Διαβάζω μια ανέκδοτη μικρή ιστοριούλα «η κουρά του χάρη μπίρμπα» όπως την αφηγήθηκε ο ίδιος κι όποιος θέλει τη διαβάζει. Είναι αληθηνή.
(αυτο συνεβκε προχτες στ 8 Ιουλίου 2010, απο ρθαμαν στα Γιάννινα συσωμ κ ομοθυμ με το φιλομ το Μπίρμπα, απ μας λειπν τα Γιαννινάκια μας) κατοπ βραχειας απουσιας βεβαια κ λεμε να περασουμ τον καιρο μας αναμεσ απ τα Γιάννινα, το Ζαγόρ κ τα Σύβοτα (προς ωρας, λογου π μαθαμαν η μιταγραφη μας λούεται τωρα εκει, κ πηγαμαν απο δλειας κ όχι για χαζ κ τερψη μας), τιποτα μερες, να ιδουμε κ το Ζαγόρ δλδ. απ δε το ξερουμε τοσο καλα απ εκει)
(σ.σ. έφκαμαν όμως για Δουρούτη ξαφνικά, όπως είπαμαν, στο «τι ακούτε» για Πασπας)
οπως ειπα ερθαμαν προχτες από τν Αθήνα μέσω Λάρσας για κάτι θέματα πουχαμαν εκει καθ οδον στο Βόλο κ έρθαμαν στα Γιάννινα το βραδ πο βγαιναν οι μουσλέρες στ Γαριβάλδη. Κι ο φίλος ο Μπίρμπας είχε μια αγκούσα τοτες να στειλ ένα ποστ λεει στο πας τζιαρ, δε ξέρω τι ήταν αυτό, το τόσο πολύ επείγον κι το σοβαρό, μον θμάμαι που μουειπε ότι το πας τζιαρ ειν Πας μόνο, δεν κατάλαβα κ καλα τι ηθελε να πει, κι τ λεω γω: κι γω Πασπας είμαι αλλά δεν έχω τζιαρ στο μπατο, γι αυτό άμα δεν έχς τζιαρ, κάτσε τσ αυγά σ κι μη στεναχωριέσε χωρίς λόγο τ λέω, θα σκάσεις στο μπάτο, τουειπα κι περάσαμαν όλ τ νύχτα με τσ μουσλέρες και με τα φαντάσματα εκει, που να ξερα ότι θα σκαγα εγω ο χαμένος
κ περ λοιπον τν αλλ τ μερα τλφν ο Μπιρμπας πρωι πρωι (7.15) κ ημουν κι λιγο καπως απο κατ παλιοτσιπρα γατοταϊζοντας ολ νυχτα, κρυωσε το στομαχι μ, λεω γω) κ μ λεει:
πανω να κανω ενα κουρεματακι, σαν τ Σόουζα σχεδον θα το φκιακω περιπ, γιατι μουειπες οτ γινκα ντιπ σαν το Διμόλ κ κατα τσ δεκα σε προσκαλω να βαγιρουμε λεγεωναρικά προς Συβοτα μερια, με το τσελικα κι να πιεις κι το φρέντο σ εκεί στν πατριώτσα μ από τν Κόντσα, τι λές;
μεσα, τ λεω, οσο να μπερμπερστεις εσυ, ας κοιμθω καμια ωριτσα ακομα εγω π το χρειαζομαι (απ ειμαι κ οδηγος κιολι στο τσελικα), πινομε κ ενα καφεδακι στο Διεθνες κατοπ (φρεντο πινω γω, αυτος πιν φρπαπε ακομα κ του φουρφουριζν τα ματια συνεχεια) και προελαυνουμε σγα σγα στν Εγνατία κ μεσον Καρτερίου κ οτι κατσ, οκ;
οκ, μουειπε, προθμα, για βετζινα βαλε οπ θελς
μον θμυσου να ρθεις, τ λεω,
οκ, μουειπε, αλλα θα τα παρω στο κοντο, μ λεει, κοντα τα θελω, τι λες κ εσυ;
παρτα οπως θελς τ λεω, τι στο κοντο τι στο μακρυ, ανθρωπος δε γενεσαι με τιποτα, τουειπα γω
θα το ιδουμε αυτο κατοπ, μ λεει, με το νεο μ το λουκ, θα ιδουμε τι θα πουν κ οι απ οξω
καλα, αιντε κουρεψ τουειπα κ σκωθκα, που υπνος, εφκε ο υπνος δεν εκατσε
κατα τσ εννεα, νατος ο Μπιρμπας στο Διεθνες, αγνωρστος ντιπ, γλομπος λεμε, πνιγικα απ τα γελια ολο μια, απ τον ειδα
γελασες με το χαλι μ; φτανει τωρα… κ αφου μ διηγηθκε τα τσ κουρας, μ λεει, τι λες; θ ανταπεξερθω στ εμφανισεις μ, ετς πως μ εκαμε ο πουστογερος;
μια χαρα θα εισαι τ λεω κ αυτο ειν κ το στυλ π σ παει τελικα, μη γερνας ετσ
τον καθησυχασα καπως, ηπιαμαν τσ καφεδες στα γρηγορα (από δυο ήπιαμαν, πραζ;) κι κινσαμαν για τα Συβοτα κατα στ δεκα κ μση η ωρα κ βαλε
τι ειχε γινει λοιπον;
εκει στον κουρεα, απουχε παει, κουρευαν δυο, πατερας συνταξιουχος με πεντε εγκεφαλκα, Πασολες κ ο γιος τ κανονκα, νεος κ ως μπασμενος βεβαια στα νεα στυλ,
ελα ντε ομως π οταν μπηκε ο Μπιρμπας μες στο κουρειο τσ, ο γιος κουρευε εναν κυριο τσ νομαρχιας υπαλληλο, τ αλεκ ισως ανθρωπο
κατσε τ λεει ο κυρ Φιλππας Χαρ παιδιμ, εδω κατσε κ εχω χρονια να σ τν μπερμπερισω τν κεφαλα σ μπαγασα
κυρ Φιλπα ξεκουρας κ λιγο, αρκετα μπαρμπερσες, οχι ολο στο ποδ να σαι συ τωρα, νισαφ, τουειπε ο Μπιρμπας
αστα αυτα κ κατσε κατ στν καρεκλα κ πεμ πώς να τα παρουμε
μια κουβεντα ειν, αλλα στο κοντο θα το θελα να τα παρς κυρ Φιλππα μ, στο κοντο σαν τ Σόουζα περιπ
τον καθιζει ο κυρ Φιλππας, τον ζωνει τσ ποδιες κ τσ χαρτοταινιες, τον κουμπωνει, τ ρινει και μια φαπα στο σβερκο κ τ λεει: πόσο να τα παρουμε;
να μη μ τ παρς κ με τν ψλη, με τ χοντρη τν αριωτερη νομιζω πως θα πρεπ, οχι πολυ, να τον αφηκς τον ποντο τσ
καταλαβα, σ επιακα, μην ανυσχεις, μοναχα να μη ζαγκανιεσε θελω
βανει ο Φιλππας το χτεν στν ηλεκρτικια κ αρχναει απ τ φαβοριτα, ισια τον ανηφορο κ τ λεει:
βλεπς, καλα ειν ετς; ή δε βλεπς;
κταει ο Μπιρμπας τν πρωτη τν κοψια, τι να δει; φανκε καθαρο το τομαρ τ
ο κυρ Φιλππας θες κατ λαθος, θες ταχαμ ταχαμ, ειχε βαλει το μηδεν, για ξουρσμα δλεια δλδ. κ τ αρχινκε το κουρεμα
τι μοκαμες ωρε κυρ Φιλππα τωρα; Στο κοντο σουειπα … πως θα βγω ετσ στον κοσμο; θα γελαν ολ οι γκοροι με μενα, πω πω πω πω
τσοπα, τ λεει ο κυρ Φιλππας, τσόπα εγινε ενα λαθος, θα το φερουμε σγα σγα, θα το σβησουμε προς τ απαν κ θα στρως κατα πισω, μον θελω απο σενα, να μη ζαγκανιεσε σουειπα
κ εκει παιταχκε κ ο γιος τ: αμαν βρε μπαμπα τι εκαμες τ ανθρωπου, τωρα;
τσοπα, τ λεει, εγω αυτην τ χτενα ειχα απαν, ποιος τν πειραξε; δε πραζει ομως, θα τα φερω εγω, λεει, που θα παει
τι να φερς ωρε Φιλππα, απ μ εκαψες ασκι, τ λεει ο Μπιρμπας απογοητευμενος, με ξουρσες τωρα παει, τραβατο ετς τωρα κ να σκολναμε κ εχουμε κ τσ δλειες μας γμτο μ
καλα οπως θελς, αλλα μη κνιεσε, για να σε βγαλω περα καλα
αφου του μπερμπερσε ολ τν κεφαλ τ κ ως το σβερκο κατ κατ κ τ καθαρσε κ ολα τα γατσομαλλα, τον βουρτσε κατοπ κ το βαλε κ το καθρεφτακ πο πισω απ το σβερκο,
πως τα βλεπς; τ λεει, ωραια;
σαν τον κωλλο σ μ εφκιακες τωρα, τ λεει ο Μπιρμπας
σε μια βδομαδα θα γενουν οπως τα θελες Χαρι μ κ θα ματαρθς, εδω θα μεστε
σε μια βδομαδα θα χω σκασει ρα κ γρηγοτερα εσυ αμιν, τ λεει ο Μπιρμπας
να σ’ αλφρωσω κ λιγο τα γενια τωρα; σαν στο κεφαλ θα ναι, ιδια, να παρς οψη γενικη
όχι, θα ξυρστω μοναχος μ στο σπιτ, τ λεει ο Μπιρμπας
εγω λεω να στ τ αλαφρωσω λιγακι, για να μη σ μπουκως το ξουραφ, όχι τιποτ αλλο, καλα εσυ ξερς … αλλα αμα θες τα περναμε ένα χερ
καλα παρτα, οτ θες καντα τωρα, ετς απ μ εφκιακες σαν το Μπιλαντεν δε θ μ αφκς κιολι, με τα γενεια;
τ αλαφρωσε και τα γενεια καλα καλα κ τ λεει κατοπ:
τ αυτια θελς να τα καθαρισουμε από λιγο κ αυτακ;
ε, διωξ κ καμια τριχα απ οξω απ οξω, τ λεει ο Μπιρμπας
κ χων το ψαλιδι ο κυρ Φιλππας και κλιτς κλιτς κλιτς κλιτς, τσ εκοβε τσ τρίχες
προσοχη κυρ Φιλππα, προσοχη, μη το προχωρας, θα μ τρυπησεις το τυμπανο μ …
μη κνιεσε σουειπα ρα κ δε στο τρυπαω
σκολασες τωρα; τ λεει ο Μπιρμπας, πουχε γενει πανι στον υδρωτα, λυσε με τωρα, λυσε με, να παρω αερα
στακα ρα, στακα, τ λεει, δε σκολασαμαν ακομα, ετς θα σ αφηκω
τι αλλο θα μ καμς ρα κυρ Φιλππα;
να σ παρω και λιγο τσ τριχες απο μες απ τσ μυτες, π βηκαν απ οξω σα φτιλια
κι σκωνεται ο Μπιρμπας τοτε απαν μ ενα ντελιριο κ αρχιζ τα μπινελικια κ τα ξωφρενικα τ – ποιος ειδε το Θεο και δε φοβηθκε - κ να τ λεει: παρεμ κ απ τσ μυτες, παρεμ κ απ τον κωλλο, κ απ τ αρχιδια παρε μ, παρε μ, ετς απ μ εφκιακες κ πεταει τσ ποδιες περα κ πενηντα ευρα τ πεταξε κ τ λεει:
φτους ρα μασκαρα, φτους ρα ντιλνε απ το Σιοποτσελ, μν εστες ααα Φιλππα; ποσα χρονια με καετερουσες ωρε σκουπρο; κριμας π σ ανεχομαν τοσα χρονια στο γαμμνο το πεταλο, κωλλο μπαρμπερ τ κερατα
κ τ λεει ο Φίλππας:
θμιεσαι Μπίρμπα ή δε θμιεσαι; θμιεσαι π μουλεες τοτες, απ μουφτνες κ τα λιοσπορα στα μουτρα κ μουλεες: τι ξερς εσυ ρα καραφλα μπαρμπερ απο μπαλα; ετσ μου λεες, α, πες τιποτα τωρα, α πες, απ γιγκες σαν τον κωλλο στ νυφσ
εισαι πολυ πουστς μπαρμπερς, σεβομαι ομως τν ηλικιας, το παιδις που ναι μαλαμα κ τν υπομονη σ ν στεκεσαι κοντα στν ομαδα παρα τα γιουροξουριασ, τιποτ αλλο δε σ λεω, γεια σ μοναχα
θα τα πουμε στο πεταλο μπαρμπερ
θα τα πουμε Χαρ μ κ σουπερ λιγκα να τα ποομε κ ο,τι κατηγουρια θελς, για ακους σαν τ Σόουζα τα θελε
πολυ τ κακοφανκε τ φιλου έπεσε ν αρρωστήσει κ πηγα κ εγω κατοπ κ τα κοψα, στο Λεωνιδα ομως πηγα γω, στο Παλλαδιο