Η χώρα που δεν ήθελε να υπάρχει
Μια σημαία με λευκό σταυρό στη μέση, μισή κόκκινη, μισή μπλε σκούρα, η οποία κάπως προϊδεάζει για το περίεργο πεπρωμένο της περιοχής. Ένα διπλό όνομα, ανάλογα από τη μεριά των συνόρων που στεκόμαστε: Σαρ στη Γαλλία, Ζάαρλαντ στη Γερμανία. Και μια ιστορία με πολλά πήγαινε-έλα ανάμεσα στα δύο. Γαλλικό έδαφος μετά τη Γαλλική Επανάσταση και όσο ο Ναπολέων θριάμβευε, μέλος μιας χαλαρής γερμανικής συνομοσπονδίας μετά το Βατερλώ, κομμάτι της Γερμανικής αυτοκρατορίας το 1871, κάτι σαν ανεξάρτητο κράτος μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά με τα ανθρακωρυχεία του γαλλικά, κομμάτι της ναζιστικής Γερμανίας με το δημοψήφισμα του 1935 (90,8 % των κατοίκων ψήφισαν υπέρ της ενσωμάτωσης!). Και μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κράτος με δική του, όπως είδαμε, σημαία νόμισμα, γραμματόσημα, σύνταγμα, και πολλή μπάλα: η περιοχή φημίζεται για τη βαριά βιομηχανία, το πλούσιο υπέδαφος -εξ ου και η συνεχής διεκδίκηση της από τις δυο μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις- και την αγάπη στο ποδόσφαιρο. Η FV Saarbrücken έφτασε στον τελικό του γερμανικού πρωταθλήματος το 1943 αλλά, εντάξει, εκείνη τη χρονιά δεν ήταν αυτό που κυρίως απασχολούσε τον μέσο Ευρωπαίο φίλαθλο.
Οπότε, όταν η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το σατανικό σχέδιο καλλιέργειας ενός είδους εθνικής «σαρικής» συνείδησης, ώστε να κρατήσει το κρατίδιο μακριά από τη φιλόξενη αγκαλιά της Γερμανίας και να το φέρει στη δική της, το ποδόσφαιρο φάνταξε σα μια λαμπρή ιδέα. Η Ζααρμπρύκεν αλλάζει όνομα, κονταίνοντας κατά μία συλλαβή και χάνοντας το ουμλάουτ της, αυτό το χαριτωμένο σημαδάκι πάνω από το u, και γίνεται FC Sarrebruck. Σε ποιο πρωτάθλημα όμως μπορεί να παίξει αυτή η Σαρμπρύκ; Με ποιους αντίπαλους; Να παίξει σε γερμανικές διοργανώσεις, είναι αδιανόητο, αλλά και στις γαλλικές δεν είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη. Υπάρχουν όμως έντονες πιέσεις προς τη γαλλική ομοσπονδία και ζυμώσεις σε υψηλό πολιτικό επίπεδο: «Η διάλυση των πνευματικών δεσμών με τη Γερμανία εξαρτάται κυρίως από το αποτέλεσμα των ενεργειών μας στο πεδίο του αθλητισμού», γράφει στα 1949 ο κυβερνήτης της Σαρ στον Γάλλο υπουργό εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν.
Το 1947 οργανώνονται φιλικά -ή λιγότερο φιλικά- ματς με τις πιο σπουδαίες γαλλικές ομάδες. «Διαπιστώσαμε την απόλυτη απουσία αθλητικού πνεύματος εκ μέρους των φιλάθλων της Σαρ, η σωβινιστική φρενίτιδα των οποίων θύμισε τις εκδηλώσεις του όχλου την εποχή του Αδόλφου Χίτλερ […]. Πρέπει να επιβεβαιωθεί με κάθε τρόπο η γαλλική ανωτερότητα. Γι΄αυτό: 1. να γίνονται μόνο επιλεγμένοι αγώνες 2. να κατεβάζουμε ομάδες υψηλού επιπέδου 3. να τους συντρίψουμε στην επόμενη συνάντηση»: δεν είναι σχόλια από οπαδικά φόρουμ της εποχής, αλλά απόρρητη αλληλογραφία του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Τη σεζόν 1948-49 η Σαρμπρύκ καλείται την τελευταία στιγμή να παίξει στο γαλλικό πρωτάθλημα Β΄ Εθνικής καθώς άδειασε μία θέση. Μόνο που θα παίξει εκτός συναγωνισμού. Μετά από ένα μέτριο ξεκίνημα, οι πρώην Γερμανοί αρχίζουν να σκοράρουν με ρυθμό πολυβόλου: 10 γκολ στη Ρουέν, 9 στη Βαλανσιέν, 6 στη Μονακό κλπ. Τερματίζουν πρώτοι, εκτός συναγωνισμού πάντα, και βάζουν 148 γκολ σε 37 ματς. Φανταζόμαστε τις αντιδράσεις των ομάδων που είδαν να έρχεται ουρανοκατέβατος ένας πανίσχυρος αντίπαλος από την άλλη μεριά των συνόρων. Και κυρίως δεν ξεχνάμε πως οι Γάλλοι, ειδικά στις περιοχές κοντά στα σύνορα, με πολύ φρέσκες ακόμη τις αναμνήσεις από την γερμανική κατοχή, την υποχρεωτική επιστράτευση, τα ματς επίδειξης που επέβαλαν οι κατακτητές, γενικά τις ταπεινώσεις των προηγούμενων ετών, δε γούσταραν ιδιαίτερα να παίξουν μπάλα με τους Πρώσους που το 1935 είχαν αποθεώσει τον Χίτλερ στην κάλπη. Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις ίσως κατέβαζαν αναπληρωματικούς· η Μπορντό, πάντως, δεν εδέησε ούτε καν να εμφανιστεί στο γήπεδο.
Στη συνέχεια φάνηκε πως η Σαρμπρύκ είχε μια πραγματικά καλή ομάδα. Κι αυτό παρότι αρχικά διέθετε συνολικά μόλις 14 παίκτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων τα πρωινά πήγαιναν να δουλέψουν στην κανονική τους δουλειά. Ο πρώτος σκόρερ και σταρ Χέρμπερτ Μπίνκερτ – ονομάστηκε «ο καλύτερος Υπουργός Εξωτερικών της χώρας»- που άφησε τον μάταιο κόσμο μας τον περασμένο Γενάρη, ήταν ένας στρατιώτης της Βέρμαχτ, που, όπως πολλοί συμπαίκτες του, στη διάρκεια του πολέμου βρέθηκε με τη μονάδα του στην περιοχή και ξέμεινε εκεί.
Το θέμα είναι τι γίνεται μετά: η Σαρμπρύκ ανεβαίνει; Συμμετέχει τουλάχιστον επί ίσοις όροις στη δεύτερη κατηγορία; Όπως σημειώνεται στα έγγραφα του υπουργείου εξωτερικών: «Το ερώτημα είναι: προτιμάμε να βγει κάποτε πρωταθλήτρια Γερμανίας ή Γαλλίας;».
Ρωτούνται οι ενδιαφερόμενοι, οι οποίοι πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα από τον Γκράουτσο Μαρξ που δεν θα καταδεχόταν να γίνει μέλος ενός κλαμπ που θα τον δεχόταν ως μέλος. Τα μέλη της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Σαρ δεν καταδέχονται, με ποσοστό γύρω στα 70%, να παίξουν οι ομάδες τους στο γαλλικό πρωτάθλημα, πρόταση η οποία ουσιαστικά ποτέ δε θα τεθεί: η Γαλλική Ομοσπονδία απορρίπτει ομόφωνα -με 354 αρνητικές ψήφους και 7 αποχές- οποιαδήποτε συζήτηση για ένταξη εκείνων που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν καμιά όρεξη να τους χτυπήσουν την πόρτα.
Πρώτο θύμα του φιάσκου της επιχείρησης, που είναι γνωστή ως «η υπόθεση της Σαρ», ο Ζυλ Ριμέ. Ο πρόεδρος και της FIFA από το 1921 ως το 1954 – ο μακροβιότερος ως σήμερα- και ο άνθρωπος στον οποίον όλοι χρωστάμε ευγνωμοσύνη καθώς υπήρξε ο εμπνευστής του Παγκόσμιου Κυπέλλου, «Κυπέλλου Ζυλ Ριμέ» μέχρι το 1970, αποχωρεί ταπεινωμένος από την προεδρία της γαλλικής Ομοσπονδίας. Βρισκόταν εκεί από το 1919.
Η Σαρμπρύκ, ως άπατρις πολυτελείας, γυρίζει τα επόμενα χρόνια τον κόσμο για να παίζει μπάλα: Αγγλία, Βραζιλία, Ισπανία -αξιοπερίεργο ότι ακόμη κι η δεύτερη ομάδα της χώρας, η Μπορούσια Νοϊνκίρχεν, βρέθηκε σε περιοδεία στην Αφρική! Παίζει μόνο σε φιλικά με μερικές από τις πιο γνωστές ομάδες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Επικρατεί μάλλον εύκολα το 1949 σε ένα φιλόδοξο διεθνές Κύπελλο της Σαρ, στο οποίο, χάρη στην πλούσια χρηματοδότηση των τοπικών βιομηχανικών κολοσσών και της γαλλικής κυβέρνησης, συμμετέχουν πολλές ευρωπαϊκές ομάδες -και πιθανότατα η χιλιανή Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα. Το Κύπελλο της Σαρ θεωρείται σήμερα πρόγονος του συγχωρεμένου Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Παίζει σε ένα Τουρνουά του Πάσχα στην Καταλωνία, όπου ξαναβρίσκει την U και νικάει την καταλανική ομάδα επιλέκτων στην οποία έπαιζαν εφτά παίκτες της Μπαρτσελόνα. Για μερικά χρόνια, σε μια Ευρώπη που ζει ακόμη με στερήσεις και όπου οι ποδοσφαιριστές κάνουν ατελείωτα ταξίδια με τρένο κουβαλώντας δικό τους σαπούνι και δικές τους πετσέτες, θα αντιμετωπίσει με ιδιαίτερη επιτυχία την Εθνική Ολλανδίας, τη Λίβερπουλ (4-1 με χατ τρικ του Μπίνκερτ), τη Ρεάλ (4-0 στη Μαδρίτη ), την Αθλέτικ (4-0 στο Σαν Μαμές). Μόνο η Λατινική Αμερική -η Κατόλικα, η Ατλέτικο Μινέιρο, η Κορίνθινας, η Νούελς Ολντ Μπόις…- φαίνεται να αντιστέκεται ή να μην υποτιμά τους ουσιαστικά ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές της Σαρμπρύκ.
Οι εξελίξεις όμως τρέχουν σε άλλο μέτωπο. Παρότι το κοινό της Σαρ είναι ποδοσφαιρόφιλο και συχνά οι αγώνες γίνονται μπροστά σε γεμάτες κερκίδες, κανένα ματς δεν προσέλκυσε τέτοια κοσμοσυρροή όσο το πρώτο, μετά από χρόνια, απέναντι σε μια γερμανική ομάδα. Οι αρχές δίνουν, προς γενική έκπληξη, άδεια να γίνει ένα φιλικό με την Καϊζερσλάουτερν. Στις 26 Οκτωβρίου 1949 το γήπεδο Κιζελχούμες του Ζααρμπρύκεν ξεχειλίζει από κόσμο. Ο Μπίνκερτ θα πει το 2004 σε ένα γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό:
«Παίξαμε απόγευμα. Οι εργάτες της περιοχής κανονικά δεν μπορούσαν να έρθουν να μας δουν γιατί ήταν εργάσιμη μέρα. Είδαμε όμως ξαφνικά 36.000 ανθρώπους στο γήπεδο. Δεν μπορούσαμε να χτυπήσουμε κόρνερ γιατί είχε κόσμο καθισμένο πάνω στο χορτάρι, ακόμη και γύρω από το σημαιάκι. Την κοπάνησαν από την δουλειά τους για να παρακολουθήσουν το ματς, δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Σαρ ήταν, είναι και θα παραμείνουν Γερμανοί».
Κι αυτή είναι η πικρή, για τους Γάλλους, αλήθεια, ακόμη κι αν η καριέρα της χώρας που δεν ήθελε να υπάρχει, θα συνεχιστεί για μερικά ακόμη χρόνια στη διεθνή σκηνή. Ύστερα από διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες για ένα κοινό πρωτάθλημα με το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, η Σαρμπρύκ, μετά την έγκριση του αιτήματός της από την Παγκόσμια Ομοσπονδία, συμμετέχει από τη σεζόν 1951-1952 στο γερμανικό πρωτάθλημα. Για την ακρίβεια στην Νοτιοδυτική Λίγκα -η ενιαία Μπουντεσλίγκα θα δημιουργηθεί το 1963. Και ο φόβος του Γάλλου αξιωματούχου, που είδαμε πιο πριν, γίνεται πραγματικότητα. Εν μέσω μιας φοβερής επιδημίας πολυομελίτιδας αναδεικνύεται πρωταθλήτρια νικώντας τη Σάλκε, τη Νυρεμβέργη και το Αμβούργο. Παίζει στον τελικό για το πρωτάθλημα Γερμανίας αλλά χάνει από τη Στουτγκάρδη 2-3. Η ήττα δεν απογοητεύει τους οπαδούς της. Την υποδέχονται ως θριαμβεύτρια: εκατό χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους συνοδεύουν με ιαχές τις ανοιχτές Μερσεντές που μεταφέρουν τους παίκτες από τα σύνορα στην πρωτεύουσα, ακολουθεί δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο, ένα ρολόι δώρο σε κάθε παίκτη, συγκίνηση, δάκρυα χαράς. Και μια αίσθηση απόλυτης αποτυχίας στην γαλλική πλευρά του ποταμού Μοζέλ.
Το παράδοξο είναι ότι η χώρα συνεχίζει να υπάρχει. Το 1952 συμμετέχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι και το 1953, η εθνική ποδοσφαίρου, έχοντας προπονητή τον μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή με τη Δυτική Γερμανία Χέλμουτ Σεν, παίζει στα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Ελβετίας,
Όπου θα αντιμετωπίσει, όχι τυχαία,καθώς οι όμιλοι δεν προέκυπταν με κλήρωση αλλά με ορισμό, τη Νορβηγία και τη … Δυτική Γερμανία. Μια τελευταία, απελπισμένη προσπάθεια να υπάρξει η χώρα: αν παίζουν ως αντίπαλες, η Σαρ και η Ομοσπονδιακή Γερμανία είναι ξεχωριστές χώρες. Δυο ήττες σε δυο ματς από όπου απουσίαζε κάθε εθνικό σύμβολο, όπως σημαίες και ύμνοι· στη Στουτγκάρδη αναρτήθηκε η ολλανδική σημαία επειδή διαιτήτευσε Ολλανδός. Η ρεβάνς, που θα έκρινε και την πρόκριση, έγινε στο ολοκαίνουργιο Λούντβιχσπαρκ στο Ζααρμπρύκεν. Οι 50.000 θεατές βρέθηκαν στην ευχάριστη θέση να υποστηρίζουν και τις δύο ομάδες που αγωνίζονταν. Είχαμε κι ένα χάπενινγκ, το οποίο, ερμηνεύτηκε κάπως περίεργα από την αστυνομική διεύθυνση:
«Στις 28.3.1954, γύρω στις 15.04, ακριβώς τέσσερα λεπτά μετά την έναρξη του αγώνα Σαρ-Γερμανία, άγνωστοι μετέδωσαν παράνομα ένα ηχητικό μήνυμα, το οποίο το θεωρώ κομμουνιστικό και φιλο-γερμανικό». Τι κομμουνιστικό άραγε είχε το παράνομο μήνυμα; «Περιείχε ένα απόσπασμα του Deutschlandlied, του γερμανικού εθνικού ύμνου, και παίχτηκε αρκετά δυνατά ώστε, παρά τα ποδοσφαιρικά συνθήματα που ακούγονταν εκείνη την ώρα, να φτάσουν στα αυτιά του κοινού τα εξής: “Γερμανοί παίζουν εναντίον Γερμανών, μέσα στο κατάμεστο γήπεδό μας! Είμαστε Γερμανοί, Η Σαρ είναι Γερμανία! Παραμένει Γερμανία!”».
Κομμουνιστικό όχι, σαφές ναι. Οι χαμένοι δε φαίνονται πολύ στενοχωρημένοι, παρά τα προφανή διαιτητικά λάθη. Όπως λέει ένας από αυτούς, ο Κουρτ Κλέμενς: «Ένιωθα Γερμανός και δεν ήθελα να αποκλείσω από το Παγκόσμιο Κύπελλο την Εθνική ομάδα στην οποία ονειρευόμουν να παίξω από παιδί». Οι παίκτες της εθνικής της Σαρ, θα λάβουν πρόσκληση από τη Γερμανία για να παρακολουθήσουν τον τελικό της Βέρνης, αυτόν με το ομώνυμο θαύμα.
Τον επόμενο χρόνο οι κάτοικοι ψηφίζουν υπέρ της ένωσης με τη Γερμανία. Αυτή θα γίνει πραγματικότητα το 1957, όχι πριν η Ζααρμπρύκεν/Σαρμπρύκ νικήσει τη Μίλαν 4-3 στο Σαν Σίρο, για την πρώτη διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1955.
Η Ζααρμπρύκεν, με το γνωστό πλέον ουμλάουτ πάνω από το u, σήμερα παίζει στην 3η κατηγορία της Γερμανίας. Θα έλεγε κανείς ότι εκείνη ακριβώς η παράδοξη και ρευστή μεταπολεμική περίοδος, τότε που όλα παίζονταν κι όλα έμοιαζαν δυνατά, ήταν το ιδανικό κλίμα για να ξετυλίξει η Ζάαρλαντ το ποδοσφαιρικό της ταλέντο με μόνο κίνητρο να αποδείξει ότι δεν έπρεπε να υπάρχει. Τον Μάρτιο που μας πέρασε, σε μια επίσης παράδοξη και ρευστή περίοδο για την ανθρωπότητα, κατάφερε να πετύχει κάτι αξιοσημείωτο : έφτασε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Γερμανίας μετά από ένα επεισοδιακότατο ματς.
sombrero.gr