Πάντως (όχι ο Τάσος), με τ καθυστέρηση, έχει ξεθυμάνει αρκετά το πράμα. Πρέπ να τόχουν πάρει απόφαση και σιακάτ, ότι το παιχνίδι π χάσαν στο χορτάρι ...ΤΟ ΧΑΣΑΝ.
Ο Τσάτσος στήθηκε στον τοίχο και πυροβολείται αναδρομικώς ανελέητα, από φίλους και εχθρούς.
Πώς λέμε, "σου τάχα μαζεμένα";
Κάπως έτσι.
Και βγήκαν πολλά στη φόρα.
Στην ουσία, δεν εξετάζουν το θέμα "Ζωζιμάδες - Πας", αλλά όσα κατέβασε το ποτάμι της ένστασης και της υπόμνησης.
Μετά, ξεσπάθωσαν όλοι και γέμισαν τα τραπέζια με φακέλους.
Τέλος πάντων, όποια γνώμη και να έχεις για τον Πιλάδιο, δεν την εκφράζεις με συκοφαντικές μπαλωθιές.
Είπαν να τον φοβερίσουν λιγάκι.
Ο Πιλάδιος όμως, είναι ο Πιλάδιος, πώς να το κάνουμε.
Υπολόγιζαν και στους Κεφαλονταήδες τους πολιτικούς.
Αλλά η Κρέτια πολιτική οικογενειοκρατία, είναι απασχολημένη με και άλλα τεστάκια, καιρό τώρα.
Κάτι σαν ... με αναστολή.
Κι ο Τσάτσος σίγουρος για τις μπουγάδες του, συνέχιζε το "νταϊλικ και ντε λα πολιτίκ φαγοποτίκ" με παλιές τακτικές και δεν πήρε στα σοβαρά την είδηση ότι, οι Μούρες άλλαξαν.
Κατά τη συνεδρίαση της Π.Ε. λοιπόν και
"κατά τσ τεσσεράμσι με πέντε παρατέταρτο", :
«Δημιουργήθηκε τότε μεγάλη ταραχή.
Όσοι δε συμμετείχαν στη συνωμοσία τραβήχτηκαν προς τα πίσω, ριγώντας με όλο τους το κορμί, μην τολμώντας να υπερασπιστούν τον Καίσαρα, ούτε να φύγουν, ούτε να προφέρουν έστω και μία μόνο λέξη.
Αυτή η στιγμή δισταγμού ήταν γρήγορη σαν τη σκέψη, γιατί όλοι οι συνωμότες τράβηξαν τα σπαθιά τους και περικύκλωσαν τον Καίσαρα με τέτοιο τρόπο, ώστε εκείνος, σε όποια πλευρά κι αν στράφηκε, δεν είδε και δεν ένιωσε πάνω του παρά το σίδερο.
Αλλά, χωρίς να αφήσει το μαχαίρι του Κάσκα, πάλευε ανάμεσα σε όλα αυτά τα οπλισμένα χέρια, που το καθένα τους ήθελε να πάρει μέρος στο φονικό και να γευτεί, ας πούμε, το αίμα του, όταν ξαφνικά μεταξύ των φονιάδων του αναγνώρισε τον Βρούτο και ένιωσε ότι εκείνος που αποκαλούσε γιο του. τον χτυπούσε στο βουβώνα με το μαχαίρι του.
»Τότε άφησε το σπαθί του Κάσκα και, χωρίς άλλη διαμαρτυρία εκτός από τούτες τις λέξεις: Tu quoque, mi fili (κι εσύ, γιε μου!), χωρίς να προσπαθήσει να αμυνθεί περισσότερο, σκέπασε το κεφάλι του με το μανδύα του και εγκατέλειψε το σώμα του στα σπαθιά και στα μαχαίρια».(περιγραφή)
ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΑΣ – DOYMAS