Εεεεεεεε.... πασομιντε!!!
Ωρε, τωρα απ' τα ξαναδιαβασα ολα απ τν αρχη...
Σαν ο παλιος κονσουλπας μ' φαινεται οτι μιλσα.
Μωρε λες;
Μπαααα, οχι μωρε, οχι.
που τα θμυθκες ορε τ αφορερμενα - Θεος σχωρεστα τα μσα κι τα υπολπα ναν καλα;
το δεντρο απ πληγωναμανετ(υ)χε
- για καποιον λογο -
να παρεβρισκ-μαι στα γυρισματα τσ ταινιας
το δεντρο απ πληγωναμαν
κι τοτενες ενας πιτσιρκας θοποιοκομπαρσος
ντοπιο παιδακι μονταρστο
«μαλωσε» με το σ-στηνοθετ
επειδης ο συντρεχαμενος τ
στα περβολια κι στα μποστανια
απ κοσιεβε το σ-τσηνικο τσ ταινιας
υποστηρζε αλλ ομαδα
στο ποκ παρακαλω
το γυρζμα ομως, ηπρεπε να γιν
ανευ μπαραζ κι ποδοβαρεματα καταγις
ετς, ο βοηθος τ σ-τσηνοθετ
πηγε παραυτα στα μπακαλκα τα δυο
κ ηψωνσε
κι τσ λεει τ μπακαλδων:
θα σχολασουμε τα γυρισματα πρωτα
θα πληγωσουμε το δεντρο
και μετα θα σας πληρωσουμε
τα μαστιχια κυριοι
διοτι περιμενουμε
την επιχορηγηση απο το ΕΚΕ
οκ;
οκ! του ειπαν κι οι μπακαλδες
(εκ περιτροπης τσ επισκεψης ωνιων)
αρκει να πλερωθωμεν εν τελει
κι μη χρειαστει να στειλωμεν χαρτια
κι ξωδικα, τροπος του λεγειν
ηψωνσε βερεσε λοιπον ο βοηθος
- απ εγνε σ-στηνοθετς κατοπ τραχιας μαθητειας -
ηψωνσε
δυο κουτες φυλλαρακια μαστιχια
- μια απ ενα μια απ τον αλλον το μπακαλ -
για ναχνε απο μια οι πιτσιρικαδες
να ματσιαλαν, να ντατσικαναριζνε
ανυποψιαστ για τα σιναρια κι τα νοηματα
οσο να κλακεταρστουν τα πλανα
κι να φορτωθουν οι κοπιες
τσ εποχης
για να παν να καν-νε νοημα
σε μια αλλ εποχη
μεσα απο συμβολαια
κι εισιτηρια
κι διακρισεις
κι κατοπ ας μαλων-νε οι πιτσιρικαδες
κι βεβαια,
κι αν ηθελε η μοιρα,
να γιατρευτει ετσ κι εκειο
το δεντρο το πληγωμενο
απ αλλαζε εργατες
κι αγροφυλακες καθε τρια χρονια
κι απ γνωρζε καλα απο πληγες
κι απο φυλες
κι απ απειλες
κι απο φωνες
ενα απογιομα πολυ συντομο
λογ εκλειψεως
ερθαν οι πιστιρκαδες
στον καφενε στο Καστρι
ματσλιωντας το μαστιχι το φυλλαρακι
κι σιουριζντας μη τα σημοχαρτα
σα να μη τα πιανε ντιπ η τοιχογιωμετρια
κι το αιγαιακο πνευμα
κι το φως
ερθαν
μ ενα τριφλακι στο χερ
κι μ λεν μ ενα στομα τα δυο:
το βλεπετε αυτο;
το γλεπω, τσ λεω γω
αφου το βλεπετε, ειπετε μας τι ειναι αυτο;
ριγανο ξερο λιασμενο ειν, τσ λεω γω,
κι αφητε τα αυτηνα απ ξερετε θοποιοι τσ πενταρας
κι μ λεν κοντα αυτηνα:
αμα ηβρειτε τετοιο τετραφυλλο ριγανο,
μη το νομισετε για τριφυλλι ή για φυτιλακι
γιατι θα ειναι τετραφυλλο ριγανο
κι ας φαινεται σαν τριφυλλακι
- εκαμα το σταυρο μ εγω -
κι μ λεν κατοπ:
αλλα αν το βρειτε,
θα εισεστε πολυ τυχερος
γιατι θα ειχετε εβρει την αληθεια
καταγις στο χωμα
κι που ξετρε εσεις ορε
που φυτρωνει η αληθεια;
ο παπους μας το ξερει καλα, ειπαν αυτηνα
(ηταν αδερφακια, αλλα αλλς ομαδας, στν ιδια κερκιδα)
κι ποια ειν η αληθεια; τσ λεω γω
η αληθεια σταζει απο κατω απο το δεντρο μας
το μαστιχι ειναι η αληθεια Κυριε Λεόνε,
μουειπαν ζουηρα κ σοβαρα,
τναζοντας τν αριδα τσ τν υδρωσκονσμενη,
το μαστιχι ειναι!
το μαστιχι στο δεντρο που πληγωσε ο σ-στηνοθετς
με τη μηχανη του
εκει ειν η αληθεια
κι εμεις κοροιδεψαμε τον παππου μας
και το δεντρο μας
κι δεχτηκαμε τα μαστιχια
για να προδωσουμε τν ομαδα μας
ψεματα ειπαμε
μια ειν η ομαδα
Φοίνικας
κι βγαλαν τα χερακια απ τσ τσεπες τα θοποιακια
κι φρρρρρ, γιομσε η πλατεια απο μαστιχια
απο πλαστικα μαστιχια
μσοξεβρακωτα φλλαρακια μαστιχια
σαν τα χαρτακια μιας κερκιδας
ομοθμης κι δυνατης
φλλαρακια μαστιχια τσ ιον
σε μσοτυλμενα χρωματσα χαρτακια
πεντε χρωματων κι ιδιου ηχου
καθως σφριτζλιωνταν
κι επεφταν καταγις
συβρακωμενα μ ασημοχαρτο
κι πασπαλσμενα μ ασπρη σκονη
σκονη ασπρη απ νοστιμευε το παλιο λαστιχομαστχο
κι μετριαζ τν πικρα τ
σκονη απ η γλυκα τσ κρατε λιγο
κι κατωπ σε φαρκακωνε
κι τνε φτυες καταγι
απο πικρα κι απογοητευσ
υστερα να κι βηκαν εντρομοι οξω
οι μπακαλδες φωναζντας
κι με μαζωμενες τσ ποδιες τσ
κι με χειρονομιες νευρικες
για να σκουσπισμε τν πλατεια
απ τα παλιομαστιχια
υπελογιζαν οι μπακαλδες να παρνε πισω
διπλα τα λεφτα τσ οι απατεωνες
επειδης τουχαν σιγουρο
οτ ο κοσμος τα ματσαλαει τα μαστιχια
κι απ τα σκουπρα
οτ ο κοσμος
τα ματσαλαει ματατυλγμενα
κι λερωμενα
κι διπλωπλερωμενα
θαρρεις
οπως το μαστιχι
που σταζει κι γρουμπουλιαζει
κατ απ το δεντρο
με το ψιλοχαλκο
τα μαστιχια δε τα πληρωσ ο βοηθος
τα πληρωσαν κατοπ κι οι ενηλκες κομπαρσοι
ως κηδεμονες των των αταχτων πιτσιρκαδων
οι μπακαλδες πηραν τα λεπτα τσ
κι οι μαστιχο-ιστοριες
εφκαν κοπιαρμενες
σ αλουμινενια δισκοκουτια
για να κοψνε εισιτηρια
εισιτηρια κι τηλεοπτικα
δικαιωματα
οι πιτσιρκαδες εμναν εκει
να μαλων-νε
γιατι ο Φοινκας δε τσ χωραε
εμναν εκει διπλα
στο δεντρο απ το πληγωναν
κι τα πληγωνε
εκει
ματσιαλωντας μαστιχια