Αργύρης Γιαννίκης: Αυτή είναι η φιλοσοφία του
Ο Αργύρης Γιαννίκης είναι ο αρχιτέκτονας της μεγάλης επιτυχίας του Car.gr ΠΑΣ Γιάννινα και το gazzetta.gr αναλύει την φιλοσοφία του καλύτερου αυτή την στιγμή Έλληνα προπονητή.
«Μα τον Δία! Έχουμε προπονητή!». Η λατρεία των Γερμανών για την ελληνική μυθολογία καμιά φορά φέρνει υπερβολές. Τουλάχιστον φαινομενικά. Διότι όταν ο παραπάνω τίτλος στο πιο γνωστό οπαδικό blog Ροτ Βάις Έσεν γραφόταν, η ιστορική ομάδα βρισκόταν μία θέση πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού στην τέταρτη κατηγορία.
Μετά την εντός έδρας ήττα από τη Βικτόρια Κολωνίας με 1-2 η διοίκηση αποφάσισε να απολύσει τον Σβεν Ντέμαντ και οι οπαδοί είδαν στο πρόσωπο του Αργύρη Γιαννίκη, που τον αντικατέστησε στον πάγκο, κάποιον με... υπερφυσικές δυνάμεις. Ήταν, λοιπόν, όντως τόσο μεγάλη η υπερβολή; Στο πρώτο του παιχνίδι η Έσεν κέρδισε ύστερα από 23 ολόκληρα χρόνια στην έδρα της Άαχεν, ενώ σε έξι παιχνίδια κατάφερε να μαζέψει τόσους βαθμούς όσους είχε ο προκάτοχός του σε 13! Η μεταμόρφωση ήταν εντυπωσιακή.
«Αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την ενεργό δράση από πολύ νωρίς», εξομολογείται. «Ήμουν στις ακαδημίες της Καρλσρούη, αλλά είχα πολλούς τραυματισμούς». Βρέθηκε σε μία εποχή που η τάση ήθελε ανθρώπους στη δική του περίπτωση να παραμένουν στο ποδόσφαιρο. Εκείνος αρχικά διαφοροποιήθηκε. «Σπούδασα οικονομικές επιστήμες στο Μάνχαϊμ», αποκαλύπτει. Γρήγορα, όμως, τα πάντα άλλαξαν. «Ένιωσα ότι κάτι έλειπε από τη ζωή μου και αποφάσισα να πάρω το πρώτο δίπλωμα προπονητικής». «Για πλάκα», ξεκαθαρίζει. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι. Ξεκίνησε από μία μικρή ομάδα στο Μάνχαϊμ και γρήγορα έφτιαξε το όνομά του και οι προτάσεις από τις ακαδημίες των Χόφενχαϊμ και Καϊζερσλάουτερν έφτασαν. «Προτίμησα, όμως, την Καρλσρούη λόγω του παρελθόντος μου εκεί».
Η σχολή της Κολωνίας και ο Νάγκλεσμαν
Ο Αργύρης Γιαννίκης αρχίζει και σστήνεται. Ο ίδιος αποφασίζει να καταθέσει αίτηση σε μια εκ των κορυφαίων σχολών προπονητικής στον κόσμο, της Κολωνίας. Κάθε χρόνο κατά μέσο όρο οι αιτήσεις είναι 120 και εκείνοι που τελικά θα σπουδάσουν μόλις 24. Είναι σπάνιο φαινόμενο να δέχονται βοηθούς, καθώς η φιλοσοφία είναι απλή: «εκπαιδεύουμε προπονητές». «Πρέπει να δώσεις αρχικά τεστ για 1-2 ημέρες», θυμάται ο Γιαννίκης. «Στη συνέχεια με δικά τους κριτήρια επιλέγουν τους 24». Οι σπουδές διαρκούν 11 μήνες (Δευτέρα με Πέμπτη) και το κόστος μαζί με τη διαμονή μπορεί να ξεπεράσει τα 25.000 ευρώ!
Ο Έλληνας τεχνικός βρέθηκε στην ίδια φουρνιά με τους Νάγκλεσμαν (Λειψία) και Τεντέσκο (πρώην Σάλκε). Πώς, λοιπόν, λειτουργεί η σχολή και τι την κάνει να ξεχωρίζει; «Δεν φτάνει μόνο να είσαι καλός προπονητής. Πρέπει οι 24 που θα επιλεγούν να μπορούν να συνεργαστούν με αρμονία». Συνεργασία; Γιατί; Στο μυαλό μας η μάθηση είναι κάτι το ατομικό. Είναι κάτι που κυριαρχεί συνολικά στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ο καθένας για τον εαυτό του. «Όχι», τονίζει και χαμογελάει. «Στη σχολή τα μαθήματα παραδίδονται από τις 8 το πρωί μέχρι τις 7 το απόγευμα (σ.σ. με τα ανάλογα διαλείμματα) και στη συνέχεια χωριζόμαστε σε γκρουπ 3-4 ατόμων, που θα πρέπει να κάτσουν μέχρι τις 11-12 το βράδυ να ετοιμάσουν την εργασία τους για την επόμενη μέρα».
Η διαδραστικότητα είναι κάτι πρωτόγνωρο για τα δικά μας δεδομένα. Η επαφή, η συζήτηση, η ανταλλαγή απόψεων, η αλληλεπίδραση είναι στοιχεία πολύ σημαντικά στην εξέλιξη του κάθε μυαλού και των ιδεών του. «Μετά το μάθημα καθόμασταν να συζητήσουμε, να αναλύσουμε αυτά που διδαχθήκαμε και να εξεταστούμε», συνεχίζει. «Γνωρίζεις άλλα μυαλά και ασχολείσαι μέρα νύχτα με το ποδόσφαιρο. Αν ανεβάσεις το επίπεδο των προπονητών σου, ανεβάζεις και το επίπεδο του ποδοσφαίρου», διαπιστώνει. Τέλος καλό, όλα καλά, καθώς αργότερα ολοκληρώθηκε και το τυπικό σκέλος των σπουδών του με την απόκτηση του διπλώματος.
Ύστερα από 9 συνολικά χρόνια στην Καρλσρούη, όπου από τα χέρια του πέρασαν μεταξύ άλλων οι Τσαλχάνογλου (Μίλαν), Γκρίφο (μεταγραφή 10 εκατ. ευρώ στη Γκλάντμπαχ) και Μαξ (διεθνής της Φράιμπουργκ), «αναγκάστηκε» να ακολουθήσει τον Καουτσίνσκι στην Ίνγκολσταντ στην Bundesliga (ξανά ως βοηθός). Εκείνη την περίοδο είχε έρθει και η γέννηση του πρώτου του παιδιού με αποτέλεσμα η οικογένειά του να μην μπορεί να τον ακολουθήσει στη Βαυαρία.
Ποτέ, όμως, δεν έχασε τη σιγουριά για τον εαυτό του και τις ικανότητές του. Έτσι, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία να αναλάβει την ιστορική Έσεν (πρωταθλήτρια το 1955) δεν την άφησε να πάει χαμένη. Στη συνέντευξη η διοίκηση εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις του για την ομάδα και από το επίπεδο προετοιμασίας του. «Δεν θέλω να αφήνω τίποτα στην τύχη», λέει με αυτοπεποίθηση. Γιατί, όμως, να αναλάβει ομάδα τέταρτης κατηγορίας, τη στιγμή που θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι ήδη βοηθός στη Σάλκε ή στην Καϊζερσλάουτερν;
«Οι μέρες που ήμουν βοηθός έχουν περάσει», τονίζει με σταθερή φωνή, σχεδόν αυστηρή. Ένιωθε, άλλωστε, έτοιμος εδώ και μήνες σε εκείνη την αλληλουχία δύσκολων στιγμών. «Οι ομάδες με ιστορία θέλουν πάντα την υπέρβαση. Στην Έσεν έχουμε τέσσερα συμβούλια, πάνω από 8.000 μέσο όρο εισιτηρίων και μετά τις Ντόρτμουντ και Σάλκε είμαστε η τρίτη πιο προβεβλημένη ομάδα στον Τύπο», αποκαλύπτει. Η μεγάλη πίεση τον οδήγησε στο να αναλάβει το ρίσκο. Αυτό κι αν δείχνει αυτοπεποίθηση σε ένα τοξικό περιβάλλον. Αν πετύχαινε, μπορούσε να κάνει το επόμενο βήμα, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο.
Θεωρείται ένας από τους «laptop trainers», όρο που χρησιμοποίησε ο Μεχμέτ Σολ και κατάφερε να αποτυπώσει τη φράση με αρνητική έννοια στο υποσυνείδητο. Είναι κάτι, όμως, που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ο Γιαννίκης φροντίζει να δει τουλάχιστον τα πέντε τελευταία παιχνίδια του επόμενου αντιπάλου του. «Αφού τελειώσει το δικό μας παιχνίδι, κάνω την ανάλυση το ίδιο βράδυ και την επόμενη μέρα την παρουσιάζω στους παίκτες». Έχει αποδειχθεί ότι αυτό είναι από τα πιο βαρετά πράγματα στη ζωή ενός ποδοσφαιριστή. «Για 10’, όχι παραπάνω», ξεκαθαρίζει γρήγορα. «Το αφήνουμε και περνάμε αμέσως στον επόμενο αντίπαλο. Από τα 320’ λεπτά παιχνιδιού που θα παρακολουθήσω, στο τέλος θα μείνουν πέντε σκηνές. Αυτός είναι ο στόχος», καταλήγει.
Αυτό, άλλωστε, στο τέλος μπορεί να κάνει τη διαφορά. «Δείχνω αυτά που πρέπει στους παίκτες 2-3 μέρες πριν το παιχνίδι και αμέσως θα δουλέψουμε το αμυντικό κομμάτι, βασισμένο στο πώς παίζει ο αντίπαλός μας. Την επόμενη μέρα θα κάνω το ίδιο με το επιθετικό κομμάτι. Η ανάλυση εκτός γηπέδου γίνεται σε 5’». Στον κόσμο της επικοινωνίας αυτό είναι πολύ σημαντικό. «Θέλω να το περάσω στους παίκτες όσο πιο ξεκούραστα γίνεται. Όσο καλύτερα είσαι προετοιμασμένος, τόσες περισσότερες είναι οι πιθανότητες επιτυχίας. Θέλω η ομάδα να είναι προετοιμασμένη για τα πάντα».
Οι αρχές του
Μία από τις επαναστατικές ιδέες της σχολής της Κολωνίας είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η πίεση, το πρέσινγκ. Ο Νάγκλεζμαν κάνει λόγο για το «Deckungsschatten», τη «σκιά του πρέσινγκ», ο Τεντέσκο για το «Pressingauslöser», «αυτό που πυροδοτεί το πρέσινγκ» και ο Γιαννίκης δεν διαφέρει και πολύ. «Η δική μου ιδέα είναι λίγο διαφορετική», σπεύδει, όμως, να ξεκαθαρίσει. «Βγαίναμε οι τρεις μας και το συζητούσαμε». Χαμογελάει και συνεχίζει. «Δίνω μεγάλη βάση στην οργάνωση. Είναι αδύνατο να εφαρμόσεις το έντονο πρέσινγκ για 90’. Θα πρέπει να επιλέξεις τη στιγμή που θα το κάνεις. Θέλω η ομάδα μου να έχει την κατοχή, αλλά όχι για ξεκούραση». Αν σκεφτείς ότι κατά μέσο όρο μία ομάδα χρειάζεται 110 επιθέσεις για να σκοράρει ένα γκολ, πρέπει να βρεις τον τρόπο να κερδίσεις γρήγορα την μπάλα και να μην επιτρέψεις στον αντίπαλο να σε αιφνιδιάσει». Η ομάδα του παίζει άμεσα και πάντα υπάρχει αλληλοκάλυψη. Η συζήτηση πάει στα περίφημα «τρίγωνα» κάλυψης, αλλά στο μυαλό του υπάρχουν ακόμη πιο πολύπλοκες ιδέες. Θέλω να παίζω με ρόμβο κάλυψης. Τέσσερις παίκτες, όχι τρεις. Το λιγότερο τέσσερις. Κάτι που είναι ακόμη πιο δύσκολο», εξηγεί.
Ποιο είναι το κατάλληλο σύστημα για να το πετύχει; Η απάντηση είναι απλή και κάπως διαφορετική από το αναμενόμενο: «το σύστημα δεν είναι η προϋπόθεση. Όλοι μας έχουμε αρχές και αυτές δεν εξαρτώνται από το σύστημα. Για παράδειγμα, πάντα έπαιζα με τετράδα στην άμυνα. Τώρα, όμως, που έχω δουλέψει και άλλα συστήματα, μπορώ να πω ότι πάντα από εδώ και στο εξής θα προτιμούσα να έχω τρεις παίκτες στο κέντρο της άμυνας». Γιατί; «Σου δίνει τη δυνατότητα να αλλάζεις συστήματα κατά τη διάρκεια του αγώνα. Μπορείς να αλλάξεις τον τρόπο που πρεσάρεις, σε κάνει ευέλικτο. Σήμερα η ευελιξία είναι το πιο σημαντικό. Πρέπει να βρεις τρόπους να είσαι δημιουργικός στον τρόπο που πρεσάρεις. Οι αρχές, όμως, παραμένουν οι ίδιες», αποκαλύπτει.
Για τον Γιαννίκη, τα πάντα ξεκινούν από δύο πράγματα: την πειθαρχία και τους στόχους. «Όταν ξεκινάω τη δουλειά σε μία ομάδα ρωτάω τους παίκτες: τι είστε διατεθειμένοι να δώσετε για να υπάρχει πειθαρχία στην ομάδα; Όλοι τους έχουν μία κόλλα χαρτί και 10’ για να γράψουν οι ίδιοι τι χρειάζεται. Στη συνέχεια, μπαίνω στα αποδυτήρια, τα μαζεύω και τους ρωτάω αν είναι ικανοποιημένοι με αυτά που έγραψαν. Τότε, τους ζητάω να υπογράψουν και οι κανόνες είναι πάντα καρφιτσωμένοι στον τοίχο». Ένας πολύ δημιουργικός τρόπος να εξασφαλίσεις ότι κανένας δεν πρόκειται να κάνει του κεφαλιού του. «Στη συνέχεια πρέπει να θέσουμε στόχους. Βραχυπρόθεσμους, μακροπρόθεσμους και να τα στηρίξουμε με διάφορα... στοιχήματα. Όλα αυτά είναι μέρος της ψυχολογίας ενός παίκτη», λέει. «Θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι επιτυχία για εμάς».
Αν επιτυχία είναι να σε αποθεώνει μια ολόκληρη ποδοσφαιρική χώρα για το ποδόσφαιρο που παίζες, τότε η προσέγγιση του Αργύρη Γιαννίκη έχει πετύχει και με το παραπάνω.