ΜΟΥ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ ΕΝΑ ΕΝΑ…, ή καλύτερα,
τι είχε δω στην ημέρα `μ (α, ρε γιαγιά…)
- Μεταξύ πολλών άλλων -
Ο έρωτας με την πρώτη ματιά στη λεωφόρο, όταν σκορπίσαμε κάποιον Ηλυσιακό μ` εκείνο το 3-0,
Το βραδινό «φιλικό» με τον βάζελο που μας «έχασαν» με 5-2,
Το κυριακάτικο μεσημεριανό 2-3, και πάλι με το βάζελο,
Το μπαραζ με τον πανιώνιο, στη Λάρισα, λίγο πριν τις πανελλαδικές,
Και ήττες, κυρίως ήττες, πολλές ήττες, δίκαιες, και, φοβάμαι, ακόμη περισσότερες άδικες…
Και εγώ εκεί, πάντα εκεί, στα τσιμέντα της Αθήνας, του Μενιδίου, της Νίκαιας, της Κορίνθου, αλλά και αλλού… Το 91-92, σκαστός από το στρατόπεδο στο Αμύνταιο, να δω τις ήττες στη Νάουσα (2-1) και στην Έδεσσα (3-0) – και έγινα «παπί» στη βροχή, και έφαγα και πέντε μέρες φυλακή για αυτό το 3-0, όταν με κάναν «τσακωτό»…
Και τα χρόνια περνούσαν, και η αγάπη είχε πια στεριώσει, και όλο και δυνάμωνε και θέριευε…
Από τους πρώτους αγαπημένους μου μαλλιάδες με τα μυστήρια ονόματα, και ειδικά τον Μοντέζ, στο Λιάκο, στον «τσέλιγκα» τον Παπαγεωργίου, το Θανασάρα τον Παπάζογλου, τον Γιώργο τον Πρίσκα, τον «Φώντακα» το Μαντζούκη και σε τόσους και τόσους άλλους, που είμαι βέβαιος ότι τα ονόματα και οι μορφές τους στον περισσότερο κόσμο αυτής της χώρας δεν λένε απολύτως τίποτε. Όχι όμως σε μένα το «γραφικό»…
Αγάπησα μανούλα `μ, αγάπησα, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟ ΜΕΤΑΝΟΙΩΣΑ…
Δεν κατάφερα να μείνω μακριά… ούτε και όταν βολόδερνε σε χωριά και κατηγορίες που δεν του ταίριαζαν… Ούτε και όταν τον περιγελούσαν, όπως περιγελούσαν και μένα για την τρέλα μου…
Και μετά στο ΜΟΥΦ – το λάτρεψα, και όχι μόνο εγώ, αυτό το παιδί – το Μπελά, τον Τάτση, τον Κορμαρή, τον Κοντογουλίδαρο και το Σαιτιώτη και το έπος του 2007 στο γαυροτίγανο!!!!
Και να ο Ντεβινσέντι, ο Τζημόπουλος, ο Λίλα και ο Βίλα – ναι, το ξέρω ότι ακούγεται σαν Μπόλεκ και Λόλεκ - και ο ήρωάς μου, ο ΚΑΡΙΜ ΦΕΚΓΡΟΥΣ, και, και, και… Εγώ, όπως και όλοι οι άλλοι «εγώ», πάντα μαζί και πάντα δίπλα.
Σε μία ατέρμονη,σχεδόν μοναχική πορεία, δέκα πίκρες και μισή χαρά, και αυτή, τις περισσότερες φορές βουβή, να ακούω σε κάθε Νίκαια, Νεάπολη και Κορυδαλλό να βρίζουν τον τόπο μου, τη μάνα μου, το σπίτι μου και να τραμπουκίζουν έναν «αδελφό» μου για το κασκόλ που τόλμησε να φορέσει. Και εγώ να λουφάζω στη μοναξιά μου και να υπομένω, όπως τότε που «τόλμησα» να πάρω το μικρό στο γήπεδο για πρώτη φορά, και μπροστά στην έννοια του, ανέχτηκα κάποιους τιποτάδες να βρίζουν χυδαία ένα σύνταυρο που θα μπορούσε να είναι πατέρας τους… Και ντράπηκα, ναι ντράπηκα, μπροστά στο πεντάχρονο παιδί μου, γιατί έκανα πως δεν άκουσα και δεν είδα… Σκιάχτηκα μη φοβηθεί, και φοβήθηκα τι θα γινόταν αν μπλεκόμουν…
Και όλα αυτά τα χρόνια, πάντα περίμενα και περίμενα, με το φόβο ότι δεν θα προλάβω να δω ένα τίτλο, μια έξοδο στην Ευρώπη, κάτι αντάξιο του σιωπηλού μεγαλείου της ΑΜΟ.
ΚΑΙ «ΥΣΤΕΡΑ ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ», και ο «μπουρτζόβλαχος», γύρισε το κουμπί, και με ένα σάλτο αναπάντεχο, έφτασε μέχρι τη Νορβηγία και την Ολλανδία… Και γω έκλαιγα με αναφιλητά σαν παιδί, και δεν ντρεπόμουν… Και θυμόμουν… Θυμόμουν φίλους και αδέλφια που δεν είχαν σταθεί τόσο τυχεροί, και δεν πρόλαβαν, δεν το είδαν… Και έκλαιγα ακόμη περισσότερο, και χαιρόμουν…
Ο Μιχαήλ, ο Πασχαλάκης, ο Κούτρης, οι τρεις ισπανοί σωματοφύλακες, ο μικρούλης μου Μαμπουλού, και όλα τα παιδιά προχωρούσαν, έβαζαν γκολ στα όνειρά μου και εγώ πέταγα…
Και μετά, ξαφνικά σκοντάψαμε, και αναγκαστήκαμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω προκειμένου να πάρουμε φόρα και να πετάξουμε ψηλότερα… Και πετάξαμε…πάλι…
Με οδηγό ένα ξενιτεμένο μας πουλί, καμιά εικοσιπενταριά ΛΕΒΕΝΤΕΣ, κάνουνε τη χώρα των γαυροβαζελομπαοκοχανουμηδων να στρέψει το βλέμμα της ψηλά στον ουρανό για να δει τι είναι αυτό που έχει ανοίξει τα φτερά του και σκεπάζει τους ίσκιους τους…
Και φτάσαμε στο σήμερα, στο τώρα…
Λοντίγκιν, Χουτσεσιώτη, Παντελάκη, Εραμούσπε, Πίρσμαν, Σάλιακα, Κάργα, Πήλιο, Οικονομόπουλε, Πανουργιά, Κάστρο, Ντομίνγκεζ, Λιάσε, Λώλη, Καρτάλη, Μπρένερ, Ελευθεριάδη, Γροσδάνη, Παμλίδη, Μιλιντσεάνου, Σιόντη, Κρίζμαν, Νάουμετς, Δούμτση, Αθανασίου και Τριάδη, ήρθε η ώρα…
Αυτός ο τόπος, αυτή η περιοχή, αυτή η πόλη, αυτοί οι άνθρωποι που φρόντισαν και γιάτρεψαν τις πληγές όσων από εσάς χαρακτηρίστηκαν κάποια στιγμή ως αποτυχημένοι και «τελειωμένοι», και έδωσαν σάρκα και οστά στα όνειρα των υπολοίπων, σε όσους από εσάς πίστεψαν ότι εδώ θα βρουν το εφαλτήριο για να απογειωθούν και να κερδίσουν τη ζωή που θέλουν να ζήσουν, ξέρουμε, είμαστε βέβαιοι ότι ΕΦΤΑΣΕ Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΩΡΑ. Και το ξέρουν και όσοι από εμάς βρίσκονται στα ξένα. Με πήρε ο ξάδερφος από το Γκέτιγκεν να μου πει πως δεν αντέχει άλλο να περιμένει, και ότι τρελαίνεται μέχρι ν` αρχίσει το παιγνίδι με το γαύρο.
Ναι, κάποιες φορές λέμε και κάνουμε βλακείες και ανοησίες, και ναι, ακόμη περισσότερες φορές, δείχνουμε, και μάλλον είμαστε, ταγαροκέφαλοι, χοντροκέφαλοι, στενοκέφαλοι, ξεροκέφαλοι και ότι άλλο συνθετικό κολλάει στο κεφάλι μας… Αλλά δεν μπορείτε να αρνηθείτε, και σίγουρα δεν μπορεί να μην έχετε νιώσει ότι ΣΑΣ ΑΓΑΠΑΜΕ ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ. Και όταν αγαπάμε, ΑΓΑΠΑΜΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ… Μπορεί κάποιες φορές να σας πνίγουμε με την αγάπη μας, αλλά από την άλλη, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, όσοι επέλεξαν να τραβήξουν γι` άλλες πολιτείες, χωρίς τη δική μας εμμονική ζεστασιά και εμπιστοσύνη, λίγα κατάφεραν, και πάντως πολύ λιγότερα από όσα περίμεναν… Εδώ, σε τούτο τον τόπο, πολλοί απογειώθηκαν, και όσοι πήγαν να χάσουν την περπατησιά τους, βρήκαν ένα χέρι να τους σηκώσει και να τους σπρώξει μπροστά…
Εμείς λοιπόν, είμαστε απολύτως σίγουροι για εσάς. Ξέρουμε ότι θα κάνετε τα πάντα, όσα και ότι μπορεί ο καθένας σας, στο σημερινό παιγνίδι. Και όπου, προς στιγμήν, δεν μπορείτε ή λιποψυχήσετε, εμείς θα είμαστε εκεί, δίπλα σας… Μια ολόκληρη περιοχή, 1,5 εκατομμύρια άνθρωποι, μια πόλη 100.000 ψυχές… Θα μας ακούσετε, θα μας νιώσετε, θα παίρνατε και όρκο ότι μας βλέπετε. Και αν βρέχει, μη φοβηθείτε, τα δάκρυά μας θα είναι. Δάκρυα χαράς και περηφάνιας.
Δεν ζητάμε τίποτε. Ξέρουμε πως θα κάνετε ότι μπορείτε για να μας προσφέρετε τα πάντα.
Το ξέρουμε ότι έφτασε η ώρα. Πιστέψτε το και εσείς. Η ώρα να γράψετε το δικό σας παραμύθι…
Εμείς απλά θα το διαβάσουμε και θα το λέμε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας, και αυτά στα δικά τους παιδιά… Δίπλα στους θρύλους και τις άλλες ιστορίες αυτής της πόλης, στο πλάι της λίμνης.
Ποδοσφαιρικά και μόνο, κανείς άλλος, ποτέ, δεν είχε το δικό σας προνόμιο, και τη δική σας ευκαιρία, να γράψει τη σπουδαιότερη και μεγαλύτερη ιστορία, να κατακτήσει το κύπελλο, αφήνοντας στο διάβα του, πίσω, τα κουφάρια σχεδόν όλων αυτών – των τριών από τους τέσσερις !!! – που, εδώ και δεκαετίες, καταδυναστεύουν το ποδόσφαιρο και τις ψυχές μας.
ΑΔΡΑΞΤΕ ΤΗ ΜΕΡΑ
Η ψυχή του μπαμΠΑΣ στην οθόνη μου!
Ολοκάθαρη, ανοχύρωτη, καθαρογραμμένη... μυημένη από παιδί στην μέθεξη των ολίγων...
Ημών των κατά κόσμον "σαλών"...
... που το κατεστημένο διαχρονικά μας περιγελά, καθώς δεν δύναται να βιώσει ούτε μία "στιγμή" από το μεγαλείο της παράτολμης αίσθησης στην ελπίδα... στη θέληση... στην προσδοκία...
στην εξοντωτική προσμονή προς το αδιανόητο ... την παραδοξότητα ... την έκσταση της εκπλήρωσης μιας παραχρονισμένης ευχής...
Ενός κατεστημένου που τρέμει στην σκέψη της ψυχικής συντριβής , στην παλινόρθωση της ύπαρξής του...
Πετάει η ψυχή του ΠΑΣολέ σήμερα κ' ταξιδεύει στους Ουρανούς των θαυμάτων!
Κάθε πάτημα των παικτών μας στο έδαφος κ' ένας κτύπος της γαλαζοαίματης καρδιάς μας!
Κάθε κτύπος κ' μία ευχή στην προαιώνια ελπίδα μας!
Κάθε ευχή φυλαχτό στην ψυχή μας!
Κάθε ψυχή κ' ασπίδα στα όνειρά μας!
Κάθε μας όνειρο κ' Στόχος!
Κάθε αποτέλεσμα κ' πείσμα για το μέλλον!
Κάθε κατάληξη περηφάνεια για την Ομάδα!!