Εκατό χρονών κοντά είχε φτάσει η γιαγιά μου και την θυμάμαι μέχρι τα τελευταία της να μου διηγείται το ολοκαύτωμα της Άρτας.
Το μαρτυρικό Κομμένο ξεκληρίστηκε, από την μανία των απανθρώπων. Δεν σταμάτησαν όμως εκεί. Επιτέθηκαν την ίδια χρονιά και σε άλλα χωριά της Άρτας και δεν υπάρχουν λόγια να μεταφέρω πώς το βιώνει η παιδική ψυχή που πληροφορείται αυτά τα γεγονότα, όχι από τα βιβλία, αλλά από τους ίδιους τους επιζήσαντες που τυγχάνει να είναι και συγγενείς του.
Νιόπαντρη τότε η αείμνηστη πλέον γιαγιά μου, με τον πατέρα μου μωρό ασαράντιστο, και τον παππού μου στον Αγώνα, τους είδε να σκοτώνουν τους γείτονές της και να ανηφορίζουν στο σπίτι της, αφού είχανε κάψει ό,τι υπήρχε στο διάβα τους.
Άκουσε το μωρό της να κλαίει στο μέσα δωμάτιο και κατάλαβε ότι δεν θα υπήρχε γλιτωμός. Έτρεξε να το ησυχάσει, αλλά οι φωνές τους ακούγονταν όλο και πιό κοντά.
Δεν προλάβαινε να κάνει πολλά, κατάλαβε πως αν θα είχε μία ευκαιρία να ζήσει, θα έπρεπε να τρέξει μαζί με το παιδί της να κρυφτεί στο δάσος, όσο πιό γρήγορα γινόταν.
Στην ύστατη προσπάθειά της, άνοιξε το πίσω παράθυρο του σπιτιού της και πήδησε στο κενό με το μωρό της στην αγκαλιά. Πάνω σ' αυτή της την κίνηση με όλο το τρέμουλο που συγκλόνιζε το κορμί της από την πρώτη φορά που οι Γερμανοί της είχανε κάψει το σπίτι, αλλά και το μυαλό της στο τί είχε προηγηθεί στο Κομμένο... στην αγωνία της να προλάβει, της έφυγε το παιδί από τα χέρια και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου σαν γερακίνα στον αέρα, άρπαξε το παιδί της με το στόμα της δαγκώνοντας τα ρούχα του και κατάφερε να το συγκρατήσει πριν κομματιαστούν και οι δύο στο έδαφος.
Τραυματισμένη έφτασε στο δάσος και έχοντας σώσει το παιδί της, κρυμμένη ακόμα και από τον Θεό, γύρισε το βλέμμα της πίσω και είδε το σπίτι της παρανάλωμα της φωτιάς για δεύτερη φορά μέσα σε 3 χρόνια.