Η φωνή του στο τηλέφωνο είχ’ ένα τόνο πικρής απογοήτευσης.
«Στο 6-3[1] έκλεισα το ραδιόφωνο, δεν άντεξ’ άλλο». Ένοιωσα το τρεμάμενο χέρι του να σφίγγει μ’ ολοφάνερη νευρικότητα τ’ ακουστικό και χάθηκα μες στην ομίχλη του καπνού που βγήκε σπασμωδικά απ’ τα στήθη του.
«Όλα παίζονται στον τελευταίο αγώνα με το Όμπερχαουζεν. Πρέπει να νικήσουμε οπωσδήποτε...» είπε χωρίς να πολυπιστεύει στα λόγια του «...αλλιώς πέφτουμε στη τρίτη!» Το ρίγος του μεταδόθηκε μες απ’ το καλώδιο στη ραχοκοκαλιά μου. Οι σκέψεις μας συντονίστηκαν μονομιάς λες κι ακούγαμε το «Επέσατε θύματα».
«Αύριο πρωί πάω για εισιτήρια...» ψέλλισε κάνοντας μια αόριστη παύση σα να περίμενε κάποια αντίδραση από μέρους μου. Δίχως να το πολυσκεφτώ του πέταξα σχεδόν αυθόρμητα:
«Πάρε και για μένα!» με μια αποφασιστικότητα που με ξάφνιασε. «Πιστεύω μόνο να μη βρέχει» πρόσθεσα έχοντας στο μυαλό μου την εικόνα του μετεωρολογοκού χάρτη των επομένων ημερών. Του τσάκισα μονομιάς το αίσθημα συμπάθειας που είχ’ αρχίσει να του δημιουργώ. Η κυνική μου παρατήρηση μπρος στο τεράστιο διαγραφόμενο δράμα της ομάδας του, αντήχησε σαν φάλτσο βιολί σε κλασσικό κονσέρτο.
«Να φορέσεις αδιάβροχο! Είσαι κι εσύ ένας ρε παιδάκι μου. Εκεί θα κολλήσουμε τώρα;» Η ένταση των τελευταίων του λέξεων πνιγμένη σ’ ένα χείμαρρο θυμού κι αγανάκτησης με τύλιξε σ’ ένα πέπλο μελαγχολίας, ανεβάζοντας ταυτόχρονα την έκκριση αδρεναλίνης στο έτσι κι αλλιώς στραπατσαρισμένο νευρικό του σύστημα. Πριν προφθάσω να του πω κάτι με «στόλισε» με καναδυό κοσμητικά που του κατέβηκαν τελείως αβίαστα στο κεφάλι και πρόσθεσε σε τόνο διαταγής:
«Την Παρασκευή στις έξι, έξ’ απ’ το φούρνο στη στάση Feldstraße! Έχουμε να πούμε τίποτ’ άλλο εμείς οι δύο; A toute à l’ heure». Το κλικ απ’ την άλλη άκρη της γραμμής κατάπιε λαίμαργα το αργοπορημένο μου «γειά».
Με τον Klaus πρωτοσυναντηθήκαμε γύρω στο ‘91 σε μια μπυραρία και για μια οκταετία ζήτημα να είχαμε βρεθεί όλο κι όλο 10-15 φορές, κι αυτό κατά τύχη. Τότε λεγόταν Νίκος, αφού σαν Έλλην υπήκοος είχε, ή μάλλον δεν είχε ελληνικό διαβατήριο, λόγω μιας «μικρής» διαφωνίας του με την μαμά πατρίδα στο επίμαχο θέμα της στράτευσης. Η «μετωνυμία» του σε Klaus (απ’ το Νikolaus - Κlaus) συμβαδίζει με την προθυμία των εδώ αρχών να τον προμηθεύσουν, παρ’ ότι δεν τυγχάνει μπαλλαδόρος, με το πολύτιμο έγγραφο σε γερμανική έκδοση, κατατάσσοντάς τον επίσημα πλέον στις τάξεις τους. Παρά τις εντατικές προσπάθειές μου να τον πλησιάσω, η στάση του απέναντί μου παρέμενε χαλαρή έως επιφυλακτική μια κι εκείνο τον καιρό είχε άλλους μπελάδες στο κεφάλι του. Κυνηγημένος απ’ τη μάστιγα της ανεργίας είχε αφιερωθεί αποκλειστικά, αφ’ ενός στην ανατροφή του γιου του, αφ’ ετέρου την φυσικά, πράγμα που τότε αγνοούσα παντελώς, στην υποστήριξη της ομάδας του. Κάτι ψευτομαθήματα Γερμανικών από δω, κανένα αρθράκι στην πολιτιστικές σελίδες της taz[2] από κει, έφταναν για να την βγάζει τσίμα τσίμα και το σπουδαιότερο, του εξασφάλιζαν την είσοδο στον χώρο που του επέτρεπε να συμπάσχει με το αγαπημένο του FC St. Pauli και το μόνιμο αγώνα του για επιβίωση. Απ’ αυτή την καταθλιπτική μιζέρια τον γλίτωσαν τρια σημαντικά γεγονότα που στάθηκαν πολύ καθοριστικά για την μετέπειτα εξέλιξη τόσο της κατάστασής του, όσο και της επαφής μας που ξαφνικά πήρε διαστάσεις δεσμού! Το πρώτο ήταν ο γάμος του, που εκτός των άλλων ατού, έγινε κι αιτία να βρεθεί σ’ ένα διαμέρισμα «ένα περίπατο» απ’ την έδρα της ομάδας του. Το δεύτερο είχε σχέση με την αλλαγή επαγγελματικής κατεύθυνσης μετά από πολλή περίσκεψη και σκληρές εξετάσεις. Και το τελευταίο και πιο βασικό ήταν η απόφασή του, ύστερα από μακρά περίοδο ενδοιασμών, να γίνει τακτικό μέλος της ΠτΠ, πράγμα που αύξησε την συχνότητα επικοινωνίας του με τ’ άτομό μου. Στην αρχή, έχοντάς τον κατατάξει στους «κουλτουριάρηδες», δεν έκανα ούτε καν νύξη για το πάθος μου με τη στρογγυλή θεά, αποφεύγοντας σκόπιμα κάθε αναφορά στ’ αθλητικά μάλλον από ντροπή. Όταν όμως, εντελώς συμπτωματικά, ανακάλυψα τελικά ότι υποφέραμε κι οι δυο απ’ την ίδια αρρώστια, έγινε αυτό που λέμε: «κύλησε ο ντέτζερης και βρήκε το καπάκι». Μη με ρωτήσετε τώρα ποιος είν’ ο ντέτζερης και ποιος το καπάκι γιατί θα σας γελάσω. Σημασία έχει ότι από τότε εκπέμπουμε στο ίδιο μήκος κύματος, ζώντας στο δικό μας (ποδο)σφαιρικό κόσμο.
Την Παρασκευή μετά το μεσημεριανό διάλειμμα τού ’ριξα ένα τηλέφωνο για να σιγουρευτώ ότι δεν είχ’ αλλάξει τίποτα στο ρανταβού κι εκείνος μού εξομολογήθηκε ότι αισθανόταν άσχημα, γιατί πάνω στη γενική του σύγχυση είχε ξεχάσει ν’ αγοράσει εισιτήριο για κάποιο φίλο που του το είχε ζητήσει. Απ’ την άλλη εγώ είχα τύψεις γιατί εκείνο το βράδυ είχ’ αναγκαστεί να ματαιώσω την προπόνηση των μικρών, πράγμα ιερό, για να μη χάσω το ματς. Προς στιγμήν μου πέρασε απ’ το νου να παραιτηθώ απ’ την επιθυμία μου να πάω στο γήπεδο και να του προσφέρω το δικό μου. Άλλωστε, κάθε φορά που είχαμε παρακολουθήσει αγώνα παρέα, η ομάδα πήγαινε για φούντο, εξ ου και το παρατσούκλι μου: «ο γκαντέμης»! Σκέφτηκα ότι μια τέτοια θυσία ίσως εξευμένιζε τους θεούς που μπορεί να μας χάριζαν τη νίκη, αλλά σχεδόν αυτοστιγμής εγκατέλειψα την ίδεα. Τέτοια παιχνίδια γίνονται μια φορά στα 10 χρόνια κι όποιος είχε την ευκαιρία να είναι παρών και δεν το κάνει, είναι άξιος της τύχης του!
Για την ακρίβεια κάθε 7 χρόνια. Το ‘93 ο σύλλογος είχε βρεθεί πάλι στο ίδιο λούκι κι είχε σωθεί νικώντας το Αννόβερο 1-0 με γκολ του Λέο Μάνζι, του μοναδικού Βραζιλιάνου που είχε παίξει ως τότε με τα χρώματά του. Και μόνο το γεγονός ότι τότε είχα μάθει το αποτέλεσμα τυχαία στο δρόμο από ένα φίλαθλο που είχα ρωτήσει, μου ’χει μείνει σαν τραύμα. Απλά δεν ήμουν εκεί και δε μ’ έπαιρνε να χάσω μια δεύτερη ευκαιρία. Προσπάθησα ν’ αστειευτώ λέγοντάς του να μην ανησυχεί καθόλου, αφού ένας πρωήν τερματοφύλακας της ομάδας πρόβλεπε με δηλώσεις του στη ΜΟPO[3] άνετη νίκη με 2-1. Εκείνος μ’ αποπήρε υπενθυμίζοντάς του ότι τα νεύρα του δεν άντεχαν σε τέτοιες «μαλακίες», επανέλαβε τον τόπο και τον χρόνο της συνάντησης και μου το ’κλεισε με τον γνωστό απότομο τρόπο του. Κοίταξα το ακουστικό μ’ απορία παίρνοντας ταυτόχρονα αμυντική στάση λες και περίμενα η οργή του να βγει να με χαστουκίσει. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα χρόνο ν’ ασχοληθώ με τον αγώνα και τελείως αναπάντεχα ένοιωσα το γνωστό γαργάλημα στο στομάχι, όπως τότε στο σχολείο πριν από κάθε διαγώνισμα. Χωρίς να το καταλάβω έπιασα τον νου μου να ξεφεύγει απ’ τα στενά όρια της οθόνης που απορροφά το ένα τρίτο της μέρας μου, και να πλανιέται πάνω απ’ τις άδειες κερκίδες του Millerntor. Οι πρώτοι φανατικοί ήταν κιόλας εκεί περιμένοντας ν’ ανοίξουν οι θύρες, με μια μπύρα στο δεξί κι ένα καφετί κι άσπρο λάβαρο κάτω απ’ την αριστερή μασχάλη τους. Ένας περίεργος πυρετός με κυρίεψε. Το μάτι μου έπεσε πάνω στην γωνία του καντράν: 13:07. Έξι ώρες μέχρι την έναρξη. Ανατρίχιασα. Ήπια μια γουλιά τσάι και ξανάρχισα να χτυπώ με λύσσα το πληκτρολόγιο.
Κάθε πόλη μικρή ή μεγάλη, γνωστή ή άγνωστη, έχει τ’ αξιοθέατά της. Εκκλησίες, πάρκα, μουσεία, σταθμούς, αίθουσες μουσικής, δημαρχεία, κάθε λογής παλιά και καινούργια κτίρια και μνημεία. Σ’ όλ’ αυτά έρχομαι να προσθέσω άλλο ένα είδος που παρ’ ότι για πολλούς δεν αποτελεί ιδιαίτερη ατραξιόν, μαγνητίζει σε μόνιμη βάση από μερικές εκατοντάδες μέχρι κάμποσες χιλιάδες κόσμου κι αυτό σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Εννοώ βέβαια τους χώρους εκτόνωσης που κάθε Σαββατοκύριακο φιλοξενούν τα μαινόμενα πλήθη των οπαδών που πάνε να δούνε την ομάδα τους να παίζει. Συγγνώμη, να κερδίζει ήθελα να πω. Στα δεκατρία τόσα χρόνια που είχα στο Αμβούργο, ζήτημα να είχα πάει 5-6 φορές στο γήπεδο. Δηλαδή ούτε μια φορά στα δύο χρόνια, που είναι χαρακτηριστικό για την απάθειά μου προς αυτή την εκδήλωση. Στην αρχή μάλιστα αγνοούσα παντελώς ακόμα και την ύπαρξη της άλλης ομάδας της πόλης, του FC St. Pauli. Απ’ τις εφημερίδες και την τηλεόραση γνώριζα το μεγάλο σωμετείο του λιμανιού, τον HSV με τα τόσα πρωταθλήματα και κύπελλα ευρωπαϊκά και ντόπια. Σύλλογο με περγαμινές, ιστορία και παράδοση, αλλά πάντα υπό την επήρεια της υψηλής κοινωνίας μ’ άφθονο χρήμα κι «ακριβοπληρωμένες» επιτυχίες, το καμάρι του βορρά. Όταν λοιπόν τ’ ‘86 πρωτοεγκαταστάθηκα στο Αμβούργο και πληροφορήθηκα για το τοπικό ντέρμπυ στα πλαίσια του κυπέλλου, ο δείκτης προτίμησής μου έγειρε αυθόρμητα προς την μεριά του underdog απ’ την Zweite Bundesliga, που κέρδισε σταδιακά την συμπάθειά μου, άσχετα αν έχασε το ματς με 6-0, σκόρ που έκφραζε πλήρως την διαφορά δυναμικότητας των δύο ομάδων. Έκτοτε η καρδιά μου χτυπάει ανοιχτά για τον «φτωχό συγγενή» της πόλης και τον αέναο, άνισο αγώνα του να επιζήσει στο απάνθρωπο παιχνίδι του επαγγελματικού αθλητισμού, κόντρα στα μεγαθήρια απ’ το Μόναχο, το Βόλφσμπουρκ και το Λέβερκουζεν, που πίσω τους κρύβεται η απλόχερη υποστήριξη γνωστών μεγαλοσπονσόρων. Αν φανταστεί κανείς μάλιστα ότι τα τρία τελευταία χρόνια έχω για φόντο στο γραφείο μου απ’ τον 10ο όροφο την πανοραμική θέα του γηπέδου-αντίκα που δεσπόζει στη περιοχή του Kiez, καταλαβαίνετε ότι μου ’ναι αδύνατο να μένω αμέτοχος όταν κι η παραμικρή κίνηση υποπίπτει αμέσως στην αντίληψή μου. Όσο για την άλλη πλευρά που βλέπει προς τον Έλβα και τα «κόκκινα φώτα» της περίφημης Reeperbahn, μ’ αυτήν λέω ν’ ασχοληθώ σ’ άλλο βιβλίο... Βέβαια άλλο οπαδός κι άλλο «συμπαθός», κι η αφεντιά μου ανήκει αδιαφιλονίκητα στην δεύτερη κατηγορία. Την διαφορά ανάμεσα στις δύο ιδιότητες έμαθα σε ηλικία 20 χρονών από «φίλαθλο» του πρώτου είδους σ’ ένα επαρχιακό γήπεδο. Μου ’κανε δε τόση εντύπωση, που δεν πρόκειται να το ξεχάσω όσο θα ζω. Είχα την απερισκεψία ν’ αμφισβητήσω ένα πέναλτυ ύπερ της γηπεδούχου, προσποιούμενος τον αμερόληπτο και σε μια έξαρση θράσους και προκλητικότητας πρόβλεψα ότι ο παίχτης που το χτυπούσε θα το ’χανε! Για κακή μου τύχη όχι μόνο είχα δίκιο, αλλά είχα κάνει τις σκέψεις μου φωναχτά, πράγμα που ανάγκασε τον διπλανό μου να μου σφυρίξει στ’ αφτί ένα σύντομο, μα άκρως διδακτικό μάθημα περί οπαδισμού:
«Μούσια, εξαφανίσου απο δω χάμου πριν σου βγάλω τις τρίχες μία μία. Εμείς στο γήπεδο μια ομάδα βλέπουμε!».
Ανέβηκα δύο δύο τα σκαλιά που οδηγούν στη έξοδο του σταθμού. Μια μπόχα από φτηνό ζύθο μ’ έφερε στην είσοδο του προγηπεδικού ambiente που δεν σ’ αφήνει περιθώρια ν’ αναλωθείς σε λάθος σκέψεις. Ένοιωσα σαν τη μύγα μες στο γάλα αφού το μπλε μπουφάν μου δεν κόλλαγε ούτε κατά διάνοια στη μαύρη, δερμάτινη «θάλασσα» που απειλούσε να με πνίξει. Αναζητούσα με ταραχή τον «δικό» μου, όταν μια βαθιά φωνή με βορινή προφορά με πάγωσε στην κυριολεξία:
«Was machst du denn hier? -Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» Ήταν ο Marten, πρώην συμπαίχτης μου στο βόλλεϋ και σκληροπυρηνικός Ζανκτπαολίτης. Πριν προλάβω ν’ απαντήσω: «Καλά, τέτοιες μέρες, τέτοιες ώρες...» ή κάτι παρόμοιο, με γράπωσε τ’ αυστηρό βλέμμα του Klaus που έπεφτε μια πάνω μου και μια στο ρολόι του. Η πεντάλεπτη καθυστέρησή μου κάτω από τέτοιες συνθήκες ισοδυναμούσε μ’ έγκλημα! Δίχως να βγάλει κουβέντα μ’ έβαλε σε τροχιά προτείνοντας μου ένα μακρόστενο, πολύχρωμο χαρτονάκι. Έχω παρευρεθεί σε διάφορα γήπεδα, σ’ αγώνες περισσότερο ή λιγότερο κρίσιμους, όμως η ατμόσφαιρα του Millerntor είναι κάτι το απερίγραπτο! Θυμίζει κατι ανάμεσα σε μαγική μυσταγωγία και υπαίθριο πάρτυ που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά, η οποία καλό θα είναι ν’ αντέχει, διεγείροντας ταυτόχρονα και τις πέντε ανθρώπινες αισθήσεις. Το μάτι περιπλανιέται σαν τσιγγάνος στην πανδαισία των χρωμάτων και το «πνεύμα» των πάντα πρωτότυπων πανό. Τ’ αφτί αγαλλιά στην μπάσσα μελωδία των συνθημάτων, η μύτη παραδίνεται στην τσίκνα των γκριλλ και την «ύποπτη» μυρουδιά των «τσιγάρων», ενώ η γλώσσα αδημονεί να ξεδώσει στο γαργάλημα του ανθρακικού της μπύρας, μουδιασμένη απ’ το κάψιμο της μουστάρδας, μες στην οποία «κολυμπάει» το παχύ λουκάνικο. Κι οι τέσσερις, πλαισιωμένες απ’ τη αμεσότητα που επιβάλλει η στενότητα χώρου, κάνουν τους πόρους του σώματός σου να νοιώσουν θέλουν δε θέλουν το ανατρίχιασμα του μπροστινού σου. Δεν προξενέι περιέργεια το γεγονός, ότι αρκετοί απ’ τους θεατές που προσελκύει το κλίμα του γηπέδου, θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα «πελάτες» του συλλόγου με τα τρία γράμματα. Αυτό που εκπλήσσει ιδιαίτερα, είναι η πολιτισμένη και λίαν πολιτικοποιημένη συμπεριφορά των οπαδών της γηπεδούχου, που έχουν πολύ έξυπνα ανταλλάξει το επαναστατικό σφυροδρέπανο με την αναρχική νεκροκεφαλή. Ένα αισθησιακό όργιο μας γράπωσε καθώς προσπαθούσαμε να ενώσουμε την ανησυχία μας μ’ εκείνη του Jürgen και του Akki που είχαν ήδη καταλάβει τις θέσεις τους, τουτέστιν είχαν στηθεί, ψηλά στο κιγκλίδωμα που χωρίζει τους ορθίους απ’ τη «σκαλωσιά» που στεγάζει τ’ αριθμημένα απέναντι απ’ την εξέδρα των επισήμων. Η αυστηρή σιωπή με την οποία μας υποδέχτηκαν τα ’λεγε όλα. Σε στιγμές ζωής ή θανάτου το λόγια δυσκολεύονται να βρούν διέξοδο προς τα έξω. Η ένταση είχε φτάσει στο κατακόρυφο, καθώς μετά απ’ την παραδοσιακή ανακοίνωση των συνθέσεων, 20.000 υψωμένα χέρια σε μια ειλικρινή δήλωση αφοσίωσης, συντόνισαν το ψυχικό τους φόρτισμα στο πιο συγκλονιστικό «You’ll Never Walk Alone» που έχω ακούσει ή τραγουδήσει ποτέ στη ενδογηπεδική μου υπόσταση, έστω κι αν η γερμανική δυσκολία στην προφορά του «th» έκανε το «...with hope in your heart» ν’ ακούγεται: «...with soap in your heart». Το φυλλάδιο με τον κατακόκκινο τίτλο απ’ τη μία και το κείμενο απ’ την άλλη, ήταν δώρο της τοπικής εφημερίδας κι είχε μοιράσει στην είσοδο.
Στο χορτάρι το παιχνίδι εξελισσόταν στο συνηθισμένο άθλιο επίπεδο, με τη εξέδρα να σιγοντάρει ακόμη και στην παραμικρή ενέργεια που έφερνε τους λευκούς πάνω απ’ τη γραμμή της σέντρας. Καναδυό μικροευκαιρίες είχαν ανεβάσει το θερμόμετρο της αγωνίας μας, όταν ξαφνικά κάποιος παίχτης με γαλάζια στολή παίζοντας απλά το ένα-δύο, ανάγκασε τα δίχτυα της εστίας στ’ αριστερά μας να σπαρταρήσουν μ’ ένα ψυχρό πλασέ, που έκανε 20.000 καρδιές να παγώσουν. Γύρισα προς τη μεριά του Klaus και καθώς οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, κατάλαβα ότι ήταν έτοιμος να καταρρεύσει ακολουθώντας την ομάδα του στην ελεύθερη πτώση της. Πρόλαβα να δω το σφίξιμο των χειλιών, το γούρλωμα των ματιών και τ’ ανασήκωμα των ώμων του μ’ απορία, που ήταν σαν να ’βλεπα την αμηχανία μου σε καθρέφτη. Η εικόνα του χάθηκε πίσω από ’να αποπνικτικό γκρίζο σύννεφο που έβγαινε με μανία απ’ το στόμα του. Σ’ εκείνη την δύσκολη ώρα, είχε βρεί στην αναμμένη καύτρα του τσιγάρου του, τη ζεστασιά που εγώ αδυνατούσα να του πρόσφερω. Το σοκ δεν κράτησε παρά μόνο μερικά δευτερόλεπτα καθώς μια έκρηξη από ρυθμικές ιαχές έκανε τους παίχτες να ξυπνήσουν απ’ το τσούξιμο του «μαστιγίου» στις πλάτες τους. Βέβαια άλλο να θες, κι άλλο μα μη μπορείς γιατί σου ’χουν δεθεί τα πόδια απ’ το άγχος. Οι όμάδες είχα στο μεταξύ απ’ ώρα αλλάξει την κατεύθυνση των επιθέσεών τους και η κυρά-μπάλλα ούτε που το σκεφτόταν να κάνει την πολυπόθητη επίσκεψή της στο τέρμα των αντιπάλων, όταν ένας γδούπος στην οριζόντια μπάρα έκανε την αδρεναλίνη μας να χτυπήσει κόκκινο.
«Δε μπορώ άλλο, τα νεύρα μου!» ήταν τα πρώτα λόγια του Klaus απ’ το μεσημέρι στο τηλεφωνο, την ώρα που το πλατύ μεταλλικό μπουκαλάκι με το ουΐσκυ του Akki έκανε για τρίτη φορά τον γύρο της παρέας. Πήγα «πάσσο» κουνώντας δεξιά -αριστερά τα κλειστά μου βλέφαρα όπως και στις προηγούμενες δύο, ενώ την προσοχή μου τράβηξε ο λεπτοδείκτης του χρονομέτρου που έδειχνε παρά είκοσι. Στο άλλο ματς η Καρλσρούη έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει κρατώντας τους Κίκερς της Στουτγκάρδης σ’ ισοπαλία.
«Ένα φτωχό, ρε γαμώτο!» μουρμούρισε απεγνωσμένα ο διπλανός μου, ενώ απ’ τη μακριά μαύρη γραμμή του ρολογιού υπολειπόταν μια μόνο χαρακιά για να οριζοντιωθεί τελείως. Όλως περιέργως αντι να μου λυθούν τα γόνατα, ένοιωσα μέσα μου κάτι σαν ευφορία, λες και μια έκτη αίσθηση ήθελε να με προετοιμάσει ψυχολογικά για τη συνέχεια, παρ’ όλο που είδα το σέντερ μπακ της ομάδας σε μια πράξη απελπισίας κι απόγνωσης να σπρώχνει τη μπάλλα προς τα πίσω στον τερματοφύλακα.
«Παίζουνε με την υγεία μας!» ακούστηκε από κάπου, καθώς ένα κεφάλι έφερε το βαθύ γέμισμα του Κάρστεν Βέελμαν στο αριστερό του Ίβαν Κλάσνιτς στη γωνία της περιοχής. Ο χρόνος έμοιαζε να στέκεται τη στιγμή που μια σπίθα απ’ την φλόγα των ματιών μου πέρασε απέναντι στον Klaus που συνέλαβε αμέσως το μήνυμα. Ο Κροάτης επιθετικός έστρωσε την μπάλλα και με δυο κοφτές ντρίμπλες, την πρόλαβε πριν βγει άουτ και την έστειλε να περάσει σα κλωστή σε βελόνι, ανάμεσα απ’ το δοκάρι και τον εξερχόμενο γκολκήπερ παράλληλα προς το τέρμα. Η εγκυμονούσα «Χιονάτη» συνέχισε τον προκλητικό βραδινό της περίπατο δίπλα στην άσπρη γραμμή μένοντας εκνευριστικά αναποφάσιστη για το που θα κατέληγε. Η σύγκρουση ήταν μετωπική, καθώς το παπούτσι του Μάρκος Μαρίν οδηγημένο απ’ το αδιάψευστο ένστικτο ενός καθαρόαιμου νούμερο εννιά, της έφραξε απότομα τον δρόμο εξαναγκάζοντάς την να κάνει την επιλογή, που τίναξε 20.000 ζευγάρια ανοιχτές παλάμες στα ύψη, σ’ αναζήτηση του ουράνιου μυστηρίου που για πολλούς λέγεται Θεός. Στο σημείο αυτό η μνήμη μου παρουσιάζει κάποια κενά θαρρείς και μια παχιά υγρασία είχε θολώσει τις «κάμερες». Πολύ αμυδρά θυμάμαι τα μισάνοιχτα χείλη του Klaus να σχηματίζουν αργά μια τετρασύλλαβη λέξη, που μες στην ταραχή μου και το γενικό πανδαιμόνιο στάθηκε αδύνατο να «διαβάσω».
Ως εκ θαύματος το Pauli είχε γλιτώσει παρά τρίχα απ’ τα δόντια του υποβιβασμού. Η ειρωνεία της τύχης είχε διαλέξει τον τραγικό της ήρωα στο πρόσωπο ακριβώς του παίχτη, που λόγω μη ανανέωσης συμβολαίου, έπρεπε ν’ αποχαιρετίσει την ομάδα. Κι εκείνος συνειδητός κι ακέραιος, κάνοντας το καθήκον του σαν γνήσιος επαγγελματίας, της έκανε το καλύτερο δώρο στην τελευταία του εμφάνιση με τα χρώματά της. Το στερνό του γκολ ακριβώς με την εκπνοή του ματς σήμαινε την παραμονή της στην δεύτερη Κατηγορία. Για τις 20.000 που είχαν δώσει το «παρών» ήταν σίγουρα ένα αξέχαστο βράδυ μ’ έντονες συγκινήσεις κι αίσιο τέλος. Για μας τους δυο, απλά η αρχή μιας υπέροχης φιλίας στα κάγκελα...
http://euromnhmoneymata2004.blogspot.com/2008/05/blog-post_18.html