Δεν θ ασχολθούμε ρε φίλε, αυτό έλειπε, άστονα να νοσταλγεί.
Α παρεμπιπτόντως δημοκρατικά, έφαγε σουτ η τραγουδάρα.
Με την ευκαιρία της επετείου, 2-3 ανεδοτάκια της εποχής;
Σε μια περιοδεία του, ο Παττακός μιλά σε συγκέντρωση, όπου εξηγεί τους λόγους, για τους οποίους έγινε η «επανάστασις της 21ης Απριλίου». Καθώς μιλά, αντιλαμβάνεται, στις πρώτες σειρές, τον Μήτρο να τον κοιτάζει χαζά. Σταματά την αγόρευση και τον ρωτά:
- Με καταλαβαίνεις, τι λέω;
Με κάθε ειλικρίνεια, ο Μήτρος:
- Όχι.
Ο Παττακός προσπαθεί να του εξηγήσει:
- Αν δεν γινόταν η επανάσταση, θα έρχονταν οι κομμουνιστές και θα καίγανε το σπίτι σου.
Πάντα χαζά, ο Μήτρος:
- Δεν έχω σπίτι.
Στωικά, ο Παττακός:
- Θα σφάζανε τη μάνα σου και τον πατέρα σου.
- Ξέρετε, ...είμαι ορφανός.
Μπερδεύεται ο Παττακός:
- Δεν έχεις κανένα συγγενή;
- Τη Χάιδω, την αρραβωνιαστικιά μου.
Θριαμβευτικά, ο Παττακός:
- Ωραία, λοιπόν. Αν δεν γινόταν η επανάστασις, θα έρχονταν οι κομμουνιστές και θα βιάζανε την αρραβωνιαστικιά σου. Κατάλαβες;
Και ο Μήτρος:
- Αμέ! Η επανάσταση έγινε για το μ##$% της Χάιδως.
Εποχή σποράς κι ο εκτοπισμένος στη Λέρο αγρότης βρίσκεται σε βαθιά θλίψη. Κάποια στιγμή, πάει στο τηλεφωνείο και καλεί το σπίτι του, στην Ήπειρο. Το σηκώνει η γυναίκα του. Ο αγρότης φωτίζεται:
- Ελα, εγώ είμαι. Μ’ ακούς;
Ταράζεται η γυναίκα:
- Νικόλα μου, εσύ είσαι; Πώς είσαι;
- Καλά είμαι. Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα. Δεν έχουμε καιρό. Άκουσέ με καλά, χωρίς να με διακόπτεις. Θυμάσαι το χωράφι μας πίσω από την εκκλησία; Έχω θάψει εκεί κάτι όπλα. Θέλω να πας να τα πάρεις και να τα πετάξεις, μην τα βρει κανείς κι έχουμε μπελάδες.
Την επομένη, τον φωνάζουν, επειγόντως, στο τηλεφωνείο. Είναι η γυναίκα του που μιλά εξαγριωμένη:
- Τι ’ναι αυτό που μου ’κανες, Νικόλα; Δεν πρόλαβα καλά - καλά να κλείσω το τηλέφωνο και πλάκωσαν τα τανκς κι οργώσανε το χωράφι και..
Τη διακόπτει ο Νικόλας:
- Τ’ οργώσανε, είπες;
- Ναι. Τ’ οργώσανε.
Κι ο Νικόλας:
- Ωραία. Σπείρε τώρα.
Και για να επανέλθουμε στο θέμα μας;
Βραδάκι και κάποιος περπατά σιγοσφυρίζοντας ένα από τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Τον ακούει ένας χαφιές και τον παίρνει από πίσω. Μπρος ο ένας, πίσω ο χαφιές, που παρακολουθεί, προχωρούν και φτάνουν ως ένα αστυνομικό τμήμα. Περνώντας μπροστά από το φυλάκιο, ο πρώτος σταματά να σιγοσφυρίζει, δείχνει τον χαφιέ και λέει στον αστυφύλακα φρουρό:
- Πιάσ’ τον αυτόν: Ακούει Θεοδωράκη.