Νταντά: Το Θαύμα της θέλησης
Η Ολλανδία έχει τον Κρόιφ, η Βραζιλία έχει τον Νταντά Μαραβίγια [=Θαύμα]. Για να εξηγούμαστε: δε μιλάμε για ποδοσφαιρικό ταλέντο και χάρη, διότι αυτά, όσο τα είχε σε αφθονία ο αέρινος Γιόχαν, τόσο έλειπαν από τον πεισματάρη Βραζιλιάνο· εκείνο όμως που τους ενώνει είναι οι εύστοχες ή, εν πάση περιπτώσει, οι διασκεδαστικές ατάκες και μια κάποια, χμ, ακλόνητη πίστη στις δυνατότητές τους.
Ο Νταντά -πλήρες όνομα Ντάριο Ζοζέ ντος Σάντος, εναλλακτικό παρατσούκλι «το Κολιμπρί»- μάς άφησε για παράδειγμα μια φράση που συνοψίζει την απίστευτη καριέρα του: «Δυο πράγματα δεν ξέρει να κάνει ο Νταντά: να παίζει μπάλα και να μη βάζει γκολ». Κι αν κάποιος μείνει με την απορία αν κατάλαβε σωστά αυτή την κάπως περίπλοκη φράση, υπάρχει και η εξήγηση: «Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να σκοράρω που δεν είχα χρόνο να μάθω ποδόσφαιρο».
Ακολουθεί η ιστορία ενός από τα μεγαλύτερα λαϊκά είδωλα μιας χώρας που γνωρίζει από μπάλα, ενός παγκόσμιου πρωταθλητή που σκόραρε γύρω στα χίλια γκολ κάνοντας κοντρόλ με το πηγούνι ή με το καλάμι. Του συνέβησαν και τα δύο στην πρώτη επαφή του με την μπάλα σε ένα φιλικό της Ατλέτικο Μινέιρο με τη Σοβιετική Ένωση. με αποτέλεσμα οι θεατές να πιάνουν την κοιλιά τους από τα γέλια· αμέσως μετά έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα, να σκοράρει και μάλιστα δυο φορές: Ντάριο-Ε.Σ.Σ.Δ. 2-1. Όταν βγήκε αλλαγή λόγω τραυματισμού, όλο το γήπεδο τον αποθέωνε. Όπως έλεγε: «Δεν υπάρχουν άσχημα γκολ, άσχημο είναι να μη βάζεις γκολ».
Ο Νταντά, πριν επιδοθεί στην αισθητική φιλοσοφία, υπήρξε ένα πολύ δυστυχισμένο παιδάκι κι ένας απελπισμένος έφηβος. Πέντε χρονών, είδε τη σχιζοφρενή μάνα του να λούζεται με βενζίνη και να πέφτει στη φωτιά· προσπάθησε να τη σώσει αλλά δεν τα κατάφερε. Ο πάμφτωχος πατέρας του τον βάζει, μαζί με τα δυο του αδέλφια, σε ορφανοτροφείο. Ο μελλοντικός δαιμόνιος σκόρερ τα βγάζει πέρα δουλεύοντας λούστρος ή κάνοντας μικροκλοπές. Από το ορφανοτροφείο περνάει στο αναμορφωτήριο και από κει στις ένοπλες ληστείες στους δρόμους του Ρίο ντε Τζανέιρο. Μια νύχτα, ένα από τα υποψήφια θύματά του, βγάζει πιστόλι. Ο Ντάριο τη γλτώνει αλλά ο φίλος και σύντροφός του στο έγκλημα ξεψυχά στα χέρια του. Αποφασίζει ότι πρέπει πια να μπει στον ίσιο δρόμο. Τη νύχτα θα δει στον ύπνο του τη μαμά του να τον διαβεβαιώνει ότι όλα θα πάνε καλά αν βρει έναν τίμιο τρόπο να βγάζει το ψωμί του. Την άλλη μέρα, απένταρος και πεινασμένος, θα υποκύψει ξανά στον πειρασμό και θα ληστέψει δυο περαστικές. Επιστροφή στο αναμορφωτήριο. «Μου άρεσε να κάνω το κακό, να βλέπω τους άλλους να υποφέρουν όπως εγώ». Απόπειρα αυτοκτονίας, αποτυχημένη κι αυτή όπως μοιάζει να είναι η ζωή του, κι ας είναι μόλις 16 χρονών.
Με ποιο επάγγελμα μπορεί να ασχοληθεί ένας δεκαεξάρης που το μόνο που έμαθε είναι να τρέχει γρήγορα για να ξεφύγει από την αστυνομία και να πηδάει ψηλά για να μπουκάρει από τα ανοιχτά παράθυρα; Αποφασίζει να δοκιμάσει να παίξει ποδόσφαιρο, στην ίδια ηλικία πάνω κάτω που ο συμπατριώτης του Πελέ κέρδιζε ήδη το πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο. Πώς του ήρθε η ιδέα; Άκουσε στο ραδιόφωνο πόσα κερδίζουν οι ποδοσφαιριστές. «Έκανα την τελευταία μου κλοπή για να αγοράσω μια μπάλα, έπαιζα τόσο χάλια που οι άλλοι με δέχονταν μόνο αν έφερνα τη δική μου». Ακόμη κι έτσι, δε γλιτώνει την καζούρα. Ο φοβεροί και τρομεροί αδερφοί Αντούνιες, σταρ της αλάνας και μελλοντικοί επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, διασκεδάζουν βάζοντάς τον να μαρκάρει το μικρό τους αδερφάκι, τον εννιάχρονο Αρτούρ -που θα γίνει γνωστότερος μεγαλώνοντας ως Λευκός Πελέ ή Ζίκο. Δεν τα καταφέρνει ούτε με το πιτσιρίκι αλλά παίρνει μια σημαντική απόφαση: αλλάζει θέση κι από αμυντικός περνάει στο κέντρο της επίθεσης. Τέλος τα αναιδή παιδάκια, τα μαρκαρίσματα, οι ντρίπλες, ζήτω η μοναξιά της μικρής περιοχής: το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να σπρώχνει την μπάλα στο τέρμα. «Δε φοβάμαι τίποτε, απλώς σουτάρω κι ας πετύχω τον διαιτητή ή τις διαφημιστικές πινακίδες. Μετά περιμένω να ξαναπάρω την μπάλα. Οι συμπαίκτες μου δεν έχουν παρά να μου τη δώσουν και μετά να έρθουν να πανηγυρίσουμε το γκολ». Εξάλλου, θα αναπτύξει και μια θεωρία: «Στο γήπεδο υπάρχουν εννιά θέσεις και δυο επαγγέλματα: τερματοφύλακας και σέντερ φορ».
Η αρχή στη νέα του θέση είναι εξίσου δύσκολη, βέβαια. «Παιδί μου, δεν κάνεις για την μπάλα, ψάξε καμιά κανονική δουλειά»: μιλάει ο Ζεντίλ Καρντόζο, ο σπουδαίος προπονητής που ανέδειξε τον Γκαρίντσα, και το «παιδί» στο οποίο απευθύνεται είναι ο κρεμανταλάς που παρουσιάστηκε να δοκιμαστεί στην Ατλέτικο Κάμπο Γκράντε, μια ομάδα του Ρίο. Ο ίδιος ο Νταντά, με την απελπισία και την αποφασιστικότητα που δίνει η πείνα, δεν καταλαβαίνει από τέτοια μικρο-εμπόδια. Ήταν ο καλύτερος επιθετικός της ομάδας του κοιτώνα 22 στο αναμορφωτήριο, γιατί να μην τα καταφέρει και σε μια κανονική ομάδα; Εντάξει, γκρέμιζε όποιον εμφανιζόταν μπροστά του και σκόραρε κυρίως με μύτους αλλά σημασία έχει η θέληση. Και δυο δεξιότητες που θα καλλιεργήσει ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, η ασυναγώνιστη ταχύτητά του και η μοναδική του ικανότητα να στέκεται θαρρείς στον αέρα για να πιάσει κεφαλιά. «Τρία πράγματα στέκονται ακίνητα στον αέρα: το κολιμπρί, το ελικόπτερο κι ο Νταντά» –σύμφωνα με τον ποιητή Σωτήρη Κακίση, πρέπει να προσθέσουμε τον Μίμη Παπαϊωάννου, τον Νίκο Γκάλη και τον Τζούλιους Έρβινγκ, αλλά αυτά θα γίνουν αργότερα.
Ο Νταντά συνεχίζει τις προσπάθειες, αγνοώντας τις δυσκολίες και τον χλευασμό: δουλεύει εργάτης και βάζει για πρώτη φορά ποδοσφαιρικά παπούτσια στα πόδια του στα 19. Κάποια στιγμή θα τον εκτιμήσει επιτέλους η Κάμπο Γκράντε και ο νέος της προπονητής, ο Γκραντίμ, που παρατηρεί μεν το οφθαλμοφανές, έναν εντυπωσιακά άτεχνο ποδοσφαιριστή σε μια χώρα όπου τέτοιοι σπανίζουν, αλλά και κάτι άλλο: ο Ντάριο είναι φαρμάκι μπροστά στο τέρμα. Του κάνει ένα τρίμηνο (!) συμβόλαιο: «Στο υπόσχομαι, αν έχω να φάω, θα βάζω συνέχεια γκολ». Σε μια σεζόν, κατά την οποία, προφανώς, το φαγητό δεν έλειπε πια από το τραπέζι του, ο Ντάριο καταφέρνει να πραγματοποιήσει το όνειρό του: πείθει όλον τον κόσμο ότι μπορεί να παίξει επαγγελματικό ποδόσφαιρο και μάλιστα αξιώσεων. Μετά από ένα ματς με τη Βάσκο ντα Γκάμα, ο Ζεντίλ Καρντόζο -τον θυμάστε; αυτός που λίγα χρόνια πριν είχε πει «δεν μπορεί το παλικάρι»- προβλέπει με μεγάλη επιτυχία το μέλλον: «Έκανα μια φορά λάθος, δεν θα κάνω δεύτερη: θα γίνεις ένας από τους μεγαλύτερους Βραζιλιάνους γκολτζήδες».
Την επόμενη χρονιά, το 1969, ο Μαραβίγια παίρνει μεταγραφή για την Ατλέτικο Μινέιρο. Στο Μπέλο Οριζόντε θα νιώσει για πρώτη φορά ότι τον αγαπούν, αν και χρειάστηκε να περάσει λίγος καιρός· ο προπονητής του, ο απαιτητικός Ντοριβάλ Γιούστριχ Κνίπελ, τον εμπιστεύεται, τον βάζει να προπονείται σκληρά -διακόσια σουτ και άλλες τόσες κεφαλιές από τις 6 το πρωί κι αμέσως μετά κανονική προπόνηση με την υπόλοιπη ομάδα- και οι οπαδοί τον λατρεύουν. Βοηθούν σε αυτό τα 29 γκολ που θα πετύχει στο πρωτάθλημα της ομόσπονδης πολιτείας Μίνας Ζεράις και τα 61 συνολικά της σεζόν. Θα βγει πρώτος σκόρερ, όπως θα ξαναβγεί πολλές φορές στη ζωή του -έντεκα συνολικά, τις τρεις από αυτές στο εθνικό πρωτάθλημα.
Με την Ατλέτικο Μινέιρο και προπονητή τον Τέλε Σαντάνα θα παίξει το 1971 στο ιστορικό, πρώτο εθνικό πρωτάθλημα Βραζιλίας. Ο μεγάλος προπονητής πίστεψε σ΄αυτόν, κι αυτό φανερώνει πολλά: «Πολλοί σφάλλουν σχετικά με την αξία του Ντάριο αλλά είναι πολύτιμος. Όταν ήρθε στη Μινέιρο δεν ήξερε να κάνει κοντρόλ ή να δώσει μια σωστή πάσα αλλά οι τοποθετήσεις του ήταν πάντα τέλειες και διευκόλυνε αφάνταστα τους συμπαίκτες του. Και φυσικά, παραμένει άφθαστος στο ψηλό παιχνίδι».
Τέλε Σαντάνα και Ντάριο Μαραβίγια
Η Ατλέτικο, αφού αποκλείσει όσα φαβορί βρέθηκαν στον δρόμο της, μεταξύ άλλων την συμπολίτισσα Κρουζέιρο με δυο γκολ του Ντάριο, αντιμετωπίζει στον τελικό την Μποταφόγκο του Ζαϊρζίνιο. Οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων του Ρίο τον προκαλούν. Κακή ιδέα, η καριέρα του Μαραβίγια μπορεί να συνοψιστεί σε ένα σχήμα δράσης-αντίδρασης: ειρωνείες, κοροϊδίες, προκλήσεις στις οποίες το Θαύμα απαντάει, ακόμη πιο πεισμωμένος, με γκολ. Και με δηλώσεις: «Είπαν για μένα ότι σκοράρω μόνο στο Μινεϊράο. Ο Νταντά δεν σκοράρει μόνο εκεί που δεν υπάρχει οξυγόνο» -ο άνθρωπος μόλις έχει κατακτήσει τη Σελήνη. Στο Μαρακανά κάνει το τελικό 1-0 με μια διαστημική κεφαλιά. Η Αθάνατη Ομάδα της Ατλέτικο Μινέιρο αναδεικνύεται πρωταθλήτρια Βραζιλίας. «Το χρωστούσα στους οπαδούς μας· πολλοί ήρθαν με άλογα μέχρι το Ρίο».
Είναι πολύ δύσκολο, ως γνωστόν, να είμαστε σίγουροι για οτιδήποτε σχετικά με τα βραζιλιάνικα αστρονομικά ρεκόρ σκοραρίσματος αλλά πιθανότατα ο Νταντά έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι περισσότερα γκολ από αυτόν έχουν βάλει μόνο ο Πελέ κι ο Ρομάριο -σύμφωνα με άλλες πηγές, πρέπει να προσθέσουμε και τον μυθικό Αρτούρ Φρίντενραϊχ. Για τον αριθμό τους, 926 εκ των οποίων 499 με κεφαλιά, δεν παίρνουμε όρκο αλλά ο Μαραβίγια ίσως έχει κάποιο δίκιο στο εξής: «Αν υπολογίζαμε μόνο τα γκολ με το καλάμι, θα ήμουν αδιαμφισβήτητα πρώτος». Κατέχει πάντως σίγουρα ένα ρεκόρ, αυτό των περισσότερων γκολ σε ένα ματς: δέκα σε μια αναμέτρηση του περναμπουκάνο. Φοράει τη φανέλα της Σπορτ Ρεσίφε, το αθώο θύμα είναι η Σάντο Αμάρο και το προηγούμενο ρεκόρ με οχτώ γκολ το κατείχε ο Πελέ -που του έστειλε, λέει, συγχαρητήριο τηλεγράφημα. Από ένα σημείο κι έπειτα βάφτιζε τα γκολ του, ώστε να τα θυμάται ένα-ένα, «σα να ήταν παιδιά μου». Έτσι υπήρξαν τέσσερα γκολ Σελήνη, σε ένα ματς που έπαιξε ενώ η υφήλιος παρακολουθούσε τα κατορθώματα της αποστολής Απόλλο 11, ένα γκολ Ανεξαρτησία, τη μέρα που η Βραζιλία γιόρταζε τα 150 χρόνια της, ένα γκολ Ζεμπού -ένα βοοειδές με εντυπωσιακά οπίσθια- που το έβαλε με το αντίστοιχο σημείο του σώματός του, ένα γκολ Τραβόλτα το 1977, όταν βγήκε ο Πυρετός το Σαββατόβραδο, ένα γκολ Γηροκομείο, όταν αμφισβήτησαν την ικανότητα του να παίζει ακόμη κι όταν πλησίαζε τα 40 κλπ.
Γενικά, τη δεκαετία του 1970 και ένα μεγάλο μέρος της επόμενης, ο Ντάριο θα γυρίσει τη Βραζιλία κερδίζοντας τίτλους και βάζοντας γκολ. Θα κερδίσει ένα εθνικό πρωτάθλημα με την Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε το 1976 -θα σκοράρει φυσικά στον τελικό απέναντι στην Κορίνθιανς- και πολλά ομοσπονδιακά πρωταθλήματα: θα ξαναγυρίσει στην Ατλέτικο για ένα ακόμη πρωτάθλημα της Μίνας Ζεράις το 1978, θα κερδίσει το πρωτάθλημα του Ρίο (1973), του Περναμπούκο (1975), της Μπαΐα (1981), της Γκοϊάς (1983), της Αμαζόνας (1984).
Πριν απ΄όλα αυτά, η μοίρα επιφυλάσσει στο χαμίνι του Ρίο έναν ακόμη, κάπως γλυκόπικρο θρίαμβο.
1969: η Σελεσάο με τον Πελέ, τον Τοστάο, τον Γκέρσον τον Ζαϊρζίνιο κλπ., δηλαδή με μια από τις ωραιότερες ομάδες που εμφανίστηκαν στον πλανήτη, προετοιμάζεται για το Μουντιάλ του 1970 στο οποίο έχει προκριθεί πετυχαίνοντας μόνο νίκες στα προκριματικά. Παίζει ένα φιλικό με την Ατλέτικο στο κατάμεστο Μινεϊράο. Θα χάσει 2-1. Εννοείται πως ο Ντάριο βάζει το νικητήριο γκολ. Τη μαγική χρονιά 1969, ο Ντάριο βρίσκεται στην κορυφή του κόσμου.
Λαϊκό αίτημα: να κληθεί στην Εθνική το Θαύμα, γνώμη που συμμερίζεται κι ο πρόεδρος της χώρας, ο δικτάτορας στρατηγός Εμίλιο Μέντισι. Ο προπονητής, Ζοάο Σαλντάνια, παρατσούκλι «ο Ατρόμητος», δε συμφωνεί: «Εγώ δε διαλέγω τους υπουργούς του, να με αφήσει να διαλέξω τους παίκτες μου!». Λίγο που ο Σαλντάνια είναι κομμουνιστής, λίγο που αρνείται να σφίξει το χέρι του δικτάτορα σε μια επίσημη εκδήλωση, λίγο το χατήρι του Νταντά, ο άνθρωπος που αναμόρφωσε την Εθνική Βραζιλίας μετά το φιάσκο του 1966, απολύεται λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο και την θέση του παίρνει ο τυχερός Μάριο Ζαγκάλο. Ο πραγματιστής Ζαγκάλο δεν έχει πρόβλημα να καλέσει τον Ντάριο στην Εθνική ή να τον χρησιμοποιήσει σε ένα φιλικό με την Αυστρία· να τον βάλει να παίξει σε επίσημο ματς ή ακόμη και να καθίσει στον πάγκο θα αποδειχτεί πολύ δυσκολότερο. Στο Μεξικό, ο Νταντά θα παρακολουθήσει την πορεία προς τον τίτλο της Βραζιλίας ως προνομιούχος θεατής. Λίγο πριν τον τελικό, ανακοινώνει στα αποδυτήρια ότι είδε στο όνειρό του πως θα κερδίσουν με τρία δικά του γκολ. Γνωρίζουμε ότι όνειρά του δεν βγαίνουν πάντα. Δε θα παίξει ούτε στον τελικό αλλά θα κερδίσει κι αυτόν τον τίτλο, του παγκόσμιου πρωταθλητή. «Φίλε μου, είσαι φαινόμενο. Δεν ξέρεις να κάνεις κοντρόλ, μια σωστή πάσα, μια σέντρα, εν ολίγοις δεν ξέρεις μπάλα, κι όμως βρίσκεσαι εδώ, ανάμεσά μας. Σου βγάζω το καπέλο!»: σαρκάζει ο Πελέ, που δεν χρωστά καλή κουβέντα σε κανέναν -γι΄αυτό και δεν πιστεύω την ιστορία με το τηλεγράφημα- μόνο που ο Νταντά δεν καταλαβαίνει τίποτε: τα έχει ήδη πει όλα μόνος του και πολύ καλύτερα.
Ποιο να ήταν άραγε το μυστικό αυτής της περίεργης καριέρας; Η θέληση, ναι, η αλτικότητα, επίσης, η καλή αθλητική ζωή, ο αυτοσαρκασμός οπωσδήποτε. Ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος έχει μια ακόμη θεωρία. Ο Ντάριο, λοιπόν, πριν από κάθε ματς, συχνά και στο ημίχρονο, έκανε σεξ, κι αν δεν βόλευε να βρει αμέσως μια παρτενέρ, το έκανε μόνος του, στο ντους: «Μετά αισθανόμουν ανάλαφρος».
Το διάστημα, που τόσο γοήτευε τον Ντάριο, του κατέστρεψε, πάλι σύμφωνα με τον ίδιο, και τη ζωή. Μια νύχτα του 1981, στην Μπαΐα, ένας ιπτάμενος δίσκος στάθηκε πάνω από τον κήπο του. «Έκατσε τρία λεπτά. Μετά όλα άλλαξαν. Με χώρισε η γυναίκα μου μετά από 26 χρόνια ανέφελης ευτυχίας, καταστράφηκα οικονομικά… Ελπίζω να ξανάρθει για να μου δώσει πίσω όσα μου πήρε» -προφανώς, αυτό έγινε, καθώς, όπως είδαμε παραπάνω, στη συνέχεια κέρδισε μερικούς ακόμη τίτλους, έβαλε άφθονα γκολ και σήμερα, ακμαίος και πολύ αγαπητός, ζει στο Μπέλο Οριζόντε και σχολιάζει συχνά τα ματς της Σελεσάο.
Ο Ντάριο Μαραβίγια, όπως ο τρίτος αστροναύτης του Απόλλο 11, δεν πάτησε ποτέ στη Σελήνη ή στο χορτάρι του γηπέδου Αζτέκα στον τελικό του 1970. Αλλά έτσι κι αλλιώς, όπως είπε ο μεγάλος Βραζιλιάνος συγγραφέας και αρρωστάκι της Ατλέτικο Μινέιρο Ρομπέρτο Ντρουμόντ: «Υποθέτω πως ο Θεός μάς έστειλε τον Νταντά, σαν άγγελο με ποδοσφαιρικά παπούτσια, για να μας χαρίσει την ευτυχία. Ο Μαραβίγια ήταν από άλλο πλανήτη».
sombrero.gr