Εστουδιάντες ντε Λα Πλάτα: αμφισβήτηση και αντιφάσεις της εθνικής ταυτότητας στην Αργεντινή του ‘60
Mε αφορμή την κατάκτηση του Κυπέλλου Αργεντινής, από την Estudiantes de la Plata κερδίζοντας τη Defensa y Justicia με 1-0, βγάζουμε από το αρχείο μας και το τεύχος 33 (με ειδικό αφιέρωμα, το ποδόσφαιρο στην Αργεντινή), το κείμενο: "Εστουδιάντες ντε Λα Πλάτα: αμφισβήτηση και αντιφάσεις της εθνικής ταυτότητας στην Αργεντινή του ‘60"
Λατρεμένη από τους οπαδούς της και απεχθής για τους αντιπάλους της εποχής της, η Εστουδιάντες της δεκαετίας του ΄60 αποτελεί μια ομάδα-θρύλο της Λατινικής Αμερικής, αλλά και ταυτόχρονα γέννημα και θύμα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βίωνε η μεταπολεμική Αργεντινή. Μια πολυεπίπεδη κρίση η οποία επηρέασε τη χώρα και σε αθλητικό επίπεδο, σφυρηλατώντας παραδόσεις και αντιμαχίες που διαπερνούν την ποδοσφαιρική κουλτούρα της Αργεντινής έως σήμερα.
Η δεκαετία του ’30 ήταν αυτή κατά την οποία σχηματοποιήθηκαν οι βασικοί πυλώνες θεσμικής λειτουργίας του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, με τον επαγγελματισμό να καθιερώνεται το 1931 και την τελική συγκρότηση της εγχώριας ομοσπονδίας (AFA) το 1934. Δεδομένων των πρότερων ερασιτεχνικών- επιτυχιών και της συνεπακόλουθης δημοτικότητάς τους, πέντε σύλλογοι ήταν αυτοί που έλαβαν τις μερίδες του λέοντος όσον αφορά την ισχύ και την επιρροή στις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων και την εν γένει «κατάσταση των πραγμάτων», μαζί με το όποιο παρασκήνιο: η Ρίβερ Πλέιτ, η Μπόκα Τζούνιος, η Ιντεπεντιέντε, η Σαν Λορέντζο και η Ρασίνγκ Κλουμπ. Οι περίφημοι «Big 5» του ευρύτερου Μπουένος Άιρες δεν ήταν μόνο οι ηγετικοί εκπρόσωποι της πρωτευουσιάνικης ηγεμονίας πάνω στα ποδοσφαιρικά τεκταινόμενα αλλά και πραγματικοί δυνάστες του πρωταθλήματος, αφού έως το 1967 καμία ομάδα έξω από τις πέντε, δεν κατόρθωσε να αμφισβητήσει την ελίτ.
Η συγκεκριμένη περίοδος (1931-1967) αποτελεί επίσης την περίφημη «Χρυσή Εποχή» της ποδοσφαιρικής Αργεντινής, καθώς ο κόσμος τότε είδε μερικές από τις σπουδαιότερες γενιές ποδοσφαιριστών, τη Μπόκα των Βαράγιο και Λατσάτι, την περίφημη «Μηχανή» (Maquina) της Ρίβερ, την ένδοξη τριετία της Ρασίνγκ (1949-51) και τα κατά καιρούς ξεπετάγματα των Σαν Λορέντζο και Ιντεπεντιέντε που προσέδιδαν μια αίσθηση συστημικής ισορροπίας. Επίσης, η εθνική ομάδα κατέκτησε οκτώ Κόπα Αμέρικα, όντας κυρίαρχη σε εθνικό επίπεδο στη Λατινική Αμερική.
Ωστόσο, κάθε είδους belle epoque τείνει να κατακρημνίζεται άτσαλα, κρύβοντας συνήθως διαστάσεις με χαρακτηριστικές παθογένειες. Η περίπτωση της Αργεντινής μοιάζει με εκείνη τη Αγγλίας. Όπως και οι Άγγλοι, οι μηχανισμοί του ποδοσφαιρικού οικοδομήματος της Αργεντινής αλλά και η πολιτική ηγεσία, είχαν καλλιεργήσει μια αίσθηση υπεροχής που βασιζόταν σε πήλινα πόδια, ήτοι στο δόγμα της απομόνωσης και τη μη συμμετοχή σε Παγκόσμια Κύπελλα. Αν για τους Άγγλους, η «φιλική» σφαλιάρα από την Ουγγαρία το 1953 ήταν η αρχή μια αφύπνισης που θα οδηγούσε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 (και σε μια εξαιρετικά ανταγωνιστική παρουσία το 1970), για τους Αργεντινούς ο αντίστοιχος γδούπος ακούστηκε το 1958 στο Μουντιάλ της Σουηδίας. Η ήττα με 6-1 από την Τσεχοσλοβακία και ο αποκλεισμός από τους ομίλους αποδείχθηκε ένα γεγονός με βαθύτερες συνέπειες, καθώς προστέθηκε σε ένα κλίμα διογκούμενης αβεβαιότητας που διαπερνούσε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Περόν (1955). Οι συνειρμοί με το «Μαρακανάσο» της Βραζιλίας είναι εύλογοι, όχι όμως ταυτόσημοι. Η ιδιοτυπία της Αργεντινής εντοπίζεται στον τρόπο που οι πολιτικές και οικονομικές μεταβολές της περιόδου «κούμπωσαν» ή και αναμείχθηκαν με τις αντίστοιχες σε ποδοσφαιρικό επίπεδο.
Η Αργεντινή του μοντερνισμού
Η πολιτική ηγεσία του αστικού μπλοκ που θέλησε να αντικαταστήσει τον Περονισμό, ανάγνωσε στην «καταστροφή του Μάλμε» ένα ακόμα αναχρονιστικό αποτύπωμα του παρελθόντος που έπρεπε να απαλειφθεί δια μέσου του γενικότερου εκσυγχρονισμού της χώρας, ο οποίος θα επιτυγχανόταν μέσα από τη μαζική εισροή ιδιωτικών (δηλαδή αμερικανικών) κεφαλαίων. Αντίστοιχα στο ποδόσφαιρο, τα ατίθασα, απείθαρχα, ή και «αλήτικα» στοιχεία της αργεντίνικης κουλτούρας έπρεπε να κατασταλούν μπροστά στα εκσυγχρονισμένα ευρωπαϊκά πρότυπα τακτικής και μεθόδους προπόνησης των «αποτελεσματικών» Ευρωπαίων. Κοινώς, η αποτελεσματικότητα υπερισχύει της δημιουργία και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Η συγκεκριμένη αλλαγή στο dna του αργεντίνικου φούτμπολ εκφράστηκε τόσο σε επίπεδο συλλόγων (πχ Ιντεπεντιέντε, Ρασίνγκ) όσο και στην εθνική ομάδα υπό την ηγεσία των Σπινέτο και Λορένσο.
Ένα δεύτερο γεγονός με επίσης συμβολική όσο και μετασχηματιστική σημασία αναφορικά με τον ρόλο του ποδοσφαίρου στο εθνικό φαντασιακό, ήταν η ήττα-αποκλεισμός από την Αγγλία στο Μουντιάλ του ’66. Η αποβολή του αρχηγού Ρατίν και η επιθετική ρητορική των Άγγλων για το σκληρό παιχνίδι των Αργεντινών, ερμηνεύτηκαν από την τότε νεοπαγή δικτατορία του στρατηγού Χουάν Κάρλος Ονγκανία ως μια συνομωσία των Αγγλο-Σαξόνων, που κυριαρχούσαν διοικητικά στη FIFA, ενάντια στην Αργεντινή, η οποία εντέλει ήταν η ηθική νικήτρια. H συσπείρωση γύρω από τις ιδέες της πατρίδας και του έθνους ήταν ένα αποτελεσματικό κυβερνητικό εργαλείο, το οποίο εκφράστηκε μέσα από την υπεράσπιση της εθνικής ομάδας κόντρα στους «υπερόπτες» και «ελιτιστές» Βρετανούς.
Παράλληλα, η κορπορατιστική πολιτική της στρατοκρατίας προέβλεπε ένα επίπλαστο μοντέλο εκπροσώπησης κοινωνικών ομάδων μέσω κίτρινων συνδικάτων ή λακέδικων επιτροπών, καταστέλλοντας παραδειγματικά τον όποιο διάλογο και κυρίως, τα εργατικά δικαιώματα. Ωστόσο, το «partipacionismo» του Ονγκανία είχε αντίθετο effect στο ποδοσφαιρικό οικοδόμημα. Από το 1967, η νέα -διορισμένη από τον Ονγκανία- διοίκηση της AFA καθιέρωσε τη διοργάνωση των δύο πρωταθλημάτων (Μητροπολιτικού και Εθνικού), σπάζοντας στα δύο την παλαιά δομή της κλασικής λίγκας με τους διπλούς αγώνες. Σκοπός ήταν να περιορίσει την ποδοσφαιρική ηγεμονία του Μπουένος Άιρες και των ομάδων του που μονοπωλούσαν τους τίτλους, ενσωματώνοντας ομάδες από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας. Αν και οι πρώτες επαφές μεταξύ των «μεγάλων» και των φτωχών έφερε στην επιφάνεια τις χαρακτηριστικές ανισότητες που ενυπήρχαν σε επίπεδο πόρων και θεσμικής πρόσβασης, τα μικρότερης διάρκειας τουρνουά έδιναν περισσότερες πιθανότητες σε ομάδες πέραν των «πέντε μεγάλων» ώστε να κάνουν την έκπληξη.
Η εξέγερση των από κάτω
Ο πρώτος σύλλογος που κατέκτησε εγχώριο πρωτάθλημα πέραν των «πέντε μεγάλων», ήταν η Εστουδιάντες από τη Λα Πλάτα, μόλις στην πρώτη χρονιά του νέου φορμάτ (1967). Στα αμέσως επόμενα χρόνια θα ακολουθούσαν κι άλλες ομάδες της «υποελίτ» (Βέλες, Τσακαρίτα, Ροσάριο), όμως καμία εξ αυτών δεν συγκρίνεται με την Εστουδιάντες όσον αφορά τον χαρακτήρα, τις τακτικές της και το στίγμα της σε διεθνές επίπεδο, τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Μάλιστα, το κατόρθωμα της «Πίντσα» θα μπορούσε να είναι και μια εκδίκηση για το χαμένο πρωτάθλημα του 1931 που είχε έντονο διαιτητικό παρασκήνιο. Κείμενα που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια τείνουν να επικεντρώνονται στις διαβόητες βρώμικες μεθόδους που φημίζονταν οι παίκτες της αργεντίνικης ομάδας, ένα ρεπερτόριο που περιελάμβανε κατανάλωση χρόνου, mind games, καρφίτσες, trash-talking και εγκληματικά χτυπήματα στους αντιπάλους. Ωστόσο, αυτή η πλευρά της Εστουδιάντες, πέραν του ότι εδράζεται (και) σε αστικούς μύθους, τείνει να θολώνει την πραγματική της αξία.
Όλα ξεκίνησαν όταν ένας νεαρός κόουτς ονόματι Οσβάλντο Σουμπελδία, ανέλαβε τις αγωνιστικές τύχες του συλλόγου το 1965. Έχοντας θητεύσει κοντά στον Βικτόριο Σπινέτο στην Εθνική, ο 38χρονος πρώην παίκτης της Βέλες και τη Μπόκα ήταν ο κατ’ εξοχή εκφραστής του νέου πνεύματος στο αργεντίνικο ποδόσφαιρο: σκληρή δουλειά, πειθαρχία, αποτελεσματικότητα. Αν στην Ευρώπη η «μόδα» αυτή είχε λανσαριστεί από έναν άλλον Αργεντινό, τον Ελένιο Ερέρα και την Ίντερ του κατενάτσιο, στην Λατινική Αμερική ήταν ο Σουμπελδία και η Εστουδιάντες που εξάσκησαν ένα αντίστοιχο στιλ αγωνιστικού κυνισμού. Φτάνοντας στην Πλάτα, ο Σουμπελδία φρόντισε αρχικά να μιξάρει τα νιάτα και την ποιότητα μιας δυναμικής φουρνιάς που είχε το προσωνύμιο «οι δολοφόνοι νέοι», με ελάχιστες ποιοτικές μεταγραφές. Παίκτες όπως ο Μανέρα, ο Αγκίρε-Σουάρες, ο Κάρλος Μπιλάρδο, ο γκολκίπερ Πολέτι, o Πατσαμέ στελέχωσαν τον κορμό μιας εξαιρετικά σκληρής και αποτελεσματικής ομάδας. Ο ηγέτης όμως της αγωνιστικής επανάστασης που πραγμάτωσε η Εστουδιάντες ήταν ο μοναδικός Χουάν Ραμόν Βερόν, η κατά τον οπαδικό κόσμο «Μάγισσα» (La Bruja), ένας εκπληκτικός ποδοσφαιριστής που έκανε άνω κάτω την αντίπαλη άμυνα, ντρίμπλαρε, πάσαρε, σκόραρε με την ίδια ικανότητα, σηκώνοντας στις πλάτες του τη γραμμή κρούσης του Σουμπελδία.
Η επιτυχία της Εστουδιάντες βασιζόταν στους παίκτες της όσο και στους τακτικούς νεωτερισμούς του νεαρού προπονητή. Ο ίδιος, πέραν του ότι αναπροσάρμοσε και εντατικοποίησε τις μεθόδους προπόνησης και το πρόγραμμα των ποδοσφαιριστών πριν τους αγώνες, εφάρμοσε δύο καθοριστικές καινοτομίες στο παιχνίδι της «Πίντσα»: το πρέσινγκ και το τεχνητό οσφάιντ. Σε αντίθεση όμως με τους ευρωπαϊκούς σκαπανείς της εποχής, είτε της σοβιετικής είτε της ολλανδικής σχολής, η Εστουδιάντες του Σουμπελδία δεν χρησιμοποίησε τα στοιχεία αυτά ως πλατφόρμα για επίθεση ή δημιουργία, αλλά για την κατεξοχήν εξουδετέρωση του αντιπάλου.
Παρόλα αυτά, η πιο σκιώδης πλευρά της αρμάδας του Σουμπελδία ήταν αδιαμφισβήτητα το σκληρό, έως αντιαθλητικό, παιχνίδι που εξασκούσε στο σύνολό της, αλλά κυρίως παίκτες όπως ο Μπιλάρδο και ο Αγκίρε Σουάρες. Πολύ πριν προπονήσει την εθνική Αργεντινής και κατακτήσει το Παγκόσμιο του 1986 με τον Μαραντόνα, ο Μπιλάρδο ήταν ένας άτεχνος και βίαιος χαφ, αλλά και χαρακτηριστικά ύπουλος χαρακτήρας, η επιτομή όσων είχε πει ο ίδιος ο Βερόν για την ομάδα που «προσπαθούσε να μάθει τα πάνα για τους αντιπάλους της, μέχρι και για την προσωπική τους ζωή», ώστε να το εκμεταλλευτεί εναντίον τους την ώρα του ματς. Ο Αγκίρε Σουάρες θεωρείται συχνά ως ο πιο βίαιος παίκτης στην ιστορία του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, κάτι που από μόνο του είναι ικανό να δικαιολογήσει τη ρήση του Ρομπέρτο Περφούμο της Ρασίνγκ, ότι έμοιαζε με «έναν άνθρωπο των σπηλαίων που προστατεύει μέχρι θανάτου την περιοχή του». Βέβαια, η Ρασίνγκ ήταν μια επίσης σκληροτράχηλη ομάδα, μπασμένη στο «πνεύμα της εποχής» και κάτοχος του Κόπα Λιμπερταδόρες το 1967. Καθόλου αναπάντεχα, όταν οι δύο τους βρέθηκαν στα ημιτελικά της διοργάνωσης το 1968, η μονομαχία τους ήταν το λιγότερο επεισοδιακή, με παίκτες και πάγκους των δύο ομάδων να παίζουν μπουνιές μετά από… ευαίσθητο πιάσιμο αλά Βίνι Τζόουνς του Αγκίρε Σουάρες στον Άλφιο Μπαζίλε.
Η Εστουδιάντες βγήκε νικήτρια από εκείνη την τρομερή σειρά αγώνων, και στους τελικούς επικράτησε της Παλμέιρας πάλι σε τρίτο αγώνα (2-0), σε ουδέτερο γήπεδο, με τον Βερόν σε δαιμονιώδη φόρμα. Η κορύφωση ήλθε στο Διηπειρωτικό Κύπελλο, όπου οι Αργεντίνοι συναντήθηκαν με την πρωταθλήτρια Ευρώπης, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Οι δύο αγώνες αποδείχθηκαν ιδιαίτερα φορτισμένοι σε αγωνιστικό και πολιτικό επίπεδο και καθοριστικοί ως προς την εικόνα που δομήθηκε γύρω από την ομάδα του Σουμπελδία. Τόσο στο «Μπομπονέρα» που χρησιμοποιούσε η Εστουδιάντες ως έδρα, όσο και στο «Ολντ Τράφορντ», τα ματς εξελίχθηκαν σε πολύ σκληρά «μπραν ντε φερ», με αντιαθλητικά μαρκαρίσματα, συρράξεις, αποβολές, τραυματισμούς, και εκατέρωθεν δηλώσεις που επισκίασαν την οριακή επικράτηση της Εστουδιάντες (1-0 στην Αργεντινή και 1-1 εκτός).
Τύπος και θεσμοί μετέφρασαν τους τελικούς ως μια ακόμα μάχη ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική ή πιο συγκεκριμένα την ποδοσφαιρική Βρετανία και την ποδοσφαιρική Αργεντινή, σε συνέχεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1966 και των παιχνιδιών της Ρασίνγκ με τη Σέλτικ το 1967, πάλι για το Διηπειρωτικό. Η διαφορά έγκειτο στο πρίσμα που χρησιμοποιούσε κάθε πλευρά. Για τους Βρετανούς, ο «πολιτισμένος» ποδοσφαιρικός κόσμος αντιμετώπιζε τα «ζώα» που εξασκούσαν το «αντι-ποδόσφαιρο», ενώ για τους Αργεντινούς, η Εστουδιάντες εκπροσωπούσε τις νέες αξίες που γιάτρευαν τις παλιές πληγές και εναρμονίζονταν με την αγωνιστικότητα, την πειθαρχία, τον συντηρητικό καθολικισμό και τον πατριωτισμό που προωθούσε η δικτατορία του Ονγκανία ως νέο κοινωνικό αξιακό πλαίσιο. Η μικρή Εστουδιάντες είχε έρθει από το πουθενά και με μαχητικότητα, οξυδερκή τακτική και αποτελεσματικότητα νίκησε τον ισχυρό, μαζί και τη βρετανική αλαζονεία και προκατάληψη.
Στην έρευνά τους πάνω στην πρόσληψη των κατορθωμάτων της Εστουδιάντες από το καθεστώς Ονγκανία, οι ερευνητές Alabarces, Coelho και Sanguinetti χρησιμοποίησαν εξώφυλλα και ρεπορτάζ του αργεντίνικου τύπου και κυρίως του ιστορικού περιοδικού «El Grafico». Η έρευνα τους υπέδειξε ότι σύσσωμο το ποδοσφαιρικό και πολιτικό οικοδόμημα της χώρας κατασκεύασε πάνω στις επιτυχίες της ομάδας τη δική του επικοινωνιακή εικόνα και εκδοχή της πραγματικότητας.
Εξετάζοντας τα επόμενα δύο χρόνια της κυριαρχίας της Εστουδιάντες στη Λατινική Αμερική, παρατήρησαν ακόμα όλες τις στρεβλώσεις που εκτυλίχθηκαν μέσα από τη μείξη της πολιτικής σκοπιμότητας και της τραυματισμένης εθνικής ταυτότητας. Η ομάδα του Σουμπελδία εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο κάτοχος του Λιμπερταδόρες ξεκινούσε την πορεία το από τα ημιτελικά της επόμενης σεζόν, και διατήρησε τα σκήπτρα της για τρία σερί χρόνια νικώντας κατά σειρά τις ουρουγουανικές Νασιονάλ και Πενιαρόλ.
Ήδη, η «Πίντσα» λογιζόταν ως εκπρόσωπος του έθνους, οι νίκες της οποία τόνωναν την εικόνα της Αργεντινής, τόσο ως ποδοσφαιρικής σχολής αλλά και ως χώρας, η οποία όσο κι αν «βγαίνει στο γήπεδο για να καταστρέψει, να βρωμίσει, να εκνευρίσει, να χαλάσει το ματς, να χρησιμοποιήσει αθέμιτα μέσα…όσο φέρνει νίκες είναι καλό» (El Grafico 27/05/69).
Η κατακρήμνιση
Το ερώτημα όμως ήταν, τι θα γινόταν όταν η συνταγή σταματούσε να φέρνει νίκες. Η αρχή του κακού εντοπίζεται στον ταπεινωτικό αποκλεισμό της Αργεντινής από τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1970. Η αποτυχία αυτή έδωσε τροφή για νέο αναστοχασμό, που αμφισβητούσε το «κυνήγι μαγισσών μετά την καταστροφή της Σουηδίας» και την τάση για «αμυντικό παιχνίδι και παραμέληση της ευχαρίστησης» που προκάλεσε η θέληση να «ξεπεραστεί ο αθλητισμός των Ευρωπαίων και η ψυχολογία του φόβου» (El Grafico (2/11/69). Η κατάκτηση του Μητροπολιτικού πρωταθλήματος το ίδιο έτος από έναν έτερο «φτωχό συγγενή», την Τσακαρίτα, χάρη μάλιστα σε ένα φαντεζί στιλ παιχνιδιού, προβλημάτισε ακόμα περισσότερο τους θιασώτες του «αποτελεσματικού» ποδοσφαίρου.
Ο όλος προβληματισμός απέκτησε τρομακτικές διαστάσεις μετά και το Διηπειρωτικό του 1969, όταν η Εστουδιάντες συνάντησε τη Μίλαν. Για ακόμα μια φορά, οι αγώνες ανάμεσα σε αργεντίνικη ομάδα και την πρωταθλήτρια Ευρώπης, η οποία αυτήν την φορά φεν ήταν από το Νησί, κατέληξαν επεισοδιακοί. Αν και οι Ιταλοί αποδείχθηκαν πιο ανθεκτικοί από τους Άγγλους, επικρατώντας με συνολικό σκορ 4-2, το ματς του «Μπομπονέρα» θεωρείται εύλογα από τα πλέον βίαια στην ιστορία. Ο Αγκίρε Σουάρες προκάλεσε εξάρθρωση στον ώμο και έσπασε τη μύτη του Κομπέν, ενώ οι Πολέτι και Μανέρα ξυλοκόπησαν τον Ριβέρα. Αιμόφυρτοι ποδοσφαιριστές και λευκές φανέλες βαμμένες κόκκινες από τα χτυπήματα έκαναν τον γύρο του κόσμου, και στα μάτια πολλών επιβεβαίωσαν τη βρετανική οπτική των πραγμάτων. Ο Ονγκανία αναγκάστηκε να δηλώσει δημόσια ότι «μια τέτοια απαράδεκτη συμπεριφορά πλήττει την εικόνα και την υπόληψη της Αργεντινής και ντροπιάζει ένα ολόκληρο έθνος».
O ίδιος αντιμετώπιζε αρκετά σοβαρότερα προβλήματα εκείνη την περίοδο. Η εξέγερση της Κόρδομπα τον Μάιο του 1969 από το μαχητικό εργατικό κίνημα της περιοχής, οι έντονες συλλογικές διαμαρτυρίες στο Ροζάριο και οι πρώτες αντάρτικες ομάδες (FAP, ERP, Montoneros) ήταν σαφείς ενδείξεις της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης ενός σημαντικού μέρους της αργεντίνικης κοινωνίας, σε μια περίοδο που η διασταλτική δυναμική του Μάη του ’68 συναντιόταν με τα ερυθρά αντάρτικα της Λατινικής Αμερικής. Η μεταφορά του αγώνα της Εστουδιάντες από τα διεθνή ΜΜΕ ως ενός είδους «αντάρτικου πόλης», που ανέφερε το «El Grafico», σίγουρα ερέθισε ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα. Η αντίδραση του Ονγκανία ήταν να φυλακίσει τους ποδοσφαιριστές της Εστουδιάντες, Αγκίρε Σουάρες, Μανέρα και Πολέτι, και να τους αποβάλλει για έναν χρόνο από τις ποδοσφαιρικές υποχρεώσεις, με εξαίρεση τον Πολέτι που αποβλήθηκε δια παντός από το ποδόσφαιρο της χώρας. Μέσα σε έναν χρόνο, οι άλλοτε «εκπρόσωποι του έθνους», μετατράπηκαν σε αποδιοπομπαίους τράγους, ή όπως παρατήρησαν οι Alabarces, Coelho και Sanguinetti, «η Εστουδιάντες μετατράπηκε σε εχθρό του κράτους, λαμβάνοντας τη θέση των αριστερών ανταρτών πόλης».
Κληρονομιά
Αν και η δικτατορία του Ονγκανία δεν άργησε να πέσει, έρμαιο των συνθηκών που την έφεραν στο προσκήνιο και των ισχυρών λαϊκών κινητοποιήσεων, η παράδοση της Εστουδιάντες και το όλο debate της δεκαετίας του ΄60 σχετικά με την ταυτότητα του αργεντίνικου ποδοσφαίρου είχε μακρόπνοη δυναμική. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στους «ρεαλιστές» και τους «ρομαντικούς», όπως απλοϊκά έχει αποτυπωθεί, εκφράστηκε αρχικά μέσα από τους δύο προπονητές που οδήγησαν την Αργεντινή στην κορυφή του κόσμου: από τη μία ο Μενότι, δημιουργός της σπουδαίας όσο και φανταχτερής Ουρακάν της δεκαετίας του ΄70 και εκλέκτορας στο σκιώδες Μουντιάλ του ΄78, και από την άλλη ο Μπιλάρδο, μαθητής του Σουμπελδία και ομοσπονδιακός της συμπαγούς όσο και άχαρης «αμπισελέστε» του Μαραντόνα. Η διαμάχη αυτή, που εδράζεται στην ίδια την ιανική ψυχή της Αργεντινής, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι συνεχίζεται διαθλασμένη έως σήμερα μέσα από τις διαφορετικές φιλοσοφίες προπονητών όπως οι Μπιέλσα και Σιμεόνε. Ειδικότερα ο τελευταίος, ήταν αυτός που επανέφερε την Εστουδιάντες στους τίτλους το 2006, όντας στα ξεκινήματα μιας προπονητικής καριέρας που τον οδήγησε στην Ατλέτικο και σφυρηλάτησε το «bilardista» πνεύμα των ομάδων του.
Παρόλα αυτά, η ιστορία της Εστουδιάντες δεν περιορίζεται στη δεκαετία του ’60 ή στις αρχές του ’80. Ο τίτλος της Απερτούρα του 2006 ήταν η αρχή για μια νέα μεγάλη ομάδα, που αυτή τη φορά θα είχε ηγέτη το νεότερο μέλος της οικογένειας Βερόν. Από τον καιρό που είχε μεταγραφεί στη Γιουνάιτεντ, ο Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν είχε αναφερθεί στην επιρροή του πατέρα του και της μεγάλης ομάδας της εποχής του. Όταν το 2006 αποφάσισε ότι θα επιστρέψει στην Αργεντινή, η κατάληξη μπορούσε να είχε μόνο ένα φινάλε. Η «Μαγισσούλα» φόρεσε τη φανέλα με το «11» όπως ο πατέρας του, και ηγήθηκε μιας χαρισματικής φουρνιάς παικτών όπως οι Μαριάνο Αντούχαρ, Γκαστόν Φερνάντες, Ένσο Πέρες, Λεάντρο Μπενίτες και Ροδρίγο Μπράνια. Παράλληλα, χρηματοδότησε τον εκσυγχρονισμών των προπονητικών εγκαταστάσεων του συλλόγου, δείχνοντας τις προθέσεις του για το μέλλον αλλά και το πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο του στην πόλη και την κοινωνία της Πλάτα.
Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμα εκείνης της ομάδας, ήταν η κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες το 2009 μετά από μια καταπληκτική πορεία προς τον τελικό γεμάτη ανατροπές, χτυποκάρδια και αγωνιστικό πάθος. Ένα αυθεντικό λατινοαμερικάνικο έπος που ολοκληρώθηκε στου τελικούς με την Κρουζέιρο και απεικονίστηκε στα δάκρυα του Βερόν, ο οποίος σήκωσε την κούπα 39 χρόνια μετά τον πατέρα του. Με τα ίδια χρώματα, με τον ίδιο αριθμό.
Το 2014, o γιος Βερόν αναδείχθηκε πρόεδρος του συλλόγου με ποσοστό 75.53 %, γεγονός που συνέβαλλε καθοριστικά στις διαδικασίες ανακατασκευής του Νέου Γηπέδου. Λίγες οικογένειες έχουν προσφέρει τόσο πολλά στο άθλημα και στον σύλλογο που ανήκουν.
Η Εστουδιάντες και η Ελλάδα
Είναι γνωστό ότι ο Χουάν Ραμόν Βερόν αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό για δυόμιση χρόνια (1972-1975), με ονοματεπώνυμο…Πέτρος Κατσούλης, στο πλαίσιο των «ελληνοποιήσεων» της εποχής που επέβαλε ο τότε μεταγραφικός περιορισμός της χούντας. Αν και έφτασε μετά από έναν σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο, κάτι που είχε ήδη θέσει όρια στην καριέρα του, δεν χωρά αμφιβολία ότι ήταν η μεγαλύτερη μεταγραφή ξένου παίκτη σε ελληνικό σύλλογο ως την εποχή εκείνη. Λιγότερο γνωστό όμως, είναι το πέρασμα από την Ελλάδα ενός συμπαίκτη του Βερόν από τη σπουδαία Εστουδιάντες του ’60.
Ο γράφων θυμάται από μικρή ηλικία διάφορες ανέκδοτες ιστορίες που διηγείτο ο πατέρας από το παλιό «Καραϊσκάκης». Σε μια από αυτές, πρωταγωνιστής ήταν κάποιος γκολκίπερ «Πολέτι» (aka Πολέτης), ο οποίος παρουσιαζόταν ούτε λίγο ούτε πολύ ως «παλτό» ολκής, που στα ελάχιστα ματς που έπαιξε τα έτρωγε όρθιος. Χρόνια μετά, ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος είχε θυμηθεί αντίστοιχα ανέκδοτα για τον Πολέτι, αστειευόμενος με την ανικανότητά του στις επεμβάσεις. Ωστόσο, μάλλον κανείς δεν γνώριζε (παρά μόνο οι μάνατζερ της εποχής ίσως) ότι ο τερματοφύλακας μιας εκ των μεγαλύτερων ομάδων στην ιστορία της Αργεντινής είχε φυλακιστεί και παροπλιστεί αγωνιστικά από την δικτατορία της χώρας του. Κατόπιν προσπάθησε να επανέλθει στα γήπεδα, αλλά η πολύμηνη αγωνιστική απραξία και ένας τραυματισμός στο αριστερό πόδι δεν άφησαν πολλά περιθώρια. Γι’ αυτό λοιπόν ο Πολέτης τα έτρωγε όρθιος.
sisyphoss
Υπό τους ήχους του άλμπουμ OKTUBRE, των PRysRR
humbazine.gr