1989) σ. 1.
[13]Ό.π., σ. 50.
[14]Ό.π.
[15] Lord Keith of Kinkel, Copoc (AP) and Others v. Wright; Alcock (AP) and Others v. Wright, House of Lords Judgment, 28 Νοεμβρίου 1991.
[16] R.v.H.M.Coroner for South Yorkshire ex parte Stringer and Others, Divisional Court Judgment, 5 Νοεμβρίου 1993.
[17] Hansard, 26 Οκτωβρίου 1994: col. 981.
[18] Επιστολή του Αρχηγού της Υπηρεσίας Αστυνομικών Παραπόνων στον Αρχηγό της Αστυνομίας, 30 Αυγούστου 1990. Βρίσκεταιστηνκατοχήτουσυγγραφέα.
[19] Inquest transcripts, Ημέρα 75, 21 Μαρτίου 1991: 63. Disaster Research Archive, Centre for Studies in Crime and Social Justice, Edge Hill, Ormskirk.
[20] Inquest transcripts, Ημέρα 78, 26 Μαρτίου 1991: 31. Disaster Research Archive, Centre for Studies in Crime and Social Justice, Edge Hill, Ormskirk.
[21] P. Scraton, A. Jemphrey και S. Coleman, No Last Rights: The Denial of Justice and the Promotion of Myth in the Aftermath of the Hillsborough Disaster (Λίβερπουλ: LCC/Alden Press, 1995).
[22] Guardian, 1 Ιουλίου 1997.
[23] Hansard, 18 Φεβρουαρίου 1998: cols 1085–1097.
[24] Αλληλογραφία μεταξύ Πίτερ Μέτκαλφ (Peter Metcalf), συνεργάτη του δικηγορικού γραφείου Hammond Suddards Solicitors με τον Αρχηγό της Διοικητικής Υπηρεσίας της Αστυνομίας του Νότιου Γιόρκσιρ, 15 Μαΐου 1989. Βρίσκεται στην κατοχή του συγγραφέα.
[25] ScrutinyTranscript, 1 Δεκεμβρίου 1997. Στην κατοχή του συγγραφέα.
[26] ScrutinyTranscript, 24 Οκτωβρίου 1997. Στην κατοχή του συγγραφέα.
[27] Rt Hon. Lord Justice Stuart-Smith, Scrutiny of Evidence Relating to the Hillsborough Football Stadium Disaster, Cmnd. 3878 (Λονδίνο: HMSO, 1998), σ.80.
[28]Βλ. P. Scraton, «From Deceit to Disclosure: The Politics of Official Inquiries in the United Kingdom», στο G. Gilligan και J. Pratt (επιμ.), Crime, Truth and Justice: Official Inquiry, Discourse, Knowledge (Κάλομπτον: Willan Publishing, 2004), σσ.46–70.
humbazine.gr