Oxi sta greeklish!
Πέθανε ο Ρότζερ Μουρ...Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών ο σερ Ρότζερ Τζωρτζ Μουρ.O θάνατός του έγινε γνωστός με ανακοίνωση των παιδιών του:«Θέλουμε να μοιραστούμε μαζί σας την φρικτή είδηση του θανάτου του πατέρα μας, Ρότζερ Μουρ. Πέθανε σήμερα, είμαστε όλοι συντετριμμένοι».Άγγλος ηθοποιός, γνωστός από τον ρόλο του μυστικού πράκτορα Τζέιμς Μποντ σε επτά κινηματογραφικές ταινίες, μεταξύ του 1973 και του 1985.Ο σερ Ρότζερ Τζωρτζ Μουρ (Roger George Moore, γενν. στις 14 Οκτωβρίου 1927) Γνωστός από τον ρόλο τού Σάιμον Τέμπλαρ στην τηλεοπτική σειρά Ο Άγιος (δεκαετία του 1960).Ο Άγιος (1962–1969)Η εποχή που γνώρισε την παγκόσμια φήμη ήρθε για τον Μουρ όταν ο παραγωγός σερ Λιου Γκρέιντ του έδωσε τον ρόλο του Σάιμον Τέμπλαρ στη σειρά Ο Άγιος, βασισμένη στα μυθιστορήματα του Λέσλι Τσάρτερις. Ο Μουρ είχε πει σε συνέντευξή του τότε (1963) ότι ήθελε να αγοράσει τα δικαιώματα για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του Τσάρτερις.Η τηλεοπτική αυτή σειρά γυρίστηκε στη Βρετανία, αλλά με «το μάτι στραμμένο» προς την αμερικανική αγορά, και η επιτυχία της εκεί και σε αρκετές άλλες ξένες χώρες έκανε το όνομα «Μουρ» γνωστό διεθνώς, ιδίως από το 1967 και μετά. Επιπλέον, εδώ ο Μουρ καθιέρωσε το κομψό, γεμάτο αυτοπεποίθηση, γοητευτικό και περιπαικτικό στιλ του, το οποίο μετέφερε και στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ. Στα ύστερα χρόνια της σειράς ο Μουρ έφθασε να σκηνοθετήσει αρκετά επεισόδιά της.Η σειρά προβλήθηκε από το 1962 επί εξαετία (μέχρι το 1967 ασπρόμαυρη και μετά έγχρωμη), με 118 επεισόδια, κάτι που την κατέστησε (μαζί με τη σειρά The Avengers) τη μακροβιότερη σειρά του είδους της στην ιστορία της βρετανικής τηλεοράσεως. Ωστόσο, από ένα σημείο και ύστερα ο Μουρ άρχισε να βαριέται τον ρόλο.Φεύγοντας από τη σειρά, γύρισε αμέσως δύο κινηματογραφικές ταινίες: το Crossplot (1969) και το απαιτητικότερο The Man Who Haunted Himself(1970), σε σκηνοθεσία Μπέιζιλ Ντήαρντεν, που έδωσε στον Μουρ την ευκαιρία να επιδείξει ένα ευρύτερο ερμηνευτικό φάσμα από όσο του είχε επιτρέψει ο ρόλος του Σάιμον Τέμπλαρ, παρότι οι κριτικές εκείνης της εποχής ήταν μάλλον χλιαρές, όπως και η εμπορική επιτυχία των ταινιών αυτών.Μετέπειτα διάσημος από τον ρόλο του μυστικού πράκτορα Τζέιμς Μποντ σε επτά κινηματογραφικές ταινίες, μεταξύ του 1973 και του 1985. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία Τζέιμς Μποντ Μόνο αφού ο Σον Κόνερι ανακοίνωσε το 1966 ότι δεν θα έπαιζε τον Μποντ ο Μουρ συνειδητοποίησε ότι ίσως να ήταν υποψήφιος για τον ρόλο. Αλλά μετά από μία ταινία με τον Τζωρτζ Λέιζενμπυ στο ρόλο του Μποντ, ο Κόνερι έπαιξε και πάλι τον Μποντ, στην ταινία Τα διαμάντια είναι παντοτινά (1971), οπότε ο Μουρ δεν ξανασκέφθηκε αυτή τη δυνατότητα, μέχρι που έγινε ξεκάθαρο πλέον ότι ο Κόνερι, που είναι δυόμιση χρόνια μικρότερος του Μουρ στην ηλικία, είχε τελειώσει με τον Μποντ. Τότε, τον Αύγουστο του 1972, ο παραγωγός των ταινιών Μποντ προσέγγισε τον Μουρ και του πρότεινε τον ρόλο του θρυλικού πράκτορα, πρόταση την οποία ο Μουρ αποδέχθηκε. Στην αυτοβιογραφία του γράφει ότι έπρεπε να κόψει τα μαλλιά του και να χάσει βάρος προκειμένου να υποδυθεί τον Μποντ, πράγματα που δεν τού άρεσαν. Ωστόσο, τού δόθηκε ο ρόλος, αρχικώς στην ταινία Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν (1973). Ακολούθησαν οι παρακάτω ταινίες στις οποίες ο Μουρ υποδύθηκε τον Τζέιμς Μποντ:Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι (1974)Η κατάσκοπος που με αγάπησε (1977)Επιχείρηση Μουνρέικερ (1979)Για τα μάτια σου μόνο (1981)Επιχείρηση Οκτόπουσυ (1983)Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος (A View to a Kill, 1985).Ο Μουρ συμπλήρωσε τα περισσότερα χρόνια στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ από κάθε άλλο ηθοποιό, 12 συνολικά, με 7 επίσημες ταινίες. Μέχρι στιγμής επίσης είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία ηθοποιός που υποδύθηκε τον Μποντ: ήταν 58 ετών όταν ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τον ρόλο, στις 3 Δεκεμβρίου 1985.Ο Μουρ εργάσθηκε επίσης ως μοντέλο, ενώ εμφανίσθηκε και σε πολλές άλλες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, όπως οι Ιβανόης (1958–1959), Μάβερικ (1961) και κυρίως τη σειρά The Persuaders! (1971) μαζί με τον Τόνι Κέρτις.Ηταν «πρεσβευτής καλής θελήσεως» για λογαριασμό της UNICEF. Η αυτοβιογραφία του δημοσιεύθηκε το 2008, ενώ έχει γράψει πολλά βιβλία με αναμνήσεις από τη σταδιοδρομία του και τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ.
Ρότζερ Μουρ 1927 – 2017 O Ρότζερ Μουρ ήταν άγγλος ηθοποιός, που διακρίθηκε για τους ρόλους που ερμήνευσε στην τηλεόραση («Άγιος», «Οι Αντίζηλοι») και τον κινηματογράφο («Τζέιμς Μποντ»).Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 14 Οκτωβρίου 1927 και ήταν γιος αστυνομικού. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του φοίτησε για λίγο στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ και τη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, προτού κληθεί να υπηρετήσει τη θητεία του στο στρατό, λίγο πριν από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έφθασε μέχρι το βαθμό του λοχαγού και όταν αφυπηρέτησε ασχολήθηκε με το μόντελινγκ και στη συνέχεια με την υποκριτική.Η μεγάλη επιτυχία ήλθε το 1962, όταν πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική σειρά μυστηρίου «Ο Άγιος» («The Saint») κι έγινε παγκόσμια γνωστός. Στη σειρά αυτή, της οποίας σκηνοθέτησε και μερικά επεισόδια, ο Ρότζερ Μουρ υποδύθηκε τον Σάιμον Τέμπλαρ, ένα ιδιόρρυθμο και φινετσάτο εγκληματία («Τον Ρομπέν των Δασών των εγκληματιών», όπως τον αποκαλούσε) και με την ερμηνεία του καθιέρωσε το κομψό, γεμάτο αυτοπεποίθηση, γοητευτικό και περιπαικτικό στιλ του, το οποίο μετέφερε αργότερα και στο ρόλο τού Τζέιμς Μποντ.Η σειρά ολοκληρώθηκε το 1969 και δύο χρόνια αργότερα ήλθε μία ακόμα τηλεοπτική επιτυχία για τον Ρότζερ Μουρ με τη σειρά «Οι Αντίζηλοι» («The Persuaders»), στην οποία πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Τόνι Κέρτις. Η βραχύβια σειρά των 24 επεισοδίων αφηγείτο τις περιπέτειες δύο εκατομμυριούχων πλέι-μπόι ανά την Ευρώπη, με δράση και χιούμορ.To 1973 υποδύθηκε για πρώτη φορά τον Τζέιμς Μποντ, διαδεχόμενος τον Σον Κόνερι, στην ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθαίνουν («Live and Let Die»). Πρωταγωνίστησε σε έξι ακόμη ταινίες του πράκτορα 007, βάζοντας τη δική του σφραγίδα στο ρόλο: «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ο Άνθρωπος με το Χρυσό Πιστόλι» («The Man with the Golden Gun», 1974), «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Η Κατάσκοπος που με Αγάπησε» («The Spy Who Loved Me», 1977), «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Επιχείρηση Μούνρεϊκερ» («Moonraker», 1979), «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Για τα Μάτια σου Μόνο» («For Your Eyes Only», 1981), «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Επιχείρηση Οκτάπουσι («Octopussy», 1983) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος» («A View to a Kill», 1985). Ενδιάμεσα είχε πρωταγωνιστήσει στην πολεμική περιπέτεια του ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Τζορτζ Κοσμάτος «Απόδραση στην Αθήνα» («Escape to Athena», 1979).Μετά τις ταινίες του Μποντ, ο Ρότζερ Μουρ αραίωσε τις εμφανίσεις στον κινηματογράφο και αφιερώθηκε κυρίως σε φιλανθρωπικές δράσεις ως Πρεσβευτής Καλής Θελήσεως της Γιούνισεφ. Το 1999, έγινε «σερ» από τη βασίλισσα Ελισάβετ, παρότι δεν ζούσε στη Μεγάλη Βρετανία για φορολογικούς λόγους. Από το 1978 μοίραζε το χρόνο μεταξύ Μονακό, νότιας Γαλλίας κι Ελβετίας. Το 2008 τιμήθηκε με τη διάκριση του «Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών» από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Νικολά Σαρκοζί.Ο Ρότζερ Μουρ πέθανε στις 23 Μαΐου 2017 στην Ελβετία, σε ηλικία 89 ετών, χτυπημένος από την επάρατο νόσο. Είχε νυμφευτεί 4 φορές και είχε αποκτήσει τρία παιδιά.
Ρότζερ Μουρ: Ο χιουμορίστας που κατάφερε να γίνει χάρτινος«Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σας; Η Γκρέις Τζόουνς.» Ο Ρότζερ Μουρ, λιγότερο ηθοποιός, περισσότερο αντικαταθλιπτικό (αλλά και οπωσδήποτε πολύ-πολύ καλύτερος απ' όσο πιστεύει ο κόσμος ή θεωρούσε ο ίδιος), θα είχε σήμερα γενέθλια.Από τον Ηλία ΔημόπουλοΠρωτοεμφανίστηκε στα μέσα του '40, πρώτο τηλεοπτικό το '49, αθόρυβα '50ς (με πέρασμα όμως στο «Last Time I Saw Paris» δίπλα στην Τέιλορ), «Ιβανόης» και «Alfred Hitchcock Presents», κάτι ακούγεται για κάποιον 007 αλλά υπάρχει συμβόλαιο με το τηλεοπτικό «Μάβερικ» και αμέσως μετά αρχίζει «Ο Άγιος», που κρατάει επτά χρόνια (1962-1969) κι έτσι χάνει και τις συζητήσεις όταν ο Κόνερι έχει σιχαθεί το ρόλο μετά το «Ζεις Μονάχα Δυο Φορές» (1967). Το '70 κάνει το «Man Who Haunted Himself», που είναι ευπρεπές βρετανικό «Τζέκιλ και Χάϊντ» θρίλερ, το '71 αρχίζουν «Οι Αντίζηλοι» την φοβερά διασκεδαστική χρονιά τους, το '73 τον βουτάει ο φίλος Άλμπερτ Μπρόκολι, ο θρυλικός παραγωγό των 007 και... «Live and Let Die», το πρώτο από τα επτά του Μποντ.Δανδής και κομψός πέραν του κοινώς αντιληπτού, ο Μουρ ποτίζει τον δικό του 007 με στοιχεία της αληθινής δικής του ζωής, τα σηκωμένα φρύδια, τα one liners και την παθολογική καλοπέραση - ο Μουρ δεν σκίζεται να κάνει ούτε τα απλούστερα stunts - τα πούρα, την Μπόλιντζερ, το Μπελούγκα (χαβιάρι, όχι δελφίνι) και διάφορα τέτοια καπιταλιστικά, που ο Μουρ φορούσε με από γεννησιμιού άνεση χωρίς ποτέ να βρέθηκε άνθρωπος να τον ψέξει για οποιαδήποτε επιδειξιομανία. Όταν ήμουν μικρός η κόντρα εμαίνετο ανάμεσα στους Κονερικούς και τους Μουρικούς, εγώ ήμουν φανατισμένα με τους πρώτους, που να 'ξερα πόσο λάθος ήμουν. Ο 007 εκείνων των χρόνων δεν μπορούσε παρά να είναι ο είρων, μεταμοντέρνος χιουμορίστας, η Α.Μ της αποδραστικής ευδαιμονίας! Ο Ρότζερ Μουρ, μόνο. Ο ίδιος φυσικά δεν το συζήτησε ποτέ, την πιο καλή κουβεντα είχε για όλους, το φιλαράκι του ο Σων ήταν γι' αυτόν ο καλύτερος, ενώ ήταν υποστηρικτής απ' την αρχή και του Πιρς Μπρόσναν και του Ντάνιελ Κρεγκ.Ενδιάμεσα, και μετά το '85 που τέλειωσε τα Μποντ του με το «A View to a Kill», έκανε διάφορα έργα-επανεκτελέσεις του εαυτού και του άπταιστου (όχι μόνο φιλμικού) cool που τον διακατείχε. Από όλα του τα δευτερότριτα μάλλον θα προτιμήσω το «Shout at the Devil» του 1976 με τον Λι Μάρβιν παραπλεύρως, τις «Άγριες Χήνες» του '78 με τον Ρίτσαρντ Μπέρτον, το «Sea Wolves» (1981) δίπλα στον Γκρέγκορι Πεκ και τον Ντέιβιντ Νιβεν (που πάντα θαύμαζε ανυπερθέτως) και φυσικά την cult αναγκαιότητα, το «Απόδραση από την Αθήνα» μαζί με Τέλυ Σαβάλας, Ντέιβιντ Νίβεν, Κλαούντια Καρντινάλε και φυσικα το soundtrack του Λάλο Σέφριν με το μπουζουκάκι και το άρωμα Αθήνας της εποχής. Φαντασιωτική πλευρά του σινεμά της πρώϊμης εφηβείας κάποιων εξ ημών, ηθοποιός που κατάφερε να γίνει χάρτινος, λέει πολλά αυτό και για το χιούμορ του απέναντι στη ζωή («δεν πήρα ποτέ υποψηφιότητα για Όσκαρ παρότι μπήκα στον κόπο να προσθέσω δύο ολοκαίνουργιες εκφράσεις στο ρεπερτόριό μου») κι αφού το τερέν του υπήρξε η αυτοσαρκαζόμενη φαντασίωση, ούτε γέρασε, ούτε και θα πεθάνει ποτέ.