Ζαΐμι: «Όλα ξεκίνησαν με μια υπογραφή σ' ένα κωλόχαρτο»
Οι σφαίρες στα Τίρανα, το ξύλο που έτρωγε στις προπονήσεις στην Προοδευτική από τους συμπαίκτες του, η υπογραφή σε κωλόχαρτο για 100.000 δραχμές. Ο Αλέξανδρος Ζαΐμι μίλησε στο gazzetta.gr και τον Παναγιώτη Δαλαταριώφ στη μοναδική συνέντευξη που έχει παραχωρήσει στην Ελλάδα εδώ και 26 χρόνια!
Συνέντευξη στον Παναγιώτη Δαλαταριώφ
Πριν από 26 χρόνια, ο Ρολάντ Ζαΐμι πατάει για πρώτη του φορά το πόδι του στο «Κλουβί», στο γήπεδο της Προοδευτικής. Ερωτεύτηκε αμέσως. Κι όπως όλες οι ιστορίες αγάπης και πάθους κρύβουν πόνο, έτσι κι αυτό το story που θα διαβάσετε παρακάτω έχει αρκετές πληγές.
Σήμερα, 26 χρόνια μετά, ο Αλέξανδρος Ζαΐμι (βαφτίστηκε με ελληνικό όνομα στη Ρόδο), δεν έχει κρατήσει μέσα του τ' άσχημα και μέσω του gazzetta.gr ξετυλίγει την ιστορία της ζωής του. Από τα Τίρανα στην Ελλάδα, οι 100.000 δραχμές που έπαιρνε ανά ματς, το μηδενικό συμβόλαιο που ήταν ένα κομμάτι χαρτιού τουαλέτας, οι δυσκολίες μέχρι να τον αποδεχτούν οι συμπαίκτες του και το όνειρο να πάει στην ΑΕΚ. Ένα όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε λόγω των τρελών απαιτήσεων του τότε ιδιοκτήτη της ομάδας, Γιάννη Καρρά, για τον οποίο λέει τα καλύτερα.
Από τις σφαίρες στην Αλβανία, στην Ελλάδα από την οποία δεν θα έφευγε ούτε για την Μπαρτσελόνα.
Ο Ζαΐμι στη στη συνέντευξη της ζωής του. Στη μοναδική συνέντευξη που έχει παραχωρήσει σε ελληνικό Μέσο.
Φωτογραφίες: Χρήστος Λώλος
Κατ' αρχάς να σε ευχαριστήσω θερμά που δέχτηκες να μιλήσεις. Δεν το 'χεις κάνει ποτέ, αν δεν κάνω λάθος. Γιατί;
«Ήμουν βλάκας, αλλά εντάξει, η απόφαση μου αυτή είχε και μία βάση. Με έπαιρναν τηλέφωνο να πάω στην Αθλητική Κυριακή κα σε άλλες εκπομπές, όμως, δεν ήξερα καλά ελληνικά και ντρεπόμουν. Στην τηλεόραση δεν έχω βγει ποτέ. Ούτε όταν έπαιζα μπάλα δεν το έκανα. Πόσω δε όταν σταμάτησα. Δεν νιώθω καλά μ' αυτά. Δεν το 'χω ρε φίλε. Βέβαια, τώρα στο γιο μου θα του πω όταν φτάσει σ' αυτό το επίπεδο να μιλάει. Δεν υπάρχει το "δεν νιώθω καλά, δεν κέρδισα". Αν του λένε από ένα σοβαρό Μέσο να πάει, θα πρέπει να το κάνει. Ακόμη κι αν έχει χάσει η ομάδα του και είναι χάλια ψυχολογικά».
Είσαι στην Ελλάδα πάνω από 20 χρόνια. Σε μάθαμε ως Ρολάντ Ζαΐμι και σήμερα λέγεσαι Αλέξανδρος Ζαΐμι. Πώς θυμάσαι εκείνες τις μέρες που ήρθες από τα Τίρανα στη χώρα μας; Πώς σε αντιμετώπισαν εδώ;
«Είμαι 25 και πάω για 26 χρόνια στην Ελλάδα. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που ήρθα στην Ελλάδα. Ήμουν πολύ μικρός στην ηλικία, δεν είχα φύγει ποτέ μακριά από την οικογένειά μου και ήταν πολύ δύσκολα. Παρόλα αυτά, επειδή ως χαρακτήρας είμαι σκληρό παιδί και τσαμπουκά τα κατάφερα. Τότε, στην Αλβανία, για να επιβιώσεις έπρεπε να ήσουν σκληρός. Διαφορετικά ήταν δύσκολα.
Ήρθα, λοιπόν, στην Ελλάδα για μια ομάδα όπως είναι η Προοδευτική, που οικονομικά ήταν πολύ δύσκολα. Από την πρώτη μέρα που με έφεραν στον Κορυδαλλό και μπήκα στο γήπεδο το ερωτεύτηκα. Λέω μέσα μου "εδώ είμαι, θα κάνω ό,τι καλύτερο για μένα και για την ομάδα, αν τελικά μείνω". Την άλλη μέρα πήγα στα 3-5 Πηγάδια, μαζί με έναν άλλο συμπαίκτη, τον Τσιούρη. Εκείνος δεν έμεινε, εμένα με κράτησαν και έτσι ξεκίνησε η ιστορία μου στην Ελλάδα».
Ήρθες από μια χώρα με τόσα προβλήματα.
«Όταν έφυγα εγώ το 1996-1997, θυμάμαι ότι περνούσες τα φανάρια και πυροβολούσαν στα πέντε μέτρα. Είχα ξαπλώσει κάτω. Γάζωναν τ' αμάξια. Περνούσες το φανάρι και σε πυροβολούσαν ή αν σε έβλεπαν να φοράς καλά ρούχα στα έπαιρναν. Σ' άφηναν με το σώβρακο. Πολλές φορές μου είχαν βγάλει τη μπλούζα. Σε έγδυναν στο δρόμο».
Δεν έπαιζε ρόλο ότι ήσουν ποδοσφαιριστής;
«Το ποδόσφαιρο στην Αλβανία είχε χαθεί τότε, ο κόσμος ήθελε να ζήσει. Σε σκότωναν στο δρόμο. Όταν έφυγα εγώ άνοιξαν τα στρατόπεδα, πήραν τα όπλα και τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Εγώ αυτό δεν το έζησα, το έζησαν οι γονείς μου τους οποίους τους έφεραν κατευθείαν στην Ελλάδα».
Νιώθεις Ελληνας;
«Εχω βαφτιστεί Έλληνας. Θα σου πω την αλήθεια, στη ζωή μου δεν θα άλλαζα τίποτα, είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος. Μπορεί να έχω περάσει όλα αυτά που έχω περάσει αλλά είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος που βρέθηκα σ' αυτή τη χώρα. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ, μα ποτέ, τη στιγμή που ήμουν στο αεροπλάνο και επέστρεφα από την Κύπρο. Έβλεπα την Αθήνα από ψηλά και είπα "Θεέ μου, σε παρακαλώ πολύ μη με κάνεις ποτέ να φύγω απ' αυτήν τη χώρα. Να μη με ζητήσει ούτε η Μπαρτσελόνα, αν είναι να φύγω". Εγώ δεν ήρθα εδώ για να αλλάξω την Ελλάδα, η Ελλάδα άλλαξε εμένα. Εγω προσαρμόστηκα στα έθιμα της Ελλάδας. Από την πρώτη μέρα που ήρθα στην Ελλάδα ένιωθα Έλληνας. Δεν νιώθω Έλληνας, είμαι Έλληνας. Βαφτίστηκα το 2005 στην κολυμπήθρα κανονικά, στη Ρόδο, με νονό τον συμπαίκτη μου τον Σιδηρόπουλο. Είχαν έρθει και οι Χουζούρης, Ανδράλας, Ρουτζιέρης.Ξεκίνησα να λέω το "Πιστεύω" και με κορόιδευαν γιατί δεν το είχα μάθει καλά».
Πώς ήταν το πρώτο διάστημα στην Προοδευτική;
«Θυμάμαι όταν γυρίσαμε από την προετοιμασία οι μόνοι ξένοι στην ομάδα ήμασταν εγώ, ο Αφάς κι ο Αλί Ντιπ, ένας άλλος Σύριος. Ο Ντιπ έφυγε στις πρώτες αγωνιστικές λόγω οικονομικών θεμάτων. Ο Αφάς έφυγε μετά από 5-6 αγωνιστικές και πήγε στον Ιωνικό. Ήμουν ο μόνος ξένος με 28 Έλληνες. Ήταν λογικό να είναι λίγο δύσκολα. Ο Γαϊτάνος αρχικά ήταν εκείνος που με κράτησε στην ομάδα και μετά ήρθε ο Κόβης.
Επειδή δεν είχε έρθει η μπλε κάρτα μου δεν έπαιξα στις πρώτες δύο αγωνιστικές που χάσαμε από Παναιτωλικό στην έδρα μας 0-1 και στη Λάρισα. H ομάδα τότε ήταν στη Β' Εθνική. Ο Γαϊτάνος ύστερα απ' αυτές τις δύο ήττες έφυγε και ήρθε ο Κόβης. Το πρώτο μου ματς που έπαιξα με την Προοδευτική ήταν με τα Γιάννενα ως. Χάναμε 1-0 και ισοφάρισα προς το τέλος 1-1. Πρώτο παιχνίδι και πρώτο γκολ».
Αυτό το γκολ βοήθησε στο να σε αποδεχτεί κι ο κόσμος πιο γρήγορα;
«Βέβαια, από την αρχή έδειξα ότι έχω μπει στην ομάδα, ότι δεν τα παρατάω, ότι παλεύω... Η εικόνα μου αυτή άρεσε πολύ - ειδικά στην Προοδευτική που είναι ομάδα με τσαμπουκά και ήθελε τέτοιους παίκτες. Αυτά ήταν τα καλά».
Δηλαδή;
«Κοίτα. Εκτός από το ότι έπρεπε να με αποδεχτεί ο κόσμος, έπρεπε να με αποδεχτούν κι οι συμπαίκτες μου. Υπήρχε και λίγο ρατσισμός, αλλά πιστεύω ότι είναι λογικό. Ήταν μια παρέα και ήρθα ξαφνικά εγώ από το πουθενά. Σε κάθε προπόνηση έπεφταν μάχες. Με Ντάγκα, Γιαννόπουλο, Παπαχρόνη, Αγγελόπουλο έπεφτε πολύ ξύλο. Πολύ ξύλο. Μέχρι που και εκείνοι αντιλήφθηκαν ότι εγώ δεν καταλάβαινα και με άφηναν στην ησυχία μου».
Παρέα σε έκαναν;
«Στην αρχή με τον μόνο που έκανα παρέα ήταν ο Αντώνης Μόλακας (φροντιστής της Προοδευτικής)».
Και μετά;
«Παίξαμε στην έδρα μας με τον Πανελευσινιακό. Είχαμε δύο σερί εντός. Απ' αυτό το ματς και μετά είπα ότι αν δεν πληρωθώ δεν ξαναπαίζω. Δεν έκανα προπόνηση. Ήμουν τρεις μήνες στην ομάδα και δεν είχα πάρει δραχμή. Κι εκείνοι από τη διοίκηση πήραν στο ξενοδοχείο και μου έβγαλαν τα ρούχα στο δρόμο. Γύρισα στο ξενοδοχείο από την προπόνηση που δεν έκανα και μου λέει εκεί ο υπάλληλος "δεν μπορείς να μείνεις άλλο εδώ, από την ομάδα δεν πληρώνουν το ξενοδοχείο".
Τότε πήρα τηλέφωνο στην Αλβανία τους γονείς μου για να βρουν εκείνον που με έφερε στην ομάδα, αν θυμάμαι καλά τον λένε Ευθυμίου. Εγώ κι ο Γιούπι, ήμασταν οι πρώτες μεταγραφές στην Αλβανία με λεφτά το 1995. Από τη Ντιναμό Τιράνων πήγαμε στην Παρτιζάν. Ο Γιούπι τώρα είναι σχολιαστής. Ο Ευθυμίου, λοιπόν, βρήκε κάποιον μέσα στην Παρτιζάν και πήρε την μπλε κάρτα χέρι με μέχρι. Απ' ότι έμαθα, η Προοδευτική του πλήρωσε 4.000.000 δραχμές για να πάρουν εκείνη την μπλε κάρτα μου.
Ο Ευθυμίου μού είπε να υπογράψω ότι εκείνος ήταν ο μάνατζερ μου, για να μην με πάρει άλλος. Εγώ υπέγραψα. Μόνο που αυτό που υπέγραψα ήταν ένα 5ετές μηδενικό συμβόλαιο με την Προοδευτική. Όταν με έφεραν στην Ελλάδα, εκείνος πήρε τα λεφτά, έδωσε την μπλε κάρτα και εξαφανίστηκε. Δεν τον είδα ποτέ ξανά αυτόν τον άνθρωπο.
Η μητέρα μου, λοιπόν, πήρε τηλέφωνο τότε στο ξενοδοχείο και έτσι έμεινα. Για μία εβδομάδα έκανα μόνος μου προπόνηση γύρω γύρω στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, γιατί έμενα στην Καστέλα. Εκεί ήταν το ξενοδοχείο. Λίγες μέρες μετά οι γονείς μου με πήραν τηλέφωνο για να γυρίσω πίσω. Ήμουν από τα καλύτερα ονόματα στην Αλβανία. Θα είχα ομάδα και θα ήμουν σπίτι μου».
Τί απάντησες;
«Είπα πως "ό,τι και να γίνει στην Αλβανία δεν ξαναγυρίζω, ακόμα κι αν έπρεπε να κάνω δουλειά". Δεν ήθελα με τίποτα να με πουν "αποτυχημένο". Δεν είναι ότι δεν έπαιζα γιατί δεν έκανα, αλλά γιατί ήθελαν να μη μου δώσουν δραχμή».
Ποιος ήταν αυτός που έδωσε εντολή για να φύγεις από το ξενοδοχείο;
«Δεν ξέρω ποιος ήταν. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι αυτήν τη μία βαλίτσα που είχα την είχαν πετάξει έξω από την κεντρική πόρτα. Μετά με πήρε ο Ευθύμης Τσαλουχίδης (κανόνιζε τις μεταγραφές στην Προοδευτική) και μου είπε "έλα πίσω, θα σου κάνω συμβόλαιο και θα παίρνεις 100.000 δραχμές για κάθε συμμετοχή". Το συμβόλαιο ήταν ένα... κωλόχαρτο. Εκεί που καθόμασταν έκοψε ένα κομμάτι χαρτιού και βάλαμε τις υπογραφές μας. Ετσι γύριζα στην Προοδευτική. Βέβαια ποτέ δεν έπαιρνα τα λεφτά στην ώρα μου. Επρεπε να "πλακώνομαι" ή να κάνω ότι είμαι τραυματίας. Επρεπε να επιβιώσω».
Πολύ δύσκολα δηλαδή.
«Τους πρώτους 3,5μήνες που έμενα στην Καστέλα πήγαινα στο γήπεδο, στον Κορυδαλλό με τα πόδια. Μόνο μία φορά με πήρε μαζί του ο Αφάς, γιατί η γυναίκα του δούλευε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που έμενα. Τα λεφτά που έπαιρνα τελείωναν πολύ γρήγορα όταν χρησιμοποιούσα ταξί. Εμπαινα πρώτος και κατέβαινα δέκατος. Όταν έβλεπαν ότι δεν ξέρω ελληνικά, με έκαναν κύκλο και πλήρωνα 6.000 δραχμές για μια κούρσα που έκανε 300 δραχμές. Ετσι σταμάτησα το ταξί. Μετά η ομάδα μού έδωσε σπίτι και με έβαλαν σ' ένα διαμέρισμα μαζί με τον Καραναστάση».
Τον τερματοφύλακα.
«Ναι. Δίναμε μάχες στην αρχή και μ' αυτόν. Ήταν ένα μικρό παιδί και ήθελε την ησυχία του, όπως και εγώ. Ξαφνικά τον έβαλαν να μείνει με κάποιον που δεν ήξερε. Δίναμε μάχες. Επειδή δεν μου έδινε κλειδί, θυμάμαι ότι με είχε αφήσει να τον περιμένω έξω από το σπίτι μέχρι τις 2-3 τα ξημερώματα. Μετά καθόμουν μέσα γιατί φοβόμουν να βγω επειδή θα με άφηνε έξω. Εβλεπα τηλεόραση και όταν ερχόταν μου άλλαζε κανάλια. Μία μέρα "σκοτωθήκαμε" και τελικά με έβαλαν σε δικό μου διαμέρισμα.
Στο δεύτερο γύρο άλλαξαν όλα. Κάναμε εξαιρετική πορεία, έγινα ένα με την ομάδα και ανεβήκαμε κατηγορία.
«Απ' όταν ξεκίνησα να παίζω σταμάτησαν τα πολλά προβλήματα. Πριν ξεκινήσει το πρωτάθλημα ήταν δύσκολα. Μετά με πρόσεχαν. Ήμουν ο μόνος ξένος στην ομάδα, όπως είπα και στη συνέχεια με έκαναν να μη νιώθω ξένος. Μου έκανα πλάκα επειδή δεν μιλούσα τα ελληνικά τόσο καλά.
Όλα αυτά δεν θα τα άλλαζα. Αν έπρεπε να τα ζήσω όλα από την αρχή, θα έκανα πάλι τα ίδια».
Ο Καραναστάσης σού ζήτησε συγγνώμη;
«Τα βρήκαμε ρε 'συ. Δεν τον αδικώ, ήταν 17 χρονών. Όσο να 'ναι ήθελε την ησυχία του, ο καθένας θέλει την ησυχία του. Τον αγαπάω, όπως κι όλους τους συμπαίκτες μου. Μετά κάναμε όλοι παρέα, είχαμε τις πλάκες μας. Ήταν ωραία...».
Ποιο ήταν το πιο σημαντικό σου ματς στην Προοδευτική - ειδικά στη χρονιά της ανόδου;
«Όταν ήρθα εδώ, ήξερα ότι θα κάνω παίρνω 70.000.000 δραχμές και όχι ότι θα μείνω τελικά μ' ένα μηδενικό συμβόλαιο. Αυτός που με έφερε το μόνο καλό που μου έκανε ήταν ότι μ' έφερε σ' αυτήν τη χώρα. Θα ήταν καλύτερα αν έπαιρνα και λεφτά αλλά ακόμη και έτσι δεν με πειράζει.
Όσον αφορά στα παιχνίδια, θυμάμαι ότι τον πρώτο καιρό ήμασταν πολύ ταλαιπωρημένοι, παλεύαμε για να σωθούμε. Ήμασταν προτελευταίοι στον πρώτο γύρο, ήταν πολύ δύσκολα. Οικονομικά ήμασταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πηγαίναμε στις αποστολές χωρίς φόρμες. Τις πρώτες φόρμες τις πήραμε στην πρώτη αγωνιστική του δεύτερου γύρου στον Παναιτωλικό. Μας έφεραν 16 φόρμες Diadora και νιώθαμε ότι φορούσαμε κοστούμι Armani. Σ' εκείνο το ματς με τον Παναιτωλικό άλλαξαν όλα. Ήρθαμε 1-1 με γκολ του Αλμανίδη, σ' ένα γήπεδο με 6.000 κόσμο. Μετά κάναμε 11 σερί νίκες. Στο δεύτερο γύρο, χάσαμε από τις Σέρρες και τον Πανιώνιο και έτσι βγήκαμε δεύτεροι και ανεβήκαμε».
Ο Κόβης, με τον οποίο ανεβήκατε ήταν ο προπονητής «κλειδί» για εσένα;
«Εγώ θέλω να ευχαριστήσω τον κύριο Γαϊτάνο, που με κράτησε και πίστευε πάρα πολύ σε μένα. Παρόλο που δεν έπαιξα με εκείνος, εκείνος ήταν ο λόγος που έμεινα στην Ελλάδα. Ο Κόβης ήταν πολύ καλός προπονητής αλλά λίγο αυστηρός. Όμως, είχε μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία της ανόδου, γιατί κατάφερε να κρατήσει μια ομάδα που είχε τόσα πολλά οικονομικά προβλήματα».
Ο Κόβης στον πάγκο της Προοδευτικής
Πόσα γκολ έβαλες στην πορεία της ανόδου;
«Εγώ πέτυχα 9 κι ο Αλμανίδης ήταν ο πρώτος σκόρερ με 14. Βέβαια, εγώ στη ζωή μου δεν εκτελούσα πέναλτι. Μόνο μία φορά βάρεσα. Παρακάλεσα τον Αλμανίδη. Είχα επιστρέψει από έναν τραυματισμό στους κοιλιακούς, σ' ένα ματς με τον Πανηλειακό, το έχασα και δεν εκτέλεσα ποτέ ξανά. Ήταν η πρώτη κι η τελευταία. Πιστεύω ότι αυτό ήταν λάθος μου γιατί αν εκτελούσα, μπορεί να είχα κι άλλη καριέρα».
Αφού είχες τσαμπουκά γιατί δεν πήγαινες στην άσπρη βούλα;
«Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το εξηγήσω».
Το τελευταίο ματς της χρονιάς;
«Δεν μπορώ να ξεχάσω την τελευταία αγωνιστική στη Δράμα. Η Δόξα ήταν διαλυμένη και μαζεύτηκαν για να παίξουν μ' εμάς. Κάναμε ένα πολύ καλό ματς, νικήσαμε 0-2 κι η χαρά για την άνοδο ήταν απίστευτη. Εχω ακόμη τις φωτογραφίες. Είχαμε ανέβει στα κάγκελα, από τις πιο ωραίες μέρες τις ζωής μου. Ύστερα από τόσες δυσκολίες, η χρονιά έληξε με τον καλύτερο τρόπο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ».
Πώς θυμάσαι την πρώτη χρονιά στην Α' Εθνική;
«Ήμασταν καλύτερα. Και οικονομικά τα πράγματα ήταν πιο βελτιωμένα... Εγώ από 100.000 δραχμές το ματς, έπαιρνα 200.000 δραχμές».
Τα έπαιρνες;
«Αν έπαιζα, ναι. Ίσως και κάποιοι συμπαίκτες μου να θυμούνται ότι είχα παίξει και με 41 πυρετό, με ραγισμένα πλευρά, με διάστρεμμα που ο αστράγαλός μου ήταν μεγαλύτερος από το κεφάλι μου. Δεν τα έλεγα, γιατί έπρεπε να παίξω και να πληρωθώ. Είχα πολλούς τραυματισμούς και δεν μιλούσα γιατί αν δεν αγωνιζόμουν αυτά τα 200 χιλιάρικα δεν θα τα έπαιρνα ποτέ. Που έτσι κι αλλιώς στην ώρα τους δεν τα έπαιρνα ποτέ.
Αλλά όταν είσαι μικρός και είσαι παθιασμένος τα βλέπεις κι αλλιώς. Εγώ δεν ξεκίνησα την μπάλα ως επάγγελμα. Επαιζε ο πατέρας μου, μου έβαλε το μικρόβιο, το αγαπούσα και δεν το είδα ποτέ ως επάγγελμα. Όταν είσαι μικρός το μόνο που θες είναι να το ευχαριστιέσαι».
Καλά, επιτρεπόταν να παίζεις επαγγελματικά χωρίς συμβόλαιο;
«Τότε ναι. Το 1999-2000 άλλαξε αυτός ο κανονισμός. Τη χρονιά που έπεσε η Προοδευτική και πήγα δανεικός στον Ατρόμητο, όταν γύρισα την άλλη σεζόν μου έκαναν συμβόλαιο. Έπαιρνα 7.000.000 δραχμές μικτά. Και στην αρχή από τους 28 παίκτες οι περισσότεροι παίκτες ήταν στην ίδια μοίρα μαζί μου. Οι 24 πάλευαν για να μπορούν να ζήσουν. Κάποιοι κέρδισαν κάποιοι όχι. Εγώ πιστεύω ότι είμαι από τους πιο αδικημένους παίκτες που πέρασαν από την Προοδευτική. Κάποιοι άλλοι έπαιξαν μπάλα, πήγαν κάπου αλλού και πήραν χρήματα».
Αυτό ήταν απορία πολλών. Πήγαν στον Ολυμπιακό οι Κουλουχέρης, Τάτσης, Πάντος και εσύ δεν πήγες...
«Ναι, αυτό ήταν στη δεύτερη φουρνιά. Από την πρώτη δεν έφυγε κανένας, ο Καρράς τότε δεν άφηνε κανέναν να φύγει».
Ναι αλλά και πάλι ήσουν μικρός. Μπορούσες να πας σε μεγάλη ομάδα. Γιατί δεν έγινε;
«Με φώναξαν και μου είπαν ότι υπήρχε ενδιαφέρον από την ΑΕΚ. Θυμάμαι ότι ο Καρράς δεν είχε καλές σχέσεις με τους ανθρώπους της ομάδας, γιατί και τα λεφτά που ζήτησε ήταν ένα εξωφρενικό ποσό».
Πόσα ήταν;
«400.000.000 δραχμές, δεν γινόταν ποτέ να τα δώσουν. Από την ΑΕΚ μου είχαν πει χαρακτηριστικά "παίρνουμε 50 Βραζιλιάνους με τόσα χρήματα". Απλά, ο Καρράς δεν είχε καλές σχέσεις και δεν ήθελε ουσιαστικά να με δώσει. Όχι μόνο εμένα, κανένας παίκτη δεν ήθελε να δώσει στην ΑΕΚ. Ετσι δεν έγινε η μεταγραφή. Είχα ονειρευτεί ότι θα πάω σ' αυτήν την ομάδα, γούσταρα πολύ να πάω. Την επόμενη χρονιά είχα κάνει τρομερή σεζόν με 11 γκολ, είχα βάλει 2 γκολ στον ΠΑΟΚ, 2 γκολ στην ΑΕΚ, 3 γκολ στον Ηρακλή και πίστευα ότι θα φύγω. Τελικά, δεν έγινε... Οφείλω πολλά στον Νίκο Καρούλια. Ήταν τσαμπουκάς, με είχε φτιάξει και πρόσφερα πάρα πολλά. Τον αγαπάω πολύ γιατί με γούσταρε. Καμία φορά έλεγα περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Αν άλλαζα κάτι θα ήταν μόνο αυτό. Μπορεί να ήταν αλήθεια, αλλά ίσως να πρέπει να είσαι χαμηλών τόνων. Εγώ έβγαινα πάντα μπροστά, δεν είχα την εξυπνάδα να κρατηθώ».
Πότε είπες "πάω να φύγω";
«Ήταν στη 2η χρονιά της Α' Εθνικής, όταν χτύπησα στους κοιλιακούς και έμεινα έξω για 6 μήνες. Τότε δεν ήταν η εγχείρηση όπως τώρα, που σου κάνουν δύο τρύπες και σε 15 μέρες παίζεις. Εμπαινα - έβγαινα, έμπαινα - έβγαινα... μέχρι που μου είπαν να μου κάνουν εγχείρηση και μου έκαναν 40 ράμματα από τη μία πλευρά και 40 από την άλλη. Εκεί έπεσα πάρα πολύ, δεν πληρωνόμουν. Γύρισα με τον Αλέφαντο σε κάποια ματς προς το τέλος και στην 3η χρονιά, που ήταν πάλι ο Αλέφαντος, ξεκίνησα βασικός. Είχα καλή εκκίνηση. Ο Αλέφαντος έφυγε, ο Καρούλιας επέστρεψε, αλλά δεν άντεχα γιατί δεν έπαιρνα φράγκο. Όταν επέστρεψα από υποχρεώσεις με την εθνική Αλβανίας, πήγα στο ξενοδοχείο. Παίζαμε με τον Ιωνικό και είχα παίξει Κυριακή, Τρίτη και Πέμπτη τρία 90λεπτα. Το Σάββατο παίζαμε με τον Ιωνικό. Τους είπα "μη με παίρνετε αποστολή γιατί έχω παίξει τόσα ματς και έχω κάνει και το ταξίδι από τη Μάλτα". Μου υποσχέθηκαν ότι δεν θα με βάλουν. Τελικά, με βάζουν στον πάγκο. Χάναμε 1-2 και ο Σούλης Παπαδόπουλος μου είπε να μπω. Δεν μπήκα. Βάλαμε γκολ στο 90' και ήρθε το ματς 2-2.
Την άλλη μέρα τους είπα "αν δεν με πληρώνετε δεν ξαναπαίζω". Εκείνοι μου είπαν ότι δεν θα πάρω δραχμή γιατί δεν ήθελα να μπω στο παιχνίδι. Για 15 μέρες ήμουν τιμωρημένος, έκανα μόνος μου προπονήσεις και μου είπαν ότι θα πάω δανεικός στον Ατρόμητο. Τα λεφτά ήταν πολύ καλά, το σκέφτηκα πολύ καλά και δέχτηκα να πάω. Ο Ατρόμητος ήταν Γ' Εθνική, πρόεδρος ο Βρυώνης και με πολύ καλούς παίκτες».
Πώς τα πήγες στον Ατρόμητο;
«Δεν πρόσφερα γιατί προερχόμουν από τραυματισμό. Οι άνθρωποι μού φέρθηκαν άψογα. Μου επίπλωσαν το σπίτι, γιατί η Προοδευτική μού πήρε και τα πράγματα. Φαντάσου ότι ο Ατρόμητος έδωσε 20.000 δραχμές για να με πάρει δανεικό. Αν έμενα θα έπαιρνε άλλα 80.000.000 δραχμές. Εγώ είχα κάνει συμβόλαιο 120.000.000 δραχμές. Ήταν πολλά τα λεφτά. Ήμουν πολύ χαρούμενος, αλλά δεν έμεινα γιατί δεν πρόσφερα. Οι άνθρωποι μου είπαν "συγγνώμη, αλλά δεν μπορούμε να δώσουμε τόσα χρήματα για έναν παίκτη που δεν θα ξέρουμε αν θα είναι καλά το καλοκαίρι". Επαιξα μόνο τρεις αγωνιστικές και δεν μετά δεν αγωνίστηκα σε άλλο ματς».
Και μετά;
«Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Οι άνθρωποι μου χάρισαν τα έπιπλα. Είχα στα χέρια μου μια επιταγή 5.000.000 δραχμές και με πήραν τα αδέρφια Παπανικόλα, που τα είχε κοντά του ο Βρυώνης, να μου πουν να πάω να εισπράξω τα χρήματα. Εγώ δεν ήθελα, δεν ένιωθα καλά, γιατί δεν έπαιξα. Τους είπα ότι είμαι διακοπές και πως μόλις γυρίσω θα τους έδινα την επιταγή χωρίς να πάρω λεφτά. Οι άνθρωποι τρελάθηκαν. "Σήμερα θα σου βάλουμε 2.000.000 δραχμές ως δώρο και φέρε μας την επιταγή". Αυτό μου είπαν. Έτσι έγινε και μου χάρισαν και τα έπιπλα που τα έχουν οι γονείς μου μέχρι και σήμερα. Δεν μου τα ζήτησαν ποτέ πίσω».
Και γύρισες στην Προοδευτική.
«Ναι, γύρισα στην Προοδευτική με τον Σούλη Παπαδόπουλο προπονητή. Μια δύσκολη σεζόν, γιατί ήμασταν κι οι δύο αντιδραστικοί. Μπορεί να φταίω και εγώ. Βγήκαμε τρίτοι, δεν ανεβήκαμε και έτσι τελείωσε η 5ετία στην Προοδευτική. Είχα αποφασίσει ότι δεν θα μείνω με τίποτα».
Και τί έγινε στη συνέχεια;
«Θυμάμαι ότι είχα ραντεβού με τον Αχιλλέα Μπέο στη Νέα Σμύρνη. Είχαμε συμφωνήσει για τριετές συμβόλαιο κι η χαρά μου ότι θα παίξω και πάλι στην Α' Εθνική ήταν τεράστια. Ήταν Κυριακή και επειδή δεν δούλευε κανένας μου είπε να πάω την άλλη μέρα να υπογράψω. Την επόμενη, λοιπόν, πήρα τηλέφωνο και μου είπε "άκου αγόρι μου, ό,τι είπαμε δεν ισχύει γιατί μου είπαν από την Προοδευτική τα χειρότερα για σένα κι ότι δημιουργείς προβλήματα". Ετσι ακυρώθηκε η μεταγραφή. Όποια ομάδα ήταν να με πάρει, μου έκλειναν την πόρτα.
Είχα χάσει 3-4 κιλά από το άγχος και την τελευταία μέρα των μεταγραφών με πήραν από την Κασσάνδρα. Με ήθελε πολύ ο πρόεδρος, μου έδωσε πάρα πολλά χρήματα και έτσι σώθηκα».
Πώς ήταν στην Κασσάνδρα;
«Πέρασα πολύ ωραία, ήταν πολλοί φιλόξενοι οι άνθρωποι εκεί. 2-3 παίκτες μέναμε εκεί στο χωριό, μ' αγαπούσαν πολύ οι ντόπιοι. Ανεβάσαμε μια ομάδα που είχε 50 φιλάθλους, είχα βάλει 7-8 γκολ. Εκεί είχα 1+1 συμβόλαιο, αλλά αποφάσισα να γυρίσω στην Προοδευτική. Με πήρε τηλέφωνο ο Αγγελόπουλος»
Τί σου είπε ο Αγγελόπουλος στο τηλέφωνο;
«Μου είπα "έλα πίσω σ' αγαπάμε, εδώ είναι η ομάδα σου". Αγαπούσα πάντα αυτήν την ομάδα».
Ναι, αλλά δεν σου φέρθηκαν καλά, όπως καταλαβαίνουμε. Τι σε έκανε να επιστρέψεις;
«Τα ξεχνάς όλα αυτά. Ηταν τεράστια η αγάπη του κόσμου, στον Κορυδαλλό ήμουν πρίγκιπας. Εμενα στο γήπεδο κοντά, θυμάσαι και εσύ που με περίμενες μαζί με τον παππού σου, παρόλο που έβγαινα τελευταίος. Στον Κορυδαλλό ένιωθα καλύτερα και από το σπίτι μου. Με την Προοδευτική η σχέση μας ποτέ δεν ήταν οικονομική. Όσα χρήματα σε λίγους μήνες από τον Ατρόμητο και σ' έναν χρόνο από την Κασσάνδρα, τα πήρα σε 12 χρόνια στην Προοδευτική. Όπου κι αν πήγαινα, πάντα γύριζα. Δεν βάζω τα χρήματα που ήρα στην Κύπρο και στον Άγιο Δημήτριο».
Τι θυμάσαι χαρακτηριστικά από τον Αλέφαντο;
«Ο Αλέφαντος ήταν από τους πολύ καλούς προπονητές. Ο άνθρωπος είχε τρομερές γνώσεις, κάθε μέρα μας έκανε διαφορετική προπόνηση. Ο χαρακτήρας του όμως ήταν λίγο περίεργος. Ηταν νευρικός, όσους δεν χρειαζόταν δεν υπήρχαν για εκείνο. Είχε μια φράση που έλεγε...».
Ποια ήταν αυτή;
«"Ρε, έχεις πεθάνει, ρε", αυτό έλεγε».
Σε σένα το είπε ποτέ;
«Εντάξει εγώ αντιδρούσα. Σ' ένα ματς πριν από τον Άρη, είχα επιστρέψει από πρόβλημα στους κοιλιακούς και με φωνάζει στο λόμπι του ξενοδοχείου. Μου είπε "δεν θα σε βάλω, γιατί δεν με έχει βοηθήσει. Θα βάλω τον Προτασόφ και τον Αλμανίδη". Του είπα "καλά θα κάνεις, δεν χρειάζεται να μου το πεις". Είχα νευριάσει και δεν είχα κατέβει ούτε για φαγητό».
Ποια ήταν η σχέση σου για τον Αλμανίδη; Ήσασταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δίδυμα.
«Τον Αλμανίδη δεν θα τον άλλαζα ποτέ. Εύχομαι κι ο γιος μου να έχει έναν συμπαίκτης σαν τον Αλμανίδη. Παίζαμε στην ίδια θέση και είχαμε τόση αγάπη ο ένας για τον άλλον. Θυμάμαι στο ματς με τον Ηρακλή, που είχα βάλει τρία γκολ, πήρε την μπάλα από τα δίχτυα και μου είπε "πάμε αγόρι μου να βάλεις και 4ο". Στα χρόνια που παίξαμε με τον Αλμανίδη, δεν τσακωθήκαμε ποτέ. Με όλους τους συμπαίκτες πέρασα πολύ καλά, ήμασταν πολύ δεμένοι μεταξύ μας. Απλά, τον Αλμανίδη δεν θα τον ξεχάσω ποτέ».
Ο Προτάσοφ;
«Ήμασταν πολύ τυχεροί που τον ζήσαμε. Ποδοσφαιρικά ήταν τεράστιος, τί να πούμε εμείς! Αυτός ένας χρόνος που ζήσαμε μαζί του, ήταν σχολείο. Θυμάμαι έναν αγώνα που ήμουν στον πάγκο, του είπα "σε παρακαλώ να βγάλουμε μια φωτογραφία". Και την έχω ακόμη...».
Ως χαρακτήρας πως ήταν;
«Και μόνο που μια τέτοια προσωπικότητα ήτα στα αποδυτήρια της Προοδευτικής, που γινόταν χαμός, αρκούσε. Η καραμούζα κι η πατσαβούρα πήγαινε σύννεφο... Κάναμε τόση πλάκα, περνούσαμε τόσο καλά. Πιστεύω ότι αποδυτήρια σαν της Προοδευτικής δεν υπάρχουν στον κόσμο. Θυμάμαι ότι μπλούζα σου ερχόταν στη μούρη μέσα στον ιδρώτα κι ο Προτασόφ δεν έλεγε λέξη. Μιλάμε ότι ο άνθρωπος ήταν από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο και άντεχε σ' αυτήν την πλάκα».
Και τον Φραντζέσκο πέτυχες.
«Ο Φραντζέσκος ήταν παικτάρα και πολύ καλό παιδί. Ήταν παίκτες διαμάντια. Βαρούσε τα κόρνερ και έβαζε γκολ. Παρόλο που ήρθε προς το τέλος βοήθησε πολύ».
Με τον Καρρά τί σχέση είχες;
«Όσον αφορά στον Καρρά ως άνθρωπο, θα πω τα καλύτερα. Θα πείτε "δεν γίνεται να σου έκανε τόσα και να πεις τα καλύτερα". Ο Καρράς όμως δεν ήταν τόσο πολύ στη ομάδα, άλλοι έκαναν κουμάντο. Η Προοδευτική τη σεζόν 1990-91 τα πράγματα ήταν αλλιώς. Εγώ τον Καρρά τον πέτυχα στα χειρότερά του. Μπορεί κι οι δυσκολίες που πέρασε να τον άλλαξαν και αυτό να το εκμεταλλεύτηκαν κάποιοι άλλοι. Με τον Καρρά, πάντως, η γενιά μου πέρασε δύσκολα οικονομικά. Ήταν ευγενικός, δε φώναζε ποτέ και προσπαθούσε από τα τηλεοπτικά να κλείσει τρύπες. Απλά πιστεύω ότι κάποιοι που ήταν δίπλα του τον εκμεταλλευόντουσαν, δεν έχω κάτι προσωπικά.
Απλά, εμένα ως Ζαΐμι δεν με βοήθησε. Πρόσφερα πολλά στην Προοδευτική αλλά και 'γω πήρα από την ομάδα. Όχι υλικά. Πήρα πολλή αγάπη, αναγνώριση... Ξέρεις τί είναι να περνάς στο δρόμο και να σε θυμούνται όλοι από την Προοδευτική; Νιώθω Προοδευτικάνος πιο πολύ από τους Προοδευτικάνους. Πήγαινα να παίξω, να εργαστώ χωρίς να πληρωθώ. Εσύ θα δούλευες χωρίς να πληρωθείς; Εγώ το έκανα και κάποιες φορές και άρρωστος. Γι' αυτό και ποτέ δεν άλλαξα σπίτι, πάντα έμενα στον Κορυδαλλό. Τα τελευταία 2 χρόνια μένω Νέα Σμύρνη, αλλά στο σπίτι μου μένουν οι γονείς μου».
Η Προοδευτική του Σούλη έπαιζε αντιποδόσφαιρο; Γιατί έχει μείνει αυτή η ρετσινιά.
«Όχι. Ο Σούλης ως προπονητής ήταν πολύ καλός, ειδικά αν του δώσεις μια ομάδα που παλεύει να σωθεί και μεγάλη και μικρή να είναι θα τη σώσει. Θέλει παίκτες τσαμπουκάδες, θα τους ανεβάσει τη ψυχολογία, σου παίρνει το 100%. Εχει κι αυτός τα δικά του όμως... Καμιά φορά είναι πιο άγριος απ' όσο πρέπει».
Είσαι τόσα χρόνια στην Ελλάδα. Το στοίχημα υπήρχε τότε; Είχε τύχει να παίξεις σε στημένο ματς;
«Ήμασταν τυχεροί γιατί στα χρόνια μας δεν υπήρχε στοίχημα. Θυμάμαι ότι ο Ρουτζιέρης κι ο Ντάγκας είχαν βάλει κάποια αυτογκόλ. Αν γινόντουσαν σήμερα θα έλεγαν ότι τα είχαν πάρει. Πιστεύω ότι ειδικά σήμερα, λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης, αρκετά παιδιά μπορεί να πέφτουν από ανάγκη σ' αυτήν τη μαύρη τρύπα».
Είχες αντιληφθεί ότι κάποιοι συμπαίκτες σου μπορεί να τα... είχαν πάρει;
«Όχι γιατί δεν υπήρχε στοίχημα. Εγώ δεν το κατάλαβα. Μπορεί και να έγινε για να βοηθήσουν κάποια ομάδα αλλά εγώ δεν μπορώ να το ξέρω».
Εσένα σου είπαν ποτέ τίποτα;
«Εμενα ό,τι και να μου έλεγαν από το ένα αυτί έμπαινε από το άλλο έβγαινε. Γι' αυτό και ποτέ δεν έδωσα κανένα δικαίωμα. Πάντα προσπαθούσα το ίδιο».
Τι είχε γίνει όταν είχες μουντζώσει το διαιτητή σ' ένα ματς με τον Ιωνικό;
«Με τη μούντζα δεν ήξερα τί σημαίνει... Ήμουν δεύτερη χρονιά στην Ελλάδα, αλλά δεν είχαν μουντζώσει το διαιτητή αλλά τον Φρούσσο. Είχε γίνει ένα φάουλ, ο Φρούσσος διαμαρτυρήθηκε, εγώ αντέδρασα έτσι και πήρα κόκκινη κάρτα».
Σε ήθελαν ποτέ στον Ιωνικό;
«Ναι. Ο Κανελλάκης ο συγχωρεμένος με ήθελε πολύ στην ομάδα του. Αλλά, ήταν και άνθρωπος που είχε τιμή. Μου είχε πει "μείνε ελεύθερος και θα σε πάρω στην ομάδα μου, θα σε έχω βασιλιά. Μάθαινα ότι ο φροντιστής του Ιωνικού έπαιρνε όσα έπαιρνα εγώ Αυτό με είχε ενοχλήσει. Ο Ιωνικός είχε συμβόλαια 50.000.000 δραχμές, ο Μπρούστερ έπαιρνε 120.000.000 δραχμές».
Ποιο ντέρμπι θυμάσαι περισσότερο με τον Ιωνικό;
«Εγώ δεν το ένιωθα όπως οι Έλληνες, που ξέρουν την ιστορία αυτού του παιχνιδιού. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ τη νίκη επί του Ιωνικού στο 90' με το γκολ του Αλμανίδη. Είχα κάνει τη σέντρα εγώ, κάποιος πήδηξε κι ο Αλμανίδης βρήκε την μπάλα όσο έπρεπε. Ο κόσμος μπούκαρε μέσα να πανηγυρίσουμε όλοι μαζί. Χαμός...».
Ποιο γκολ έχεις πανηγυρίσει εσύ περισσότερο;
«Χαρακτηριστικός πανηγυρισμός ήταν στα γκολ με την ΑΕΚ, που νικήσαμε 3-2, είχα σκοράρει τα δύο γκολ και ήταν σαν να ζητάω συγγνώμη γιατί ήθελα να πάω στο τέλος της σεζόν εκεί. Προπονητής ήταν ο Ντουμιτρέσκου τότε. Το άλλο γκολ που πανηγύρισα απίστευτα ήταν με τον Ολυμπιακό. Το να κερδίσει η ομάδα του τον Ολυμπιακό με δικό σου γκολ δεν ξεχνιέται ποτέ».
Τι θυμάσαι;
«Είχαμε πάει στα μπουζούκια και με πλάκωσαν στα μπινελίκια. Εκεί που άκουγα τραγούδια, από μακριά μου έβριζαν το σπίτι και τη μάνα. Ο Ολυμπιακός είναι τεράστια ομάδα, η χαρά ήταν μεγάλη».
Ποια ήταν πιο δύσκολη έδρα;
«Παλιά δεν υπήρχε έδρα όπου θα έμπαινες και θα έβγαινες ήρεμα. Θυμάμαι στον Ολυμπιακό Βόλου είχαμε μοιραστεί, είχαμε βάλει τα εξάταπα στα χέρια και παίζαμε ξύλο και με τον Πανιώνιο θυμάμαι ότι ο κόσμος είχε μπουκάρει στο γήπεδο και παίζαμε ξύλο. Έπεφταν πέτρες στα λεωφορεία... Τώρα δεν γίνονται αυτά. Το ποδόσφαιρο τώρα είναι πιο εύκολο για τους επιθετικούς, παλιά σου κατέβαζαν τη μούρη».
Ποιος είναι ο πιο δύσκολος αμυντικός που αντιμετώπισες;
«Παλιά ήταν πολύ σκληροί. Καλλιτζάκης, Ανατολάκης, Κολτσίδας,Καραγιάννης σε... σκότωναν. Δεν καταλάβαιναν Θεό. Παίκτης που ήταν δύσκολος χωρίς να σε βρίσει ή να σε χτυπήσει ήταν ο Καψής, ο Καραταΐδης, ο Παπαδημητρίου της Ξάνθης, ο Νταμπίζας ήταν κορυφή. Εμένα ειδικά με έβριζαν, μου έλεγαν για τη χώρα μου. Ηξεραν ότι είμαι νευρικός και ήθελαν να με τσιγκλίσουν. Εγώ είχα συνηθίσει το ξύλο από τους δικούς μου συμπαίκτες στις προπονήσεις».
Γιατί ο Ζαΐμι δεν είναι στο ποδόσφαιρο;
«Είναι επιλογή μου. Ηθελα να αφοσιωθώ στην οικογένειά μου και να έχω από κοντά του παιδί μου, που ξεκινά τα δικά του βήματα στο ποδόσφαιρο. Οι γονείς πιστεύουν ότι θα σωθούν από τα παιδιά τους. Είναι λάθος. Αφήστε τα παιδιά σας να χαρούν κι αν γίνουν επαγγελματίες, καλώς. Αν όχι, δεν έγινε και τίποτα».
Ο γιος σου θα ακολουθήσει τα βήματά σου;
«Εγώ δεν είμαι ούτε το 5% του γιου μου. Εννοώ σε ταλέντο. Θέλω να το γράψεις όπως θα στο πως "αν είναι καλά, σε 8-9 χρόνια θα κάνει απίστευτα πράγματα"».
https://www.gazzetta.gr/specials/1584028/zaimi-ola-xekinisan-me-mia-ypografi-s-ena-kolohartoΠόσο 90ς;;;Θα είχε ενδιαφέρον ανάλογες συνεντεύξεις με δικούς μας παίχτες.Πολλά θα είχαν να πουν.Πάντως πρώτος αγώνας στην Ελλάδα και πρώτο γκολ εναντίον του ΠΑΣ.Όλοι με μας κάνουν σεφτέ;;;