Μια φορά ο Κωστίκας κι η Σημέλα θέρζαν κάτ’ στον κάμπο. Ο Γιωρίκας που ‘χε στο νου του να κουτουπώσει τ’ Σημέλα, γιατί κι εκείνη του ‘θελε μαζί τ’, σκέφτκε πως ήταν τότε το timing το σωστό. Τι να κάνει; Τράβξε τότε κι αυτός κατά κει και πήγε κι έκατσε πάνου στην κορφή στο λόφο. Από κει λοιπόν που ‘χε κάτσει πίσω από ένα λθάρι, έβγανε του κιφάλι κάθε τόσο κι φώναζε.
«Εεεεε, εσείς εκεί κάτ' που γαμίεστε … ντοπή σας.» Και κρύβονταν πάλι.
Ο Κωστίκας κι η Σημέλα σταμάταγαν απορημένοι και κοιτούσαν κατ’ απάν. Δεν έβλεπαν τίποτα και κι συνέχιζαν πάλι το θέρσμα.
Μετά από λίγο, ξανάβγαινε ο Γιωρίκας απ’ λθάρι κι φώναζε. «Εεεεε, εσείς εκεί κάτ' που γαμίεστε αμον σκύλοι … ντοπή σας. Ντο εν ατά; Ποίησον κι καταλαβαίνετε εεε; Ντροπή σας.»
Ο Κωστίκας κι η Σημέλα σταμάταγαν λίγο το θέρσμα, κοιτιούνταν κι συνέχιζαν πάλι.
Κι άντε πάλι ο Γιωρίκας τα ίδια, ώσπ’ τον γνώρσε ο Κωστίκας. Άλλο π’ δεν ήθελε ο Γιωρίκας, μπραστ, μια του δίνει, κατηφορνάει το λόφο και πάει κοντά τους.
- Καλά, κι εντρέπες, του λεει ο Κωστίκας, ντο έτον ατά που έλεες απε κειά απάν;
- Εγώ ντο έλεγα ή εσείς ντο εφτάνατε αδακά;
- Ντο εφτάναμε, κι λέπς; Θερίζαμε!
- Απε κειά απάν που ήμουν, εφαινόθαν ότ’ εγαμίουστον. Μα αν, κι πιστεύεις με, δέβα σο λόφον, τέρεν απε κειά παν να λέπς από μόνος κι ότι στοίχημα πα.
Τρεχάλα ο Κωστίκας τότε να σκαλώσει στο λόφο. Οσο να βγει όμως πάνω στο λόφο, να σταθεί μπροστά στο λθάρι και ν’ αγναντέψει, ο Γιωρίκας είχε βάλει τη Σημέλα απάν στη θμωνιά κι τη φασμάκωνε τ’ καλού καιρού. Όσο να κατβεί ο Κωστίκας και να πάρει το ίσιο, κοιτάει, βλέπει τη Σημέλα να θερίζει κανονικά, τον Κωστίκα να θμωνιάζει και λέει.
- Γιωρίκα, α δίκιον έχς , αλήθεια, έτσ’ ά φαίνετ’ απε κειά απάν. Παναίαμ, μο την πίστημ.