Ποιος θα μπει στην 6αδα;
Ο Βασίλης Σαμπράκος συγκρίνει την απόδοση ΠΑΣ Γιάννινα, Αστέρα Τρίπολης, ΟΦΗ και εξηγεί για ποιο λόγο θα χαρεί με την επιτυχία τους.
Σύμφωνα με την φωτογραφία της στιγμής στην Superleague, δεδομένου ότι οι τέσσερις προπορευόμενοι έχουν εξασφαλίσει, υπό κανονικές συνθήκες, την συμμετοχή τους στα playoffs, υπάρχουν τέσσερις ομάδες που διεκδικούν τις δύο άλλες θέσεις: ΠΑΣ Γιάννινα, Αστέρας Τρίπολης, ΟΦΗ και ο Αρης. Αν κάποιος μπορούσε να υποθέσει με ασφάλεια ότι ο Άρης θα πάρει πίσω τους 6 βαθμούς που κέρδισε στο τερέν αλλά δεν προστίθενται στην βαθμολογία του λόγω της ποινής που του έχει επιβληθεί, θα οδηγούνταν στην εκτίμηση ότι οι τρεις “μικρότερες” επαρχιακές ομάδες θα διεκδικήσουν μια θέση στην 6αδα. Αφήνοντας στην άκρη τα δικαστικά, δεδομένου ότι το φως πέφτει πάνω σε αυτές τις τρεις ομάδες, επιχείρησα μια σύγκριση των δεδομένων απόδοσης των ομάδων στο πρωτάθλημα μέσα από το Comparisonator, που είναι μια διεθνής πλατφόρμα σύγκρισης της απόδοσης ποδοσφαιριστών και ομάδων και χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την αναζήτηση ποδοσφαιριστών αλλά και για την ανάλυση του αντιπάλου.
Προτού προχωρήσω στα όσα αντιλαμβάνομαι μέσα από αυτή τη διαδικασία πρέπει να υπογραμμίσω ότι δεν μεροληπτώ. Με άλλα λόγια έχω λόγους να υποστηρίζω την προσπάθεια κάθε μιας εκ των τριών αυτών ομάδων. Και ένας εκ των κυριότερων λόγων που με κάνουν υποστηρικτή αυτών των προσπαθειών είναι το κοινό σημείο αυτών των τριών ομάδων: η εμπιστοσύνη που δείχνουν προς τους προπονητές.
Η σύγκριση των στοιχείων απόδοσης - σε δεκάδες διαφορετικές παραμέτρους επίθεσης, άμυνας, κυκλοφορίας της μπάλας και μονομαχιών, δείχνει ότι ο προπορευόμενος ΠΑΣ μειονεκτεί μέχρι εδώ απέναντι και στους δύο ανταγωνιστές του. Απέναντι στον Αστέρα, ο ΠΑΣ “χάνει” σε όλες τις φάσεις του παιχνιδιού και μάλιστα με σημαντικές διαφορές. Με απλά λόγια είναι μια ομάδα που σκοράρει λιγότερο, δέχεται πιο εύκολα γκολ, δημιουργεί ευκαιρίες χαμηλότερης αξίας και επιτρέπει πιο κλασικές ευκαιρίες στον αντίπαλο συγκριτικά με τον Αστέρα.
Στην σύγκριση με τον ΟΦΗ, ο ΠΑΣ αμύνεται πιο αποτελεσματικά αλλά “χάνει” στην σύγκριση στους υπόλοιπους τομείς του παιχνιδιού - δηλαδή σε επίθεση, passing game και μονομαχίες.
Η σύγκριση ανάμεσα σε Αστέρα και ΟΦΗ οδηγεί στην διαπίστωση ότι η ομάδα της Τρίπολης υπερτερεί, με σημαντικές διαφορές, σε όλα τα κομμάτια απόδοσης.
Με άλλα λόγια, αν ένας αναλυτής απόδοσης καλούνταν να προεκτιμήσει, με βάση την πορεία των ομάδων μέχρι εδώ, την κατάληξη των προσπαθειών τους να μπουν στην 6αδα θα διαπίστωνε ότι η πιο “έτοιμη” ομάδα είναι ο Αστέρας. Ίσως όχι τυχαία, η ομάδα που έχει την μεγαλύτερη ηλικία, δηλαδή αυτή που δουλεύει για σημαντικά μεγαλύτερο διάστημα με τον ίδιο προπονητή.
Αν το κριτήριο ήταν η ψυχαγωγία, δηλαδή η ποιότητα και η ποσότητα του επιθετικού ποδοσφαίρου, ο Αστέρας και ο ΟΦΗ θα προσπερνούσαν τον ΠΑΣ και θα μετέτρεπαν την διεκδίκηση μιας θέσης στην 6α σε δική τους υπόθεση. Μέχρι εδώ, το ποδόσφαιρο του ΟΦΗ και του Αστέρα έχει κερδίσει περισσότερους θαυμαστές και υποστηρικτές στην ποδοσφαιρόφιλη Ελλάδα. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που έχει επιτύχει μέχρι εδώ ο ΠΑΣ μοιάζει μεγαλύτερο κατόρθωμα, κυρίως επειδή είναι ομάδα που έχει καινούργιο προπονητή, ο οποίος μάλιστα εργάζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό πρωτάθλημα, και έχει αλλάξει το περασμένο καλοκαίρι σχεδόν όλη την ομάδα του.
Σύμφωνα με τις αρχές της ανάλυσης της απόδοσης, ο Αστέρας και ο ΟΦΗ έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να τα καταφέρουν στην πορεία μέχρι τον τερματισμό της κανονικής περιόδου. Κάποιος που αγαπά το ελληνικό ποδόσφαιρο θα πρέπει να υποδεχθεί με χαρά όποια ή όποιες εκ των τριών αυτών ομάδων κατορθώσουν να μπουν στα playoffs. Διότι και οι τρεις είναι ομάδες που σέβονται τα βασικά της λογικής του σημερινού ποδοσφαίρου, ή τουλάχιστον σέβονται το θεμελιώδες: η επιλογή του προπονητή είναι μια διαδικασία, κατά την οποία κυριαρχεί η λογική, και όχι μια μαντεψιά ή μια σύσταση ενός ατζέντη. Και ο χρόνος που δίνουν είναι συνήθως μεγάλος για τα ελληνικά δεδομένα του ποδοσφαίρου. Δύο αξιόλογοι Έλληνες προπονητές και ένας εκ των πιο αξιόλογων ξένων προπονητών που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα καταφέρνουν ως στιγμής να περνούν πάνω από τον πήχη των θερινών προσδοκιών, ή τουλάχιστον να μην τον ρίχνουν. Χαίρομαι πολύ για αυτό, και εύχομαι στο επόμενο αντίστοιχο σημείωμα να έχω “υποχρεωθεί” να βάλω στην λίστα της σύγκρισης και τον Παναιτωλικό του Γιάννη Αναστασίου.
gazzetta.gr