Τάκλιν, σφαίρες και κατσάβραχα: ιστορίες από την Κορσική
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στο γραφικό κορσικάνικο χωριό Μουράτο παίζονται τα τελευταία κρίσιμα λεπτά του ντέρμπι με τη γειτονική Καλεντζάνα. Επίθεση των ντόπιων ενώ είμαστε στο 0-0, η μπάλα κατευθύνεται στο άδειο τέρμα. Ο Ζαν Μαρκ Λουκετσί, οπαδός της Καλεντζάνα, δεν ολιγωρεί: βγάζει το πιστόλι του, διαμετρήματος 7.65, και πυροβολεί την μπάλα για να σταματήσει την πορεία της. Εκείνη αφήνει την τελευταία της πνοή αλλά, πριν ξεφουσκώσει εντελώς, προλαβαίνει να μπει γκολ. Ακολουθεί γενική σύρραξη και επέμβαση της αστυνομίας. Ο Ζαν Μαρκ θα καταδικαστεί σε τρεις μήνες φυλάκιση για παράνομη οπλοκατοχή κι οπλοχρησία.
Είναι άραγε αληθινή αυτή η ιστορία ή ένας από τους πολυάριθμους αστικούς μύθους που συνοδεύουν το ποδόσφαιρο της Κορσικής; Δυστυχώς υπάρχει μια ανακρίβεια. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, οπαδούς της Καλεντζάνα, η νεκρή μπάλα δεν μπήκε ποτέ γκολ και, πιστόλι-ξεπιστόλι, είναι μεγάλο σκάνδαλο που δεν κατακυρώθηκε το ισόπαλο αποτέλεσμα. Το κορσικάνικο ποδόσφαιρο δεν έχει ανάγκη από τερατολογίες, είναι μυθικό από μόνο του και δαθέτει άφθονες ιστορίες γεμάτες βία, επίθετα σε -ί, τοπικισμό, γραφικότητα και μερικά πυρομαχικά.
Μια κορσικάνικη παροιμία λέει ότι όποιος έχει πολλούς εχθρούς δεν πεθαίνει ποτέ. Οι ντόπιοι, αναζητώντας προφανώς την αθανασία, καλλιεργούν με πάθος τις συγκρουσιακές σχέσεις με όλον τον κόσμο, ακόμη κα μεταξύ τους. Από τις πρώτες δεκαετίες της υπάρξής τους, οι αναμετρήσεις ανάμεσα στις δυο σπουδαιότερες ομάδες, τη Σπορτίνγκ της Μπαστιά (τα «Λιοντάρια») και την Ατλετίκ του Αζαξιό (τις «Αρκούδες»), σπανίως τελειώνουν με ομαλό τρόπο: διαιτητές που εγκαταλείπουν τον αγώνα διότι δεν αντέχουν τους προπηλακισμούς, παίκτες που βγαίνουν αναίσθητοι πάνω σε φορείο, φίλαθλοι που πετούν πέτρες, τις οποίες μάζεψαν όπως ήρθαν, περνώντας φαράγγια και χαράδρες, φέρετρα που εμφανίζονται στην κερκίδα.
Στη ζυγαριά μπαίνουν και τα πολιτικά. Η Γκαζελέκ, η άλλη ομάδα του Αζαξιό, που ιδρύθηκε από κομμουνιστές με σκοπό να μπει στη μύτη των μπουρζουάδων «Βοναπαρτικών» της Ατλετίκ, αναδεικνύεται από το 1965 ως το 1968 τέσσερις συνεχόμενες φορές πρωταθλήτρια στην πρώτη ερασιτεχνική κατηγορία Γαλλίας και κάθε φορά αρνείται να ανέβει στην Β΄ Εθνική διότι ο πρόεδρος της ήταν αντίθετος ιδεολογικά με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο: «Το χρήμα καταστρέφει τα πάντα!». Θα υποχωρήσει μόνο όταν η Ομοσπονδία έκανε δεκτό το αίτημα να παραμείνουν ερασιτέχνες και μετά την άνοδο…
Τζόνι Ρεπ Ζαν Φρανσουά Λαριός, Φελίξ, Ιάρ, Φρντσεσκετί: η μισή αυτοκρατορική Σπορτίνγκ της Μπαστιά το 1978
Για όλα φταίει η ιστορία και η γεωγραφία. Το μακάβριο σύμβολο του νησιού, το κεφάλι του νεκρού Μαυριτανού, που φιγουράρει στις φανέλες όλων των ομάδων, θυμίζει ότι το νησί, γνωστό και ως Νησί της Ομορφιάς, υπήρξε κάποτε ανεξάρτητη δημοκρατία. Το 1768, η Γαλλία, η οποία υποτίθεται βρισκόταν εκεί για να εγγυηθεί με τον στρατό της την ανεξαρτησία, αγοράζει την Κορσική από τους Γενουάτες. Οι ντόπιοι αισθάνονται προδομένοι· δε θα είναι η τελευταία φορά.
Η Κορσική, που έχει μόλις 320.000 κατοίκους κόβεται στα δυο από μια οροσειρά με ελάχιστα, δύσβατα περάσματα, εξ ου και οι πολύωρες πεζοπορίες των φιλάθλων μέσα στα κατσάβραχα. Υπάρχει η από δώ πλευρά του βουνού (Cismonte), η Άνω Κορσική, και η περιοχή πέρα από τo βουνό (Pumonte), η Νότια Κορσική. Στην Άνω Κορσική έχουμε την Μπαστιά, στη Νότια το Αζαξιό (ή Αιάκειο), την πόλη που διάλεξε για πρωτεύουσά του ο Ναπολέων Βοναπάρτης −διότι εκεί γεννήθηκε! Η Μπαστιά είναι στραμμένη προς την Ιταλία, το Αζαξιό προς τη Γαλλία, η πρώτη είναι κουλτουριάρα, η δεύτερη μοντέρνα. Και οι δύο δικεδικούν τον τίτλο της πραγματικής Κορσικής με τον ίδιο σχεδόν φανατισμό που διεκδικούν εδώ και αιώνες την ανεξαρτησία τους. Η ύψιστη βρισιά ενός Μπαστιέζου προς έναν Αζαξιώτη ή το αντίστροφο; «Παλιο-Γαλάτη!».
Διότι η Κορσική δεν είναι ακριβώς Γαλλία· έχει δική της γλώσσα, ύμνο, σημαία. Η Μασσαλιώτιδα σφυρίζεται συστηματικά εδώ και χρόνια από το κορσικάνικο κοινό, όπως έγινε για παράδειγμα στον τελικό του Κυπέλλου του 2002: ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ζακ Σιράκ απείλησε να φύγει από το γήπεδο και, μετά το ματς −νίκησε η Λοριάν− αρνήθηκε να κατέβει να χαιρετήσει τους χαμένους. Τον Νοέμβριο του 2015, οι οργανωμένοι φίλαθλοι ανακοίνωσαν με επισημότητα ότι, για να τιμήσουν τα 130 θύματα των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι, θα ανέχονταν να παιχτεί χωρίς σφυρίγματα ο γαλλικός εθνικός ύμνος πριν από το ντέρμπι Γκαζελέκ-Σπορτίνγκ Μπαστιά αλλά ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον τραγουδήσουν −υπάρχουν και όρια.
Σε μια χώρα όπου ούτε το Παρίσι ή η Μασσαλία δεν καταφέρνουν να έχουν δυο ομάδες στην υψηλότερη κατηγορία, και οι δυο Κορσικές είχαν συχνά −τελευταία φορά το 2015-2016− από μια ομάδα στη Λιγκ 1, χωρίς να διαθέτουν ούτε σπουδαίες αθλητικές εγκαταστάσεις ούτε, κυρίως, λεφτά. Οι υποβιβασμοί στις ερασιτεχνικές κατηγορίες λόγω χρεών είναι συχνότατες, με πιο πρόσφατο και δραματικότερό παράδειγμα την Μπαστιά, που τον Γενάρη του 2015 έβαλε τέσσερα γκολ στην Παρί του Ιμπραΐμοβιτς, του Παστόρε και του Τιάγκο Σίλβα και δυο χρόνια αργότερα βυθίστηκε για οικονομικούς λόγους στην πέμπτη κατηγορία −τον Απρίλιο ξαναανέβηκε στην τρίτη μετά τη διακοπή όλων των πρωταθλημάτων και το γεγονός γιορτάστηκε με πυροβολισμούς στις ταράτσες εν μέσω καραντίνας…
Η μεγαλύτερη εποποιία του κορσικανικού ποδοσφαίρου υπήρξε η καταπληκτική πορεία της Σπορτίνγκ Μπαστιά στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 1978. Με προπονητή τον Πιερ Καϋζάκ και με παίκτες βασικά ντόπιους (τα επίθετα σε -ί, που λέγαμε: Ορλαντουτσί, Μαρκιονί, Ντε Ζερμπί, Φραντσεσκετί, ο θρύλος Κλωντ Παπί…) και κάποιους δανεικούς, συν τον Ολλανδό Τζόνι Ρεπ που σε λίγες εβδομάδες θα έφτανε φιναλίστ στο Μουντιάλ της Αργεντινής, καταπλήττει την Ευρώπη, με την πανέμορφη φανέλα και την ξέφρενη πορεία της: αποκλείει με νίκες μέσα-έξω την Σπόρτινγκ Λισαβόνας (3-2, 1-2), τη Νιούκαστλ (2-1, 1-3) την Τορίνο (2-1, 2-3) και βάζει εφτά γκολ στην Καρλ Τσάις Ιένα. Θα φτάσει στον διπλό τελικό, όπου ναι μεν θα χάσει το τρόπαιο από την Αϊντχόβεν, αλλά θα δώσει την ευκαιρία στον σπουδαίο σκηνοθέτη Ζακ Τατί να γυρίσει την τελευταία του ταινία, το ντοκιμαντέρ
Ένα νησί γιορτάζει, που αποτυπώνει τι σημαίνει για μια μικρή πόλη, όπως η Μπαστιά, ένα μεγάλο ματς. Η χαρά παιδιών και παππούδων, ανδρών και γυναικών, η μουσική και τα συνθήματα η αβάσταχτη αναμονή και η κρυφή ελπίδα, η συγκίνηση, η συντροφικότητα και η απογοήτευση −το ματς θα λήξει 0-0 μέσα σε ένα γήπεδο ακατάλληλο για μπάλα καθώς τη γιορταστική ατμόσφαιρα διέλυσε μια σφοδρότατη καταιγίδα.
Ο τελικός του ΟΥΕΦΑ δεν είναι η μόνη στιγμή δόξας της ομάδας· αν και οι Βοναπαρτικοί της Αζαξιό γνώρισαν το 1967 πρώτοι την εμπειρία της υψηλότερης κατηγορίας, η Μπαστιά θα σημειώσει μεγαλύτερες επιτυχίες. Η ακμή της συνδέεται με την άνοδο του αυτονομιστικού κινήματος. Όλα ξεκινούν στις 4 Ιουνίου 1972, στον τελικό του Κυπέλλου Γαλλίας ανάμεσα στη Μαρσέιγ και τη σταχτοπούτα Μπαστιά.
Έχει προηγηθεί ένας κυριολεκτικά εκρηκτικός ημιτελικός στη Λανς, πόλη γνωστή για το πόσο σοβαρά παίρνει το ποδόσφαιρο και για το πόσο εχθρική μπορεί να γίνει για κάθε αντίπαλο. Την παραμονή, οι Κορσικανοί παίκτες αλλάζουν ξενοδοχείο στη μέση της νύχτας γιατί ακούγονται ασταμάτητα τύμπανα και κλάξον. Το γήπεδο είναι κόλαση. Ο πρόεδρος της Λανς θυμάται ότι ο σωφέρ του δημάρχου ανέβηκε στα επίσημα με έναν χαρτοφύλακα· στην πραγματικότητα περιείχε καπνογόνα και κροτίδες. Ο τερματοφύλακας της Μπαστιά Ίλια Πάντελιτς, εκτός από το συνεχές βρισίδι, είχε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο εγκαυμάτων καθώς έβρεχε φωτοβολίδες. Κυρίως όμως, από τις κερκίδες κατεβαίνουν ρατσιστικά συνθήματα και εμφανίζονται πανό που λένε, για παράδειγμα: «Ε, Ναπολέοντα! Εδώ Βατερλό!».
Η Σπορτίνγκ Μπαστιά προκρίνεται στον τελικό παρόλα αυτά. Διαμαρτύρονται με επίσημο τρόπο στην κυβέρνηση και την Ομοσπονδία για τη ρατσιστική αντιμετώπιση και τους προπηλακισμούς αλλά αυτές κωφεύουν. Η αδικία πνίγει και τις δύο Κορσικές και ο τελικός είναι η ευκαιρία να το δείξουν. Ο τοπικός τύπος γράφει: «Ο αγώνας δεν θα είναι Σπορτίνγκ-Μαρσέιγ αλλά Κορσική-Γαλλία!». Η Γαλλία θα κερδίσει 2-1 αλλά στο γήπεδο με τις χιλιάδες κορσικάνικες σημαίες, θα επιτελεστεί κατά κάποιον τρόπο η συμβολική γέννηση του εθνικιστικού κορσικανικού κινήματος. Θα κλιμακωθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια, με βομβιστικές επιθέσεις, δολοφονίες, συγκρούσεις ενόπλων αυτονομιστών και κυβερνητικών δυνάμεων, γεγονότα που αποξενώνουν ακόμη περισσότερο την ηπειρωτική Γαλλία και το Νησί της Ομορφιάς.
Το Κύπελλο του 1976 θα είναι μια ακόμη δραματική στιγμή. Νις-Μπαστιά. Στο πρώτο ματς των προημιτελικών οι παίκτες της Νις θα κάνουν, με την επιδεικτική ανοχή του διαιτητή, αλλεπάλληλα δολοφονικά τάκλιν. Ο αρχηγός τους είναι σαφής: «Τους δείραμε εδώ γιατί ξέρουμε ότι θα μας τσακίσουν στην Μπαστιά!». Δεν ξέρει, ο καψερός, πόσο δίκιο έχει.
Ο Ντάριο Γκράβα της Νις έχει κάποιες δυσκολίες
Η ρεβάνς θα παιχτεί ενώ διεξάγεται η πολύκροτη δίκη του αυτονομιστή ηγέτη Εντμόν Σιμεονί για μια ομηρία που, ένα χρόνο πριν, κατέληξε στον θάνατο δυο αστυνομικών. Η αποστολή θα φτάσει με τα πόδια γιατί ο οδηγός φοβάται να προχωρήσει. Στο γήπεδο βρέχει πέτρες και κροτίδες που, λίγο πριν αρχίσει το ματς, βρίσκουν δυο φιλοξενούμενους παίκτες. Έντρομοι, αρνούνται να ξαναβγούν στο τερέν. Η Νις θα ξεκινήσει με 9 παίκτες και θα χάσει 4-0. Το ματς θα ξαναπαιχτεί, για προφανείς λόγους αλλά η Νις, με εντολή του δημάρχου της Νίκαιας, δεν θα κατέβει. Μεσολαβούν απειλές κατά της ζωής των παικτών, τηλεφωνήματα για βόμβες και μια πραγματική βομβιστική επίθεση που καταστρέφει το κατάστημα ρούχων της γυναίκας του αρχηγού. Λίγες μέρες μετά ιδρύεται το FLNC, το Μέτωπο για την Εθνική Απελευθέρωση της Κορσικής, και η Νότια Γαλλία γνωρίζει ένα πρωτόγνωρο κύμα βομβιστικών επιθέσεων που θα συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια.
Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε καλύτερα πόσο σημαντική υπήρξε, σε πολλά επίπεδα, η πορεία της Μπαστιά στην Ευρώπη το 1978 αλλά και η κατάκτηση του Κυπέλλου Γαλλίας απέναντι στη Σεντ Ετιέν του Μισέλ Πλατινί το 1981 −με γκολ του Ροζέ Μιλά−, ή η κατάκτηση του Κυπέλλου Ιντερτότο το 1997, με αποκλεισμό, μεταξύ άλλων, της Μπενφίκα. H Σπορτίνγκ Μπαστιά, με ένα τεράστιο κεφάλι του Μαυριτανού να κοσμεί τη φανέλα της, γίνεται σύμβολο της αδάμαστης ψυχής του λαού της που τα καταφέρνει παρά τις δυσκολίες να αντιμετωπίζει κάθε δυνάστη. Και του νέου δεσμού που αναπτύσσεται ανάμεσα στην μπάλα, την πολιτική και το οργανωμένο έγκλημα.
Το 1993-94, βομβιστικές επιθέσεις καταστρέφουν τα γραφεία του μεγάλου τουριστικού οργανισμού Nouvelles Frontières σε διάφορες γαλλικές πόλεις. Η εταιρεία έχει ξενοδοχειακές μονάδες στην Κορσική και εκμεταλλεύεται εμπορικά τη σύνδεση Τουλόν-Κορσική. Οι επιθέσεις έχουν την υπογραφή του FLNC: «Θέλουμε να σταματήσουμε την εκμετάλλευση της γης μας από τους ξένους. Η Κορσική δεν είναι για τα δόντια τους! Δεν θα υπάρξει άλλη προειδοποίηση, στο μέλλον οι στόχοι θα περιλαμβάνουν και εργαζόμενους!».
Παραδόξως, λίγο καιρό μετά, το λόγκο της Nouvelles Frontières κοσμεί φαρδιά-πλατιά τη φανέλα της Σπορτίνγκ Μπαστιά, ανάμεσα σε αρκετούς άλλους σπόνσορες. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, χρόνια αργότερα, θα πει πως τον πλησίασαν από τη διοίκηση της Μπαστιά και του πρότειναν να «αποδείξει την αγάπη του για το νησί» με το να γίνει χρηματοδότης της ομάδας. Αυτός αρνήθηκε και τους πρότεινε να βρουν ντόπιους χρηματοδότες. «Κανείς δεν μπορεί να δώσει τρία εκατομμύρια που θα δώσεις εσύ. Μη ξεχνάς τις ζημιές που έπαθες από τις βόμβες. Θα ήταν κρίμα να επαναληφθεί η ιστορία». Δεν επαναλήφθηκε.
Στη δεκαετία του 1990, οι δυο μεγαλύτερες ομάδες του νησιού περνούν, επίσημα ή ανεπίσημα, στα χέρια δυο αντίπαλων αυτονομιστικών οργανώσεων που προέκυψαν από τη διάσπαση του FLNC, εξέλιξη που θα συνδεθεί με σειρά δολοφονιών −ανάμεσά τους αυτή του πατέρα του γνωστού στην Ελλάδα Φρανσουά Μοντεστό− και με το μεγαλύτερο τραύμα του νησιού και του γαλλικού ποδοσφαίρου, την «τραγωδία του Φουριανί».
Στις 5 Μαΐου 1992, η Γαλλία, σε
ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση, θα δει με φρίκη την κατάρρευση μιας κερκίδας του γήπεδου Αρμάν Σεζαρί της Μπαστιά. Η κερκίδα, που χτίστηκε μέσα σε λίγες μέρες με απίστευτη προχειρότητα και χωρίς ποτέ να πάρει έγκριση ασφαλείας από τις αρμόδιες αρχές −οι υπεύθυνοι ήταν απασχολημένοι με την υποδοχή του τότε υπουργού Μπερνάρ Ταπί−, θα διαλυθεί λίγα λεπτά πριν αρχίσει ο ημιτελικός Κυπέλλου Μπαστιά-Μαρσέιγ −η Μαρσέιγ τότε με Παπέν, Ντεσάν, Γουάντλ Αμπεντί Πελέ. Δεκαοχτώ νεκροί και 2.300 τραυματίες. Οι Κορσικανοί ζητούν, εις μάτην, να αναγνωριστεί η 5η Μαΐου ως μέρα πένθους για το γαλλικό ποδόσφαιρο με απαγόρευση όλων των αγώνων. Το σχετικό σχέδιο νόμου έφτασε στο Κοινοβούλιο μόλις φέτος… Ενδιάμεσα, το 2012, τριάντα χρόνια μετά το δράμα, η Ομοσπονδία και ο μισητός στις δυο πλευρές του βουνού πρόεδρός της Νοέλ Λε Γκρετ, προγραμμάτισαν τον τελικό του Κυπέλλου την αποφράδα ημέρα, πριν κάνουν πίσω λόγω του αποτροπιασμού των φιλάθλων.
Για τους ντόπιους, ο κύριος υπεύθυνος της τραγωδίας είναι ο πρόεδρος της Σπορτίνγκ Μπαστιά, Ζαν Φρανσουά Φιλιπί, ο οποίος κερδοσκόπησε ασύστολα εν όψει του σπουδαίου ματς. Δολοφονείται έξω από το σπίτι του ένα χρόνο πριν τη δίκη, παρότι την προστασία του έχει αναλάβει το «αυθεντικό» FLNC, με αντάλλαγμα τα ηνία της ομάδας. Απαντούν με τη δολοφονία ενός από τους σωματοφύλακες του Φιλιπί που θεωρήθηκε ότι ανήκε στους «αποστάτες» του FLNC, που έχουν αναλάβει, θυμίζουμε, την Αζαξιό. Ακολουθεί αιματοβαμμένη πολιτικό-ποδοσφαιρική βεντέτα με δεκάδες νεκρούς, πολλά λεφτά που αλλάζουν χέρια για να καταλήξουν άγνωστο πού −για παράδειγμα, τα λεφτά από τη μεταγραφή του Μικαέλ Εσιέν στη Λυόν το 2003− και ασφυκτικός εναγκαλισμός με συμμορίες διακίνησης ναρκωτικών και ξεπλύματος χρήματος. Οι ποδοσφαιριστές πληρώνονται σε μετρητά («ο πρόεδρος τα έβγαζε από μια πλαστική σακούλα»), ενώ στα αποδυτήρια κυκλοφορούσαν ανέμελοι οπλισμένοι άγνωστοι άνδρες. Ο σκιώδης πρόεδρος της Μπαστιά, ο εθνικιστής ηγέτης Σαρλ Πιερί, καταδικάζεται το 2008 σε οχταετή φυλάκιση. Αποφασιστική η ομολογία του «επίσημου» προέδρου Φρανσουά Νικολαΐ: «Οι αυτονομιστές με υποχρέωσαν να γίνω πρόεδρος-βιτρίνα · απειλούσαν καθημερινά τη ζωή μου».
Τα ίδια συμβαίνουν την ίδια εποχή, και στα νότια, όπου η Ατλετίκ Αζαξιό, η οποία, χάρη στη διοίκηση των αυτονομιστών, ανέβηκε σε χρόνο ρεκόρ από τις τοπικές κατηγορίες στην ελίτ, κλονίζεται από αλλεπάλληλες δολοφονίες και αυτοκτονίες, αποτέλεσμα της εμπλοκής με το οργανωμένο έγκλημα.
Η υπόλοιπη Γαλλία παρακολουθεί με φρίκη. Το 1998, δολοφονείται από αυτονομιστές ο νομάρχης της Κορσικής· τα πανό στα ματς εκτός γράφουν πλέον: «Έξω οι τρομοκράτες!».
Και μέσα στα γήπεδα τι γίνεται; Αν αυτό το εκρηκτικό μίγμα βίας και πληγωμένης περηφάνιας συνδέεται διαχρονικά με το κορσικάνικο ποδόσφαιρο −το ξαναζήσαμε πρόσφατα, το 2017, τελευταία χρονιά της Μπαστιά στη Λιγκ 1, με φοβερά επεισόδια, διακοπές αγώνων, ρατσιστικές συμπεριφορές με θύμα, μεταξύ άλλων, τον Μάριο Μπαλοτέλι− το πολιτικό κλίμα της δεκαετίας του 1990 βρίσκει την ποδοσφαιρική του έκφραση στο απερίγραπτο ξύλο που έπεσε μέσα στο γήπεδο της Μπαστιά από το 1994 ως το 2000.
Η Σπορτίνγκ, που επανέρχεται στην πρώτη κατηγορία πολύ εκνευρισμένη, μεταβάλλεται με τις κατάλληλες μεταγραφές και με δεδομένη τη λατρεία των ντόπιων για την τεστοστερόνη και τον τσαμπουκά, σε ένα είδος Μεικτής Χασάπηδων. Ηγέτης, ο Σίριλ Ρουλ, παρατσούκλι «ο Αντίχριστος», με εντυπωσιακά στατιστικά: 27 κόκκινες και 187 κίτρινες κάρτες κι αμέτρητα τάκλιν στην καρωτίδα, χειρονομίες, απειλές, ξύλο στη φυσούνα ή στις προπονήσεις. Ο Φρεντ Αντονετί, ο προπονητής που συνέδεσε το όνομά του με την τρομακτική ομάδα εκείνης της περιόδου, θυμάται ότι οι παίκτες στις προπονήσεις έδειχναν την ίδια τσατίλα. Ένα σκληρό μαρκάρισμα στο οικογενειακό διπλό, και όλοι οι συμπαίκτες έτρεχαν να χωρίσουν τους άμεσα ενδιαφερόμενους που είχαν ήδη πιαστεί στα χέρια.
Ο Σιρίλ λοιπόν δεν ήταν μόνος. Πλαισιωμένος από αντάξιους συμπαίκτες, συνέβαλε στο να πρωταγωνιστήσει η Μπαστιά σε μια σειρά αξέχαστα ματς, όπως αυτό με τη σπουδαία Μονακό το 1994, όπου, βλέπουμε, μεταξύ άλλων (σπασμένη μύτη του εξίσου καλόπαιδου Ερί ντι Μεκό, τοπικό παράγοντα που κατεβαίνει από τα επίσημα για να πλακώσει έναν αθώο παρατηρητή κλπ.), τους θεατές του Αρμάν Σεζαρί να μπαινοβγαίνουν στο τερέν σα να είναι στο σπίτι τους.
Καθαρή ποίηση μέχρι το 1.30΄
Στην είσοδο μοιράζονται φέιγ-βολάν: «Οι Γαλάτες δε θα περάσουν το δικό τους!». Ο Λοράν Μορακινί, που έδωσε την κουτουλιά στον Ντι Μεκό, θα τιμωρηθεί με πέντε αγωνιστικές, θα ξαναγυρίσει και σε έναν μήνα θα ξαναδώσει μια κουτουλιά σε ένα ματς με την Γκενγκάν: «Ήμουν καλός παίκτης και πολλές ομάδες ενδιαφέρονταν αλλά μετά από τις δυο κουτουλιές μάλλον κατάλαβαν πως ήμουν εντελώς ηλίθιος».
Με τον ίδιο τρόπο θα συνεχίσει να εντυπωσιάζει και να τρομοκρατεί τη Γαλλία η Μπαστιά και τα επόμενα χρόνια. Το μικροσκοπικό Αρμάν Σεζαρί, ακόμη γιαπί μετά την τραγωδία, με προκάτ αποδυτήρια και συρματόπλεγμα για φράχτη, γίνεται απόρθητο φρούριο όταν γεμίζει με μανιασμένους Κορσικανούς που ουρλιάζουν «Παλιο-Γαλάτη!» στο αυτί παικτών κάθε εθνικότητας, ενώ και εκτός οι επιδόσεις της ομάδας είναι συχνά εντυπωσιακές −τέσσερις κόκκινες σε ένα ματς με τη Ναντ το 1998. Σκωτσέζοι δημοσιογράφοι που βρίσκονται σην Κορσική για ένα ρεπορτάζ σχετικά με τον Τζέιμι Φούλαρτον που έπαιξε μια σεζόν στη Σπορτίνγκ θα αναγνωρίσουν με ιπποτισμό: «Τι τον θέλουν τον Σκωτσέζο; Αυτοί είναι χειρότεροι από μας!». Η πλάκα είναι ότι η Σπορτίνγκ, καταφέρνει, παρότι είχε το μικρότερο μπάτζετ της κατηγορίας, να παίζει ένα αρκετά ευχάριστο ποδόσφαιρο, με την ουρουγουανική έννοια του όρου: όχι πολύ τεχνικό αλλά γεμάτο αυτοθυσία κι αλληλεγγύη. Στον τελικό του Ιντερτότο το 1997, ο Ουσμάν Σουμά ισοφαρίζει με καρφωτή κεφαλιά, σπάει και τις δυο του κλείδες, μένει αναίσθητος αλλά γίνεται θρύλος.
Τα σκοτεινά βλέμματα και τα σπρωξίματα με τον ώμο στη φυσούνα ήταν το «καλώς όρισες» σε κάθε ομάδα. «Οι παίκτες που δεν ψάρωσαν στο Σεζαρί, έκαναν μετά μεγάλη καριέρα: Βιεϊρά, Σισέ, Καρεμπέ…», θυμάται ο Αντονετί. Οι δυο τελευταίοι ξαναγύρισαν για να παίξουν στις ομάδες του νησιού, έτσι για την ανάμνηση, τις προπονήσεις δίπλα στη θάλασσα, την οικογενειακή ατμόσφαιρα και το υπέροχο φαγητό· το 1977, ο Τζόνι Ρεπ πείστηκε να μεταγραφεί στη Μπαστιά ενώ τον ήθελε και η Ρεάλ γιατί η διοίκηση φρόντισε να τον βγάλει για ψαράκι σε μια πανέμορφη παραλία.
Το νησί είναι αγαπησιάρικο, και οι ποδοσφαιριστές που πέρασαν από κει δέθηκαν και με τον τόπο και με τους ανθρώπους, αποκτώντας τις τοπικές συνήθειες και τηρώντας τις προαιώνιες παραδόσεις ακόμη κι αν έρχονταν από πολύ πολύ μακριά. Το 2014, μετά από ένα επεισοδιακό ματς με την Παρί στο Παρκ ντε Πρενς, ο Βραζιλιάνος Μπραντάο σπάει τη μύτη του Τιάγκο Μότα με μια κουτουλιά. Θα το πληρώσει με έξι μήνες τιμωρία, πέντε μήνες φυλάκιση με αναστολή, 20.000 ευρώ πρόστιμο και
έναν αγώνα δρόμου αμέσως μετά την πράξη για να γλιτώσει από την εκδίκηση του θύματός του. Δεν θα το μετανιώσει ποτέ, όπως λέει. Δεν γνωρίζουμε αν το έκανε για να εκδικηθεί τους Παλιο-Γαλάτες.
sombrero.gr