Όταν μεγαλώσουμε, μπορεί να γίνουμε χαζοί σαν αυτούς
Θα σας διηγηθώ μια ιστορία, αληθινή ή ψεύτικη δεν έχει σημασία
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η οικογένεια του μικρού, ας τον πούμε Κ, έφτασε σε μια νέα πόλη και μπήκε στο καινούργιο της σπίτι. Σε μια περιοχή μακριά από το κέντρο. Μια όμορφη περιοχή μέσα στην φύση. Ιδανική για να μεγαλώνεις παιδιά. Το μόνο πράγμα που δεν άρεσε στους γονείς ήταν πως το σχολείο βρισκόταν στην πιο κακόφημη γειτονιά. Μια γκρίζα γειτονιά, άσχημη και μουντή, στην οποία ζούσαν αυτοί που, θεωρητικά, ανήκαν στα «χαμηλότερα» κοινωνικά, και οικονομικά, στρώματα. Αυτό το σχολείο είχε τη φήμη του χειρότερου της πόλης. Το οξύμωρο ήταν πως το σχολείο που θεωρούνταν το «καλύτερο» της πόλης απείχε μόλις στα τέσσερα λεπτά, από εκεί, με τα πόδια. Σε αυτό φοιτούσαν παιδιά από πιο δυνατές, οικονομικά, οικογένειες. «Βρε πάρε το παιδί να το γράψεις και εσύ εδώ» έλεγε συνεχώς στον πατέρα του Κ. ένας γείτονας και φίλος. Ανένδοτος αυτός: «Δεν μου αρέσουν αυτά. Γιατί τι θα πάθει; Παιδιά εδώ – παιδιά και εκεί. Θα κάνει και νέους φίλους και θα βλέπει τον γιο σου τα απογεύματα».
Στο σχολείο, χωρίς υπερβολή, υπήρχαν πολλά ατίθασα παιδιά που έμπλεκαν συνεχώς σε φασαρίες. Αν και με τη λέξη «ατίθασα» είμαι πολύ επιεικής. Δεν είναι άλλωστε και το πιο σύνηθες, για ένα παιδί, να πάει στην τουαλέτα, στην Πέμπτη Δημοτικού, και να δει τον συμμαθητή του να καπνίζει. Εκτός και αν μιλάμε για το Χάρλεμ της δεκαετίας του ’70 (Ακούγεται κάρφωμα σε μπασκέτα με σιδερένιο διχτάκι και Φάνκι Ντίσκο μουσική). Σε αυτό το σχολείο ο Κ. δεν έκανε πραγματικούς φίλους, αν και υπήρχαν αρκετά παιδάκια που έβρισκε κοινά μαζί τους. Συνάντησε όμως μερικούς από τους πιο ταλαντούχους μικρούς ποδοσφαιριστές. Και αυτό του άρεσε πολύ ίσως και περισσότερο. Μερικοί ήταν πραγματικοί ζογκλέρ. Έκαναν πράγματα με την μπάλα, φορώντας τζιν, και όχι ποδοσφαιρικά παπούτσια, που δεν τα έβλεπες ούτε στην τηλεόραση. Εννοείται πως όλοι περνούσαν πρώτοι σε όλα τα καθιερωμένα τεστ που γινόντουσαν από προπονητές που έψαχναν για ταλέντα αλλά, εννοείται και πάλι, πως κανένας δεν πήγε ποτέ σε καμία κανονική ομάδα ποδοσφαίρου, ή αν πήγε – έφυγε μετά από 2-3 προπονήσεις, αφού ήταν ανένταχτοι και στη πορεία τους κέρδιζαν συνεχώς άλλα «σπορ». Ο Κ. έπαιζε και αυτός καλή μπάλα, όχι σαν αυτούς, αλλά καλή, και επειδή ήταν και ο πιο δημοφιλής, και καλύτερος μαθητής, της τάξης, είχε κερδίσει την θέση του στην βασική εντεκάδα της ομάδας του σχολείου, ως επιθετικός, λογικά σε σύστημα 2-3-5 ή 2-8.
Στην πρώτη εκδρομή της χρονιάς, τα δύο σχολεία συνέπεσαν, για κακή τους τύχη, στον ίδιο χώρο. Στο Μαρακανά της πόλης, το Σάλτσινο. Η περιοχή εδώ και πολλά χρόνια φυσικά και έχει δώσει την θέση της σε πολυκατοικίες Το κακόφημο από τη μία και το λαμπερό από την άλλη. Οι εικόνες θα μπορούσαν πολύ εύκολα να φέρουν στο μυαλό ολόκληρες σελίδες από το εξαιρετικό βιβλίο «Ο πόλεμος των κουμπιών» του Λουί Περγκό. Ο Κ. όπως ήταν λογικό είχε πάει να βρει τους πολλούς φίλους που είχε στο απέναντι σχολείο. Αυτό του «εχθρού». Το πιο φυσιολογικό ήταν να λήξει η εκδρομή με ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου ανάμεσα στα δύο σχολεία. Όπως και έγινε. Ένα ματσάκι που οργανώθηκε, και στήθηκε, αμέσως από τους δύο γυμναστές που είχαν και τον ρόλο των διαιτητών – και όχι των προπονητών. Οι εντεκάδες βγήκαν απ’ τα παιδιά και εννοείται δεν θα υπήρχαν αλλαγές. Οι 22 καλύτεροι. Ήταν άλλωστε θέμα τιμής. «Δεν πρόκειται να χάσουμε από τους φλώρους», έλεγαν οι μεν. «Δεν πρόκειται να χάσουμε από τους αλήτες», οι δε. Το παιχνίδι μύριζε μπαρούτι και ήταν σχεδόν βέβαιο πως δεν θα έληγε αναίμακτα αλλά ούτε και σε αθλητικά πλαίσια. Η σέντρα έγινε κάτω από τις επευφημίες των κοριτσιών που έτρωγαν κρουασάν και φώναζαν «βίαια» συνθήματα όπως: «Bρέξει χιονίσει ο K. θα κερδίσει» και άλλα τέτοια αθώα, αφού, συγγνώμη που δεν το ανέφερα, όλες ήταν ερωτευμένες μαζί του.
Με το σκορ στο 0-0, και το χρονόμετρο να έχει φτάσει στο δέκατο λεπτό, ένας από τους καλύτερους παίκτες των «φλώρων», κολλητός του Κ. και καλός μαθητής, με έμφαση στο γκολ αλλά και στους έρωτες, αφού δεν είχε αφήσει κορίτσι για κορίτσι ήσυχο, θα ανοίξει το σκορ με δυνατό σουτ και θα κάνει το λάθος να πανηγυρίσει έντονα στα μούτρα του στόπερ και μεγαλύτερου καβγατζή που έχει βγάλει ποτέ Δημοτικό σχολείο. Όχι στην περιοχή. Στον κόσμο. Ουδείς έμαθε τι έκανε μετά το Δημοτικό και που μπορεί να βρίσκεται. Αν δεν δουλεύει ως πορτιέρης σε κάποιο μπαρ του Μεξικού, ίσως βασανίζει ανθρώπους σε κάποια εμπόλεμη ζώνη. Η αντίδραση φυσιολογική και άκρως πολιτισμένη αν έχεις μεγαλώσει με Κόναν ο Βάρβαρος και Μπρους Λι. Δεν χρειάζονται κουβέντες και λοιπά φρου-φρου. «Γιού Τζέιν – Άιμ Τάρζαν». Δύο χέρια στο λαιμό του σκόρερ και μια κουτουλιά που τον έριξε φαρδύ πλατύ στο χωματένιο γήπεδο. Το παιχνίδι διεκόπη. Ο νεαρός τραμπούκος πήρε αποβολή για μια βδομάδα, για να συνετιστεί, και στην διάρκειά της την είχε στήσει έξω από το σχολείο, στα κάγκελα, και έβριζε τους δασκάλους καπνίζοντας. Ήταν άλλωστε 11 ετών. Μπορούσε να κάνει τα πάντα.
Η ντροπή ήταν μοιρασμένη. Απ’ τη μία το 1-0, και ας έγινε διακοπή. Η ήττα είναι ήττα. Απ’ την άλλη, η μη αντίδραση του σκόρερ στο ξύλο που έφαγε μπροστά σε δασκάλους, συμπαίκτες και κορίτσια, τα οποία για μια βδομάδα τον είχαν γραμμένο. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, τάμπλετ και VAR, κανονίστηκε ρεβάνς. Στα κρυφά. Μόνο οι 22 και χωρίς δασκάλους, και οπαδούς. Έδρα το οικόπεδο που θεωρούνταν τότε ως η Μέκκα των χωμάτινων της περιοχής. Στου Γιάννη του Κοκκάλα. Μέχρι ξύλινα τέρματα υπήρχαν. Μέρα και ώρα διεξαγωγής: Πρωινό Σαββάτου, αμέσως μετά το τέλος των GI Joe, ώστε να έχει τελειώσει, όταν θα άρχιζε το Σούπερ Σάββατο. Η αναμέτρηση μύριζε αίμα και, ειλικρινά, τώρα που το σκέφτομαι ξανά δεν μπορώ να βρω το λόγο που κατέβηκαν οι «φλώροι». Ήταν το πρώτο σπουδαίο «αθλητικό» μάθημα για τον K. Αυτό το «χάνετε ή τρώτε ξύλο» μπορούσες να το καταλάβεις με την σέντρα. Ό,τι ζητούσαν οι μεν, δεν το έδιναν οι δε. Αν έφευγαν θα έτρωγαν ξύλο. Αν σκόραραν πάλι θα έτρωγαν ξύλο. Η λύση ήταν μία. Να χάσουν. Δεν ξέρω πόσο έληξε το παιχνίδι και δεν είχε καμία σημασία αφού δεν παίχτηκε επί ίσοις όροις. Η νίκη για τους ηττημένους ήταν να γλιτώσουν το ξύλο, κάτι που στην τρυφερή ηλικία των 11-12 ήταν πολύ σημαντικότερο. Μεγαλώνοντας μαθαίνεις και άλλες έννοιες όπως ο σεβασμός.
Ο Κ. μεγάλωσε. Έπαιξε ποδόσφαιρο, έπαιξε μπάσκετ, και λάτρεψε τον αθλητισμό. Κάτι που συνεχίζει να κάνει ακόμα και σήμερα. Δυστυχώς και ας έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια συνεχίζει να βλέπει εκείνα τα φοβισμένα πρόσωπα των παιδιών που βρέθηκαν εκείνη τη μέρα αντίπαλοι με την ομάδα του, χωρίς διαιτητές, σε μια νίκη που δεν μπόρεσε να την χαρεί. Ευτυχώς όχι σε πρόσωπα παιδικά αλλά σε διαφόρων παραγόντων, σε αρκετών παικτών και δημοσιογράφων, και φυσικά χιλιάδων οπαδών. Μια δίκαιη νίκη μπορεί να φαίνεται έτσι στο γήπεδο και να έχει κριθεί εκτός αυτού με χίλιους δυο τρόπους. Έχουμε ακούσει και δει τόσα και τόσα. Δυστυχώς όταν μεγαλώνεις και συνειδητοποιείς πως γύρω σου βλέπεις συνεχώς ανθρώπους που κάνουν σημαία τέτοιες νίκες και τέτοιες συμπεριφορές το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να λυπηθείς. Και για την κατάντια σε προσωπικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο αθλητισμού. Πως είναι δυνατόν άνθρωποι που δείχνουν σοβαροί στην κοινωνία, οικογενειάρχες με παιδιά να συμπεριφέρονται πολλές φορές ως οι χειρότεροι κάφροι μπροστά σε μια φανέλα και ένα σήμα και να μην σηκώνουν κουβέντα για τον πρόεδρο, τον ηγέτη. Πόσο μίζερη πρέπει να είναι η καθημερινότητα για να βρίσκει κάποιος χαρά και να νιώθει δυνατός μόνο μέσα από την δύναμη κάποιου άλλου. Αναπάντητα ερωτήματα στην καθημερινότητα του ελληνικού ομαδικού αθλητισμού εδώ και τόσα χρόνια.
Δεν ξέρω γιατί τα γράφω όλα αυτά και γιατί θυμάμαι αυτή την ιστορία μετά από τόσα πολλά χρόνια. Ίσως επειδή ζω σε μια χώρα όπου η κλεψιά έχει φτάσει να θεωρείται μαγκιά και ο φόβος του αντιπάλου θεωρείται πλέον ως επίδειξη δύναμης -και όλο αυτό μόνο αηδία μπορεί να προκαλέσει σε ανθρώπους που αγαπούν τον αθλητισμό ως αυτό που πραγματικά είναι. Μια χώρα που ο εκάστοτε «πρόεδρας» θεωρείται μάγκας επειδή πετσόκοψε τον αντίπαλο λες και είναι ο Στράτος ο Καραμάνης στο «Μικρό ψάρι» του Οικονομίδη. Εκεί που δεν υπάρχει αντίδραση στην κάθε κακή δράση – από αυτούς που πρέπει. Εκεί που χαίρεσαι επειδή ο τραμπούκος που ηγείται, και εκπροσωπεί, πολλές φορές, φορώντας πλέον πουκάμισο και σακάκι, και όχι την φανέλα της ομάδας, της «θρησκείας», ξαφνικά δεν είναι τραμπούκος αλλά «κύριος» στα δικά σου μάτια, επειδή πολύ απλά η ομάδα κέρδισε, και ας ξέρεις, πως αυτή η νίκη δεν ήρθε με την αξία της. Δίκαια. Δεν σε νοιάζει και πολύ, έτσι δεν είναι. Όπως έγραψε άλλωστε, διηγούμενος μια ιστορία μέσα από τα μάτια των παιδιών, και ο Περγκό: «Όταν μεγαλώσουμε μπορεί να γίνουμε χαζοί σαν αυτούς».
sombrero.gr