Οι οπαδοί της «σκληρής» μουσικής στα Ιωάννινα της δεκαετίας του 1980
Μια «ακτινογραφία» της μέταλ σκηνής των Ιωαννίνων, των «μεταλλάδων» και των… χώρων δράσης τους. Η Ηπειρωτικός Αγών δημοσιεύει την πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα του Ευάγγελου Ρούκου, που συνοδεύεται από ντοκουμέντα της εποχής.
Πώς ήταν τα Γιάννενα τη δεκαετία του 1980; Μία πόλη που φάνταζε «μακριά από όλα» μήπως; Σε μία εποχή που δεν υπήρχε η ιδιωτική τηλεόραση και τα μοναδικά δύο τηλεοπτικά κανάλια που εξέπεμπαν ήταν η ΕΡΤ-1 και η ΕΡΤ-2… Το πιο σημαντικό, ίσως, χαρακτηριστικό της εποχής ήταν η πολιτική «αλλαγή», που σηματοδότησε η ανάληψη της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο παρέμεινε στην εξουσία από το 1981 έως το 1989. Η περίοδος αυτή θεωρείται παραγωγική και καινοτόμα για τον πολιτισμό, καθώς η Μελίνα Μερκούρη, υπουργός Πολιτισμού τότε, έθετε σε εφαρμογή πλήθος δράσεων για την προώθησή του.
Οι δράσεις αυτές επηρέασαν και τον χώρο της ροκ μουσικής, με αποτέλεσμα στην πρωτεύουσα να καταφθάνουν -με καθυστέρηση κάποιων ετών- πολύ μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως ο Rory Gallagher, οι UFO, οι Uriah Heep και άλλοι. Γενικότερα, όμως, στην Ελλάδα υπήρξε μια γενικευμένη αργοπορία στα ζητήματα σύγκλισης με τους δυτικούς τρόπους, γεγονός που θα μπορούσε να αποδώσει κανείς στην επταετή χούντα. Πιο χαρακτηριστική, ίσως, στιγμή αυτής της στροφής στον «Δυτικό κόσμο» ήταν η διοργάνωση του φεστιβάλ «Rock in Athens» το 1985, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Αθήνα – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης».
Ωστόσο, τη δεκαετία του 1980 τα Γιάννενα απέχουν ακόμα πολύ από την υποδοχή τέτοιων εκδηλώσεων. Τα μουσικά είδη, που είναι πολύ διαδεδομένα εκείνη την εποχή, είναι οπωσδήποτε η μουσική disco, η pop και η ελληνική λαϊκή – ελαφρολαϊκή μουσική, γνωστή επίσης ως «σκυλάδικο». Η πόλη δεν απέχει από αυτή την πραγματικότητα. Αντιθέτως, υπάρχει μια περίοδος εντός της υπό εξέταση δεκαετίας, κατά την οποία στην πόλη υπάρχουν έξι «ντισκοτέκ», με γνωστότερες την «Taiga», την «2by2», τον «Κύβο» και τη «Σπηλιά».
Σε αυτό το πλαίσιο εντοπίζεται και μία «ομάδα» νεαρών ατόμων, οι οποίοι έχουν επιλέξει για τη διασκέδασή τους τη ροκ και μέταλ μουσική. Βεβαίως, επειδή το «μέταλ» ουσιαστικά μόλις έχει αρχίσει να εισάγεται στη συνείδηση των ακροατών, ροκ και μέταλ θεωρούνται «το ίδιο πράγμα», με το δεύτερο να αποτελεί ένα «σκληρότερο» ηχητικά, ιδίωμα του πρώτου.
Αυτή ακριβώς η «ομάδα» αποτελεί το αντικείμενο αυτής της έρευνας, η οποία βασίζεται στη σεμιναριακή εργασία με τίτλο «Οι οπαδοί της «σκληρής» μουσικής στα Ιωάννινα της δεκαετίας του ΄80: Στέκια, μνήμες και συμπεριφορές» και εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος «Εθνογραφική έρευνα πεδίου και αρχεία» του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) «Νεότερος και Σύγχρονος Κόσμος: Ιστορία, Λαογραφία, Ανθρωπολογία» του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με διδάσκουσα τη διευθύντρια του προγράμματος, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Λαογραφίας Μαριλένα Παπαχριστοφόρου. Το παρόν κείμενο αποτελεί μία νεότερη εκδοχή της εργασίας, η οποία δομείται σε 4 άξονες και απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Δημοσιεύεται με τη συγκατάθεση όλων των συνομιλητών μου, τους οποίους ευχαριστώ. Η ευθύνη της έρευνας και των συμπερασμάτων της βαραίνει εμένα τον ίδιο.
Σε πρώτο επίπεδο, επιχειρήσαμε να διερευνήσουμε γιατί ένα μέρος της γιαννιώτικης νεολαίας των 80s, επέλεξε να διασκεδάσει με τη συγκεκριμένη μουσική, αν και υπήρχαν άλλα, περισσότερο δημοφιλή είδη. Στη συνέχεια, εντοπίσαμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που προσδίδουν στα άτομα αυτά μια ιδιαίτερη ταυτότητα και τη συνείδηση του «ανήκειν» στη συγκεκριμένη ομάδα. Ο τρίτος άξονας της προσέγγισής μας, συνθέτει τις διαπιστώσεις, οι οποίες προέκυψαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, χωρίς ωστόσο να αποτελούν αντικείμενά της από την αρχή. Ο τέταρτος και τελευταίος άξονας αποτυπώνει τις μνήμες των πρωταγωνιστών από εκείνη την εποχή, αλλά και το πώς βλέπουν σήμερα, πενηντάρηδες πια, τις τότε επιλογές τους.
Γιατί αυτή η μουσική ειδικά;
Ο λόγος για τον οποίο οι συγκεκριμένοι νέοι διάλεγαν ως τρόπο διασκέδασης και έκφρασης το ροκ και το μέταλ, ήταν το πρώτο ερώτημα που γεννήθηκε, με δεδομένο ότι η πρόσβαση σε αυτή τη μουσική, μόνο εύκολη δε θα μπορούσε να είναι.
Ο κυρίαρχος λόγος, όπως αποκαλύφθηκε μέσα από τις συζητήσεις-συνεντεύξεις, ήταν η ανάγκη του διαχωρισμού από τη «μάζα». Τα «παιδιά» αυτά ήθελαν ξεκάθαρα να ξεχωρίσουν από τα πλειοψηφικά ρεύματα της ντίσκο, της ποπ και της λαϊκής μουσικής, με τα οποία διασκέδαζε η πλειονότητα της νεολαίας τότε. «Θέλαμε να μην είμαστε σαν τους άλλους, θέλαμε να ξεχωρίζουμε… Δε θέλαμε να πηγαίνουμε με το μπούγιο. Και το μπούγιο ήταν οι “φλώροι” που λέγαμε», αναφέρει ο Γιάννης. Και οι «φλώροι», δεν ήταν οι «ελαφρολαϊκοί», όπως ίσως κάποιος θα στοιχημάτιζε, αλλά οι φίλοι της ντίσκο, γνωστοί επίσης και ως «καρεκλάδες», που ήταν ο «μεγάλος και κοινός εχθρός» τόσο του ροκ όσο και του πανκ κινήματος, όπως διηγείται ο Χρήστος. Επιπλέον, ήθελαν να ξεχωρίζουν και σαν οι πιο «ψαγμένοι» μουσικά, που δεν ικανοποιούνται, δηλαδή, με τη mainstream μουσική της εποχής και αναζητούν αυτή που τους «γεμίζει».
Όμως, δεν πρέπει αυτή η συνθήκη να επισκιάσει την αγάπη αυτών των παιδιών για τη ροκ και μέταλ μουσική, η οποία ήταν πραγματική, μεγάλη και με ξεκάθαρα στοιχεία «έρωτα με την πρώτη ματιά» ή ακριβέστερα «με το πρώτο άκουσμά της». Συνήθως, κάποιος γνωστός ή ένας ξάδερφος είναι αυτός που θα φέρει μια αντιγραμμένη κασέτα και το άκουσμά της θα γίνει η «διαβατήρια τελετουργία» για μια νέα ζωή, μέσα από τους Scorpions, τους Black Sabbath, τους AC-DC και άλλους καλλιτέχνες.
Ένας αριθμός δε, από αυτά τα παιδιά θα θελήσει να δραστηριοποιηθεί με τη μουσική ακόμα περισσότερο και αυτή να γίνει –σε έναν πρώτο βαθμό, τουλάχιστον– το χόμπι τους, καθώς το προτιμούν από τον αθλητισμό ή άλλα χόμπι της εποχής. Και έτσι, μπορεί να πει κάποιος ότι γεννιούνται τα πρώτα μουσικά σχήματα εντός της πόλης.
Όσο για την πρόσβαση στη διεθνή δισκογραφία, φαίνεται ότι η αγάπη ή ακόμη και ανάγκη για ενημέρωση, οδηγούσε σε ποικίλες διεξόδους. Η πιο κοινή διέξοδος εκείνη την εποχή φαίνεται ότι είναι η αντιγραφή και διακίνηση κασετών, περισσότερο γνωστή ως tape trading. Το tape trading αποτελεί φαινόμενο, που δεν περιορίζεται μόνο στα όρια της πόλης, αλλά εξαπλώνεται δια της αλληλογραφίας ακόμα και έξω από τη χώρα, αποτελώντας τρόπο εισαγωγής τελικά της ξένης μουσικής. Είναι και οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που έχουν έρθει από τα μέρη τους για να σπουδάσουν και γίνονται φορείς εισόδου νέας μουσικής στην πόλη, μέσω του tape trading.
Το φαινομενικά οξύμωρο στη συγκεκριμένη διαδικασία είναι ότι η πρακτική του tape trading αφορά, εκτός από τους ιδιώτες, και τα καταστήματα πώλησης δίσκων. Οι νέοι, μην έχοντας πολλές φορές τη δυνατότητα να αγοράσουν κάποιο από τα αυθεντικά βινύλια που έχουν φτάσει στα καταστήματα της πόλης, ζητούν από τους καταστηματάρχες να τους αντιγράψουν κασέτες από αυτά κι εκείνοι δέχονται. Με λίγα λόγια, τα ίδια τα καταστήματα προωθούν την «πειρατεία» στη μουσική και αποκτούν αφορολόγητα έσοδα. Από την άλλη, βέβαια, προσφέρουν μουσική στη νεολαία, που δεν έχει την οικονομική ή άλλη δυνατότητα απόκτησής της.
Δεν απουσιάζει όμως και ο Τύπος από τη μουσική ενημέρωση. Κυρίαρχο ρόλο στη συγκεκριμένη μουσική σκηνή κατέχουν τα περιοδικά «Heavy Metal» (το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα με την ονομασία Heavy Metal & Metal Hammer) με θεματολογία ροκ και μέταλ, και «Ποπ και Ροκ», με ευρύτερη θεματολογία ακόμα και από την ελληνική μουσική σκηνή.
Τέλος, και σε περιορισμένο βέβαια βαθμό, η ενημέρωση έρχεται και από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Η τηλεόραση, που είχε μόνο δύο τηλεοπτικούς σταθμούς, εκείνους της κρατικής τηλεόρασης, ενημέρωνε κυρίως με τη εκπομπή «Μουσικόραμα», στην οποία προβαλλόταν όλο το εύρος της «ξένης» μουσικής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και συγκεκριμένα το 1989, θα ξεκινήσει και η προβολή της εκπομπής «Μεταλλουργείο» από την κρατική τηλεόραση με καθαρό ροκ – μέταλ προσανατολισμό. Από το ραδιόφωνο, η εκπομπή που έχει αποτυπωθεί περισσότερο στη συνείδηση της τότε νεολαίας, είναι εκείνη του Γιάννη Πετρίδη, η οποία από τη δημόσια ραδιοσυχνότητα ενημέρωνε (και επιμόρφωσε τελικά) επί σειρά ετών το ακροατήριό της για ένα πολύ μεγάλο φάσμα της μουσικής, και πέρα από τη ροκ και τη μέταλ.
Φυσικά, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η συγκεκριμένη δεκαετία, χαρακτηρίζεται και από την (παράνομη) λειτουργία ραδιοφωνικών σταθμών από ερασιτέχνες, μικρής εμβέλειας, που εκπέμπουν μουσική όλων των ειδών και διαδραματίζουν και αυτοί τον δικό τους ρόλο στο συγκεκριμένο μουσικό χώρο.
Οι ροκάδες και οι μεταλλάδες της πόλης τότε
Spider Kickers 80s, αρχείο Δημήτρη Παπαδημητρίου
Τα «μέλη» της συγκεκριμένης ομάδας (ή μήπως κατηγορίας;) της γιαννιώτικης νεολαίας εμφανίζονται με κάποια κοινά χαρακτηριστικά.
Σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι ίδιοι άνθρωποι πήγαιναν στο εθνικό στάδιο «Ζωσιμάδες» κατά τους αγώνες του ΠΑΣ Γιάννινα. Μάλιστα, όχι μόνο πήγαιναν στο γήπεδο για να απολαύσουν την αγαπημένη τους ομάδα, αλλά είχαν και συγκεκριμένο σημείο στο οποίο συγκεντρώνονταν, τη θύρα 7. Πολλοί δε από αυτούς, ακολουθούσαν την ομάδα και σε πολλά εκτός έδρας παιχνίδια.
Την ίδια εποχή, στην Αθήνα η μέταλ έχει ταυτιστεί πλήρως με τον ποδοσφαιρικό χουλιγκανισμό. Μάλιστα, πολλά από τα μέταλ στέκια αποτελούσαν και στέκια οπαδών συγκεκριμένων ποδοσφαιρικών ομάδων, που ασκούσαν τη βία είτε στο γήπεδο είτε στα συγκεκριμένα μαγαζιά είτε ακόμη και στις συναυλίες. Πολύ χαρακτηριστική, άλλωστε, είναι και η δήλωση του ιρλανδού καλλιτέχνη της ροκ Rory Gallagher, ο οποίος, μετά τη διακοπή της συναυλίας του το 1981 στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, λόγω επεισοδίων που προκλήθηκαν με αφορμή την επίθεση οπαδών προς τις δυνάμεις της ΕΛ.ΑΣ που περιφρουρούσαν τη συναυλία, δήλωσε: «Δεν ήθελα να πεθάνω σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο στην Ελλάδα» (Γ. Αναγνωστόπουλος, Παγκόσμιος Θόρυβος – 50 Χρόνια Heavy Metal, εκδ. Δίαυλος, Αθήνα, 2017).
Spider Kickers demo, αρχείο Δημήτρη Παπαδημητρίου
Ωστόσο, δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος το ίδιο και για την πόλη των Ιωαννίνων, καθώς οι οπαδοί του ΠΑΣ Γιάννινα ελάχιστες φορές έχουν εμπλακεί σε οπαδικά επεισόδια. Πάντως, αν υπήρχε «βαβούρα», οι ροκάδες, χωρίς να είναι υποκινητές, ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν.
Η παρέα αποτελεί το δομικό στοιχείο, το «κύτταρο» θα λέγαμε σε όλη αυτή την κοινότητα. Τα μέλη της παρέας δημιουργούν μεταξύ τους ισχυρούς δεσμούς και ό,τι κάνουν, το κάνουν μαζί. Εφόσον μιλάμε για μαθητές, η παρέα ξεκινάει από το σχολείο. Εκεί σχεδιάζεται και το πρόγραμμα της ημέρας. Το πού θα συναντηθούν, δηλαδή, και τι θα κάνουν, ανάλογα φυσικά και με την οικονομική τους δύναμη. Όπως περιγράφει ο Σωτήρης, ένας από τους ανθρώπους που εξυπηρετούσε όλα αυτά τα παιδιά στα μαγαζιά που κυκλοφορούσαν, «ήτανε παρέες, οι οποίες βρίσκονταν και εκτός (ροκ) μαγαζιών. Όπου πηγαίνανε, πηγαίνανε μαζί. Δηλαδή, μπορεί να πηγαίναν και σε ουζερί, ας πούμε. Θα πηγαίναν εκεί, παρέα».
Τα μέλη της παρέας τα ενώνει το πάθος για το κοινό είδος της μουσικής. Η παρέα, δηλαδή, ακούει μέταλ ή ακούει ροκ ή ακούει και τα δύο. Δεν υπάρχει κάποιο μέλος στην παρέα, το οποίο δεν ακούει το είδος μουσικής που χαρακτηρίζει την παρέα. Και βέβαια, αισθάνονται τη μεταξύ τους σχέση «δυνατή» και μάλλον άρρηκτη.
Η αγάπη τους για τη μουσική θεωρείται δεδομένη. Οι συζητήσεις περιστρέφονται σε μόνιμη βάση γύρω από τη μουσική και οτιδήποτε νέο έχει φτάσει στα αυτιά τους. Κάποιοι ανάμεσά τους αποφασίζουν να ζήσουν το όνειρο και να μοιάσουν στους ήρωες, που έχουν αναρτημένους στους τοίχους των δωματίων τους. Κάπως έτσι ξεκινούν τα πρώτα μουσικά σχήματα.
Οι δυσκολίες της εποχής, όμως, είναι δεδομένες. Τα μουσικά όργανα είναι πολύ ακριβά, χώροι για πρόβες δεν υπάρχουν και επομένως καταφεύγουν σε αυτοσχέδιες λύσεις, ώσπου έρχονται και οι εξώσεις μετά τα παράπονα των γειτόνων για ηχορύπανση. Ακόμα λιγότερες είναι και οι δυνατότητες για την οργάνωση μίας, έστω, συναυλίας. Παρόλα αυτά, κάποιοι δεν το βάζουν κάτω.
Spider Kickers θρυλική συναυλία, αρχείο Δημήτρη Παπαδημητρίου
Ως αποτέλεσμα, στα Γιάννενα δημιουργήθηκαν μπάντες, όπως οι «Κεφάλαιο 24», οι «Μεταλλακτικοί Επικίνδυνοι», οι «Ψυγείο – Ψυγείο» -στον χώρο του ροκ αυτές, οι «Dirty Saints» στο χώρο του Garage ροκ, ή οι «Excalibur» του Γιώργου Γάκη, οι οποίοι έπαιζαν και μέταλ τραγούδια, αλλά κατά βάση ήταν μια ροκ μπάντα. Η μπάντα που γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία με την πάροδο των ετών, ωστόσο, και παραμένει ενεργή μέχρι και σήμερα, είναι οι «Spider Kickers», οι οποίοι ανήκουν στον χώρο του αμιγώς σκληρού ήχου και έχουν στο ενεργητικό της σημαντικό αριθμό δίσκων και συναυλιών εντός και εκτός Ελλάδας. Χαρακτηριστικότερη δε στιγμή για τη συγκεκριμένη μουσική στα Γιάννενα είναι η συναυλία τους τον Οκτώβριο του 1988 στον κινηματογράφο «Πολυθέαμα», σε πρωινή ώρα (11:30) Κυριακής.
Η εμφάνιση -ή αλλιώς το «image»- έχει κι αυτή τη σημασία της στον χώρο που εξετάζουμε. Ο «μεταλλάς» θέλει να μοιάσει στα είδωλά του. Η ενδυμασία και η συνολικότερή του εμφάνιση κατηγοριοποιούν τον οπαδό της μέταλ και δημιουργούν μια οικειότητα στα πρόσωπα που ντύνονται με παρόμοιο τρόπο.
Αφίσα συναυλίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αρχείο Χρήστου Παρλαπά
Στον χώρο του ροκ πάλι, τα πράγματα ήταν πιο απλά ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, πιο «mainstream», καθώς η ενδυμασία δε διέφερε από εκείνη των συνομήλικων. Φορούσαν, δηλαδή, ότι κυριαρχούσε στη μόδα. Οι «μεταλλάδες», όμως, είχαν ξεκάθαρο ενδυματολογικό κώδικα, όμοιο με αυτόν που έβλεπαν στους αγαπημένους τους καλλιτέχνες. Στενό τζιν παντελόνι, άρβυλα (κατά προτίμηση) ή λευκό αθλητικό μποτάκι (συνήθως μάρκας converse), δερμάτινο μπουφάν τύπου perfecto ή και τζιν, πιθανώς με κάποιες κονκάρδες καλλιτεχνών καρφιτσωμένες σε αυτό, και μαύρη μπλούζα με στάμπα αγαπημένου συγκροτήματος. Αυτό ήταν και το image του επονομαζόμενου «φρικιού» ή «φρίκουλα», όπως τους ονομάτιζαν οι Γιαννιώτες που ήταν έξω από τον χώρο. Το συνολικό image συμπλήρωναν τα μακριά μαλλιά, ενώ φαίνεται ότι τα σκουλαρίκια και το tattoo δεν ήταν διαδεδομένα στον χώρο αυτό κατά τη δεκαετία του 1980.
Αυτό το image κατά κανόνα ακολουθείται πάντα και παντού. Όπως αναφέρει ο Κώστας (Spider Kickers), ακόμα και στην παραλία η παρέα του πήγαινε με μαγιό και άρβυλα! Εκτιμάται ότι τέτοια φαινόμενα οδήγησαν τα άτομα που έβλεπαν τους μεταλλάδες ως (εξωτερικοί) παρατηρητές, να θεωρούν ότι το μέταλ είναι πρωτίστως ενδυματολογικός κώδικας και δευτερευόντως ένα μουσικό είδος. Βεβαίως, η εμφάνιση ήταν ο κύριος λόγος που οι «μεταλλάδες» δέχονταν συνεχείς ελέγχους από την αστυνομία οποιαδήποτε χρονική στιγμή του εικοσιτετραώρου, μέχρι να διαπιστωθεί ότι δεν έχουν παραβατική συμπεριφορά και να μην τους ξαναενοχλήσουν.
Στα «στέκια» της πόλης
Οι χώροι συγκέντρωσης και διασκέδασης, τα «στέκια» δηλαδή, ήταν κοινά για όλες τις παρέες. Συναντιόντουσαν κάπου κεντρικά, συνήθως στο δρομάκι πίσω από το κτίριο της σημερινής Περιφέρειας Ηπείρου, που τότε στέγαζε τη Νομαρχία Ιωαννίνων. Η περιοχή για πολλά χρόνια λεγόταν «Ομόνοια», λόγω του ομώνυμου καταστήματος με ηλεκτρονικά παιχνίδια που είχε εκεί την έδρα του (σήμερα βρίσκεται το κατάστημα Public) και όπου παρέα ξεκινούσε την έξοδο, παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια, μπιλιάρδο ή «ποδοσφαιράκι» (στο μεγάλο ξύλινο επιτραπέζιο). Η διάρκεια των παιχνιδιών προφανώς συνδεόταν με το διαθέσιμο «χαρτζιλίκι» του καθενός. Στη συνέχεια, η παρέα έμενε για λίγο ακόμα στα παγκάκια της περιοχής και ύστερα, πάλι ανάλογα με τα διαθέσιμα χρήματα που διέθεταν από κοινού, είτε μετακινούνταν προς τα «Λιθαρίτσια», αφού προηγουμένως είχαν προμηθευτεί το συγκεκριμένο «πλακέ» μπουκάλι κονιάκ Metaxa από κάποια κεντρική κάβα και κάποια φτηνά βρώσιμα συνοδευτικά (τηγανιτές πατάτες από ψησταριά ή κουλουράκια, συνοδευτικά της μπουγάτσας από το κατάστημα Select απέναντι από το Στρατηγείο της 8ης Μεραρχίας), είτε, εφόσον τα οικονομικά το επέτρεπαν, πήγαιναν σε κάποιο ουζερί ή pub.
Στα ουζερί της πόλης, αν και συνήθως «έκαναν» λογαριασμούς που φαινομενικά τους καθιστούσαν καλούς πελάτες, οι «μεταλλάδες» δεν ήταν γενικά ευπρόσδεκτοι και βασικός λόγος ήταν το image. Η εξωτερική τους εμφάνιση φαίνεται ότι ξένιζε, σε σημείο που να τους κάνει να νιώθουν περιθωριακοί και να αλλάζουν συνεχώς στέκια. Από την άλλη, τα μπαρ ή οι pubs, όπως έχουν μείνει στη συνείδηση της τότε νεολαίας, ήταν πολύ πιο δεκτικά. Και δεν ήταν και λίγα για τα δεδομένα μιας επαρχιακής πόλης.
Παρέα στο μπαρ «Στα χαμένα», αρχείο Βασίλη Νάτσικα
Αυτά που έχουν μείνει καλά αποτυπωμένα στη μνήμη της τότε νεολαίας, είναι το «Στα χαμένα» επί της οδού Δωδώνης, στο ύψος του σχολικού συγκροτήματος της Κιάφας, και το «Travelers» επί της οδού Γρ. Σακκά, στο κατάστημα που εδώ και πολλά χρόνια στεγάζεται ο «Μοντελισμός». Μαζί με τα παραπάνω και η «Σφήκα» επί της οδού Κωλέττη κάτω από το κτήριο του Δημαρχείου.
Άλλα μαγαζιά που άφησαν το στίγμα τους στον χώρο, ήταν η Pub «Life» και η «Μέδουσα» επί της Ζυγομάλλη, όπως επίσης και το «Shelter» (μετέπειτα «Μαντζάτο» και «Σύγκλητος») επί της οδού Πυρσινέλλα, παρόλο που είχαν βραχύ βίο, κυρίως λόγω καταγγελιών των γειτόνων για την ένταση της μουσικής. Επίσης, στον ίδιο χώρο κινήθηκαν ο «Διόνυσος» απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία Πάργης και η «Ίριδα», που πρωτοάνοιξε και λειτούργησε για πολλά χρόνια επί της οδού Χαρ. Τρικούπη, για να μετακομίσει τα τελευταία χρόνια στην οδό Πυρσινέλλα. Αναφορές υπάρχουν και για πλήθος άλλων μαγαζιών με βραχύ βίο, ακόμα και στην πιο απομακρυσμένη περιοχή του Κατσικά.
Όλα τα παραπάνω ήταν χώροι οι οποίοι έπαιζαν κυρίως κλασική ροκ μουσική (δεκαετίας 1960 και 1970 δηλαδή). Μέταλ μουσική δεν παιζόταν σε κανέναν από αυτούς τους χώρους, παρά μόνο για λίγα λεπτά (3–4 τραγούδια) κάθε βράδυ και αυτό ύστερα από τα επίμονα αιτήματα των «οπαδών» του είδους -ίσως και για να διασκεδάζουν οι υπόλοιποι, βλέποντάς τους να χορεύουν (ή ακριβέστερα να «κοπανιούνται») με την αγαπημένη τους μουσική.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό αυτών των χώρων ήταν το γεγονός ότι όποιος δεν ήταν ήδη γνώριμος με κάποιον από τους θαμώνες, αντιμετωπιζόταν ως εντελώς παρείσακτος από τους υπόλοιπους και ήταν απαραίτητο να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα ώσπου να νιώσει τελικά αποδεκτός στο «στέκι».
Η αλήθεια είναι, ότι το περιβόητο ρητό «sex, drugs, and rock n’ roll», ήταν για καιρό κομβικό για τη συνειρμική και άμεση σύνδεση της ροκ μουσικής με τις ναρκωτικές ουσίες. Αυτό φυσικά έχει μια βάση αλήθειας, καθώς από τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ακόμα, σημαντικός αριθμός μεγάλων καλλιτεχνών της ροκ, όπως ήταν τα τρία “J” (Jim Morrison, Janis Joplin, Jimi Hendrix) χάθηκε νωρίς, ακριβώς λόγω του εθισμού τους στα ναρκωτικά.
Ωστόσο, οι εξαρτήσεις αφορούν συνολικότερα τη μουσική βιομηχανία του θεάματος και όχι αποκλειστικά τη ροκ και τη μέταλ. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, λοιπόν, ότι κάπως έτσι διαμορφώνονταν και οι συμπεριφορές για τη συγκεκριμένη ομάδα των νεολαίων της πόλης, είτε για λόγους μιμητισμού κατά μία άποψη είτε για λόγους «συμβολικούς».
Ο Σωτήρης, όμως, ο οποίος εργάστηκε για χρόνια σε νυχτερινά μαγαζιά, ήταν κατηγορηματικός: «Εδώ στην επαρχία, ποτέ δεν ήμασταν των σκληρών [ναρκωτικών]… ποτέ!».
Εκείνο, όμως, που φαίνεται να συνδέει τις παρέες με τις εξαρτήσεις είναι το αλκοόλ, που ρέει στις συνευρέσεις της παρέας είτε ως τσίπουρο είτε ως κονιάκ είτε ως οποιοδήποτε άλλο αλκοολούχο ποτό, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες των μελών τους, όπως προαναφέρθηκε. Κάτι που αναμφίβολα ξενίζει, δεδομένου του συντηρητισμού της εποχής, καθώς οι περισσότεροι ήταν ακόμα μαθητές, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1980.
Ηχογράφηση στον ΟΗΘ, αρχείο Χρήστου Παρλαπά
Κατά τη διάρκεια της έρευνας ο Χρήστος, μουσικός και εκπαιδευτικός, μου αποκάλυψε έναν οργανισμό για τον οποίο δεν είχα την παραμικρή ιδέα, αν και η προσφορά του φαίνεται ότι ήταν σημαντική για την πόλη. Πρόκειται για τον Οργανισμό Ηπειρωτικού Θεάτρου (ΟΗΘ), πρόδρομο του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων.
Σε μια εποχή, που τα μουσικά όργανα ήταν ακριβά και γι’ αυτό δυσεύρετα, ο ΟΗΘ διέθετε πλήρη μουσικό εξοπλισμό (ηλεκτρικές – ακουστικές κιθάρες, ηλεκτρικό μπάσο, πιάνο, τύμπανα κ.λπ.), καθώς, επίσης, και εξοπλισμό ηχογραφήσεων (μικρόφωνα, ηχεία ενισχυτές, κονσόλα ήχου κ.λπ.) για τα μέλη του, τα οποία γίνονταν δεκτά στον Οργανισμό ύστερα από σχετική αίτησή τους. Στην ουσία ήταν ένα δημοτικό στούντιο σε μια πόλη που δεν υπήρχαν σχετικοί χώροι.
Πρόβα μουσικών στον ΟΗΘ 1984, αρχείο Χρήστου Παρλαπά
Επιπλέον, ήταν ένας οργανισμός, που διοργάνωνε σημαντικό αριθμό εκδηλώσεων, μουσικών και θεατρικών, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα στους νέους που είχαν μεράκι, να ασχοληθούν περισσότερο με τις τέχνες που αγαπάνε. Όπως φαίνεται, για όσο καιρό ο ΟΗΘ λειτούργησε με αυτή τη λογική, όχι μόνο προσέφερε διεξόδους στη μουσική νεολαία της πόλης, αλλά «κυοφόρησε» και το μεγαλύτερο ποσοστό των μουσικών, που στη συνέχεια ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την «αγάπη» τους.
Με δεδομένο ότι η ροκ και η μέταλ μουσική θεωρούνται «επαναστατικές» και μη συμβατικές μουσικές στη συνείδηση των πολλών, αντικείμενο της έρευνας αποτέλεσε και η πιθανότητα ύπαρξης πολιτικών αποχρώσεων στη συγκεκριμένη μουσική επιλογή. Ως συμπέρασμα προκύπτει ότι δεν υφίσταται πολιτική ιδεολογία για τον μουσικόφιλο, τουλάχιστον όχι συνειδητή, αν και ένας εκ των συνομιλητών θεωρεί ότι «ο ευρύτερος χώρος του ροκ βρίσκεται πάντα απέναντι από τον καπιταλισμό».
Ένα είδος μουσικής «μπορεί να το αγαπάει και να το υποστηρίζει το ίδιο και ο φτωχός και ο αστός», όπως πολύ χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Βασίλης. Μάλιστα, ο δεύτερος, ειδικά κατά τη δεκαετία του 1980 έχει την οικονομική δυνατότητα και να αγοράζει αυθεντικούς δίσκους βινυλίου, αλλά και να ταξιδεύει για να καλύψει κάποιες από τις μουσικές του ανησυχίες. Πρέπει να επισημανθεί επίσης, ότι κατά τη δεκαετία του 1980, το επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας δε βρισκόταν στο επίπεδο που είναι σήμερα και ειδικά στα Γιάννενα. Επομένως, ήταν δύσκολο να ταυτιστεί κάποιος με τραγούδια, που όσο και να είχαν ένα πιο «επαναστατικό» νόημα, εντούτοις δεν μπορούσαν να γίνουν πλήρως κατανοητά.
Συναυλία Religious Tramp στο Παλλάδιο 1986, αρχείο Χρήστου Παρλαπά
Σε αντίθεση με όλα τα άλλα είδη μουσικής, στον χώρο του μέταλ οι γυναίκες χρειάστηκε να προσπαθήσουν πολύ περισσότερο από τον οποιοδήποτε άντρα και να περάσουν πολλά χρόνια ώσπου να βρουν ισότιμο ρόλο στη συγκεκριμένη κοινότητα είτε ως καλλιτέχνες οι ίδιες είτε ως «οπαδοί». Άλλωστε, το μέταλ είναι ένας χώρος, στον οποίο η τυποποιημένη γυναικεία εικόνα της θηλυκότητας και της προσεγμένης εμφάνισης «τσαλακώνεται» και μετατρέπεται σε κάτι το «εξαγριωμένο» και «επαναστατημένο», όπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει ο Γ. Αναγνωστόπουλος στο βιβλίο του «Παγκόσμιος Θόρυβος – 50 χρόνια Heavy Metal» (εκδ. Δίαυλος. Αθήνα, 2017).
Για μια επαρχιακή πόλη, όπως τα Γιάννενα, λοιπόν, όπου τα κορίτσια ήταν ήδη περιορισμένα από τις οικογένειες τους και ίσχυαν χρονικοί περιορισμοί για τις εξόδους από το σπίτι, η πιθανή επιλογή τους να ενταχθούν στις συγκεκριμένες παρέες ήταν και δύσκολη και, πολύ περισσότερο, αδιάφορη, καθώς υπήρχαν άλλες πιο εύθυμες και λαοφιλείς διέξοδοι. Οι εικόνες από το ντοκιμαντέρ της Λουκίας Ρικάκη «Ioannina 80s documentary» (διαθέσιμο στο Youtube) για τις ντισκοτέκ της εποχής είναι χαρακτηριστικές.
Μάλιστα, εκτιμάται ότι η απουσία των γυναικών από τον χώρο της μέταλ αποτέλεσε βασικό λόγο αποχώρησης για πολλούς από τους άνδρες οπαδούς.
Μνήμες και συμπεριφορές
Το «δέσιμο» μεταξύ των μελών της παρέας ήταν κάτι που τονίστηκε σε πολλές περιπτώσεις στις αφηγήσεις κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Μάλιστα, οι φιλίες για τις παρέες αυτές δεν έχουν μεταβληθεί και παραμένουν «δυνατές», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κάποιοι, για διάφορους λόγους, δε ζουν πλέον στην πόλη. Ενδεχομένως, όλα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «εξιδανικεύσεις» μιας επιλεκτικής μνήμης, που κρατά μόνο τις θετικές εντυπώσεις…
Εδώ ήταν που είχα την εξαιρετική τύχη να αντιληφθώ ο ίδιος, και ενώ έπαιρνα μία από τις συνεντεύξεις της έρευνας για την εργασία μου, τη δυναμική κινητοποίηση των μελών μιας από τις παρέες, προκειμένου να στηρίξουν οικονομικά ένα μέλος της.
Η δέσμευση προς τον συνομιλητή μου ότι θα τηρήσω πλήρη εχεμύθεια για όσα άκουσα κατά τύχη, με αναγκάζει να περιοριστώ σε αυτή την αναφορά, κρατώντας το μεγαλείο της κίνησης που έζησα, στην προσωπική μου «θυρίδα» των αναμνήσεων μαζί με τα συναισθήματα που μου προκλήθηκαν. Δύο μήνες μετά, και ενώ συνέτασσα την εργασία μου για να την παραδώσω, με προσκάλεσαν και εμένα σε ανάλογη κινητοποίηση της ίδιας παρέας, που αφορούσε αυτή τη φορά συγγενικό πρόσωπο άλλου μέλους της, το οποίο μάλιστα δε ζει στην πόλη εδώ και χρόνια.
Κατά τις συνεντεύξεις με ανθρώπους που κινούνταν στον συγκεκριμένο χώρο, αρκετές φορές επισημάνθηκε το γεγονός ότι η απόφαση να εμπλακεί κάποιος με το μέταλ και να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη εμφάνιση (του «φρικιού»), ήταν μία απόφαση καταρχήν δύσκολη, για την οποία, αφενός μεν έπρεπε να διαθέτει «ζούρλια» (τρέλα στη γιαννιώτικη αργκό) για να την πάρει, αφετέρου δε τον κατέτασσε αυτόματα στο περιθώριο.
Όσοι, ωστόσο, δεν ανήκουν στο μέταλ αλλά έζησαν «μαζί και δίπλα από τους μεταλλάδες», θεωρούν ότι υπάρχει κι ένα στοιχείο «μύθου» στην όλη αφήγηση, καθώς οι αστυνομικές αρχές αργά ή γρήγορα μάθαιναν και διαπίστωναν το «ποιόν» του καθενός και εφόσον δεν υπήρχαν στοιχεία παραβατικής συμπεριφοράς, οι όποιες ενοχλήσεις τερματίζονταν. Βέβαια, το αντίθετο συνέβαινε όταν ήταν περισσότερο «ατίθασοι».
Αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι αμφισβητούνται ούτε οι αφηγήσεις για τους συνεχείς ελέγχους εξακρίβωσης των στοιχείων των «μεταλλάδων», ούτε η αρνητική αντιμετώπισή τους από καταστηματάρχες της εστίασης. Άλλωστε, αυτό καταδεικνύεται και από την αποχώρηση πολλών από το χώρο του σκληρού ήχου, ειδικά μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας, καθώς αφενός δεν είχαν τη διάθεση να ξαναγίνουν «δακτυλοδεικτούμενοι», έχοντας πλέον διαπιστώσει τα πλεονεκτήματα της ομοιομορφίας μέσω του Στρατού, αφετέρου δεν άντεχαν και τη μεγάλη απουσία του γυναικείου φύλου από τον συγκεκριμένο χώρο.
Οι υπόλοιποι δεν το έβαλαν ποτέ κάτω και, όπως υποστηρίζει και ο Βασίλης, «όταν δε σε θέλουν στο πάρτι τους, κάνεις δικό σου πάρτι… και φτιάχνεις δικό σου μαγαζί», αναφερόμενος ξεκάθαρα στα μαγαζιά που άνοιξαν στη συνέχεια στην πόλη για να στεγάσουν τη ροκ μουσική.
Ένα στοιχείο που κυριάρχησε στις αφηγήσεις και συνδέεται βεβαίως και με τις μεταξύ τους σχέσεις, είναι οι μνήμες της «αγνότητας» εκείνης της εποχής, οι οποίες, όπως είναι φυσικό, συνδέονται με τις μνήμες της εφηβικής κυρίως ηλικίας τους, που ίσως κρατούσε και στοιχεία παιδικότητας. Η αφήγηση του Κώστα (Spider Kickers) είναι χαρακτηριστική: «Αγνές εποχές ρε… Αγνές εποχές, δυνατές φιλίες (…). Όλα είχαν αξία παραπάνω. Βέβαια, μπορεί να ήταν και η ηλικία, δεν ξέρω. Αλλά… σαν να ΄χαν αξία όλα: η φιλία, η μουσική, η εκδρομή, το σχολείο. Όλα είχαν αξία παραπάνω».
Και εδώ εντοπίζεται και ένας ισχυρός σεβασμός από την πλευρά των «παιδιών» αυτών για τους μεγαλύτερούς τους, οι οποίοι προϋπήρχαν στον χώρο. Η διαπίστωση αυτή προέκυψε, όταν, κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξης, η συζήτηση μεταφέρθηκε σε έναν «μαύρο» κατάλογο ατόμων, που δεν ήταν της παρέας μεν, ανήκαν στον συγκεκριμένο χώρο της μελέτης δε, και οι οποίοι πλέον δε βρίσκονται στη ζωή. Οι συνομιλητές ζήτησαν να μη γίνει αναφορά στα στοιχεία τους καθαρά και μόνο από σεβασμό στη μνήμη τους.
Σε απόλυτη συνάρτηση με τα παραπάνω είναι και η μεγάλη και βαθιά εκτίμηση που έτρεφαν όλοι αυτοί οι νέοι άνθρωποι για τη μουσική που έφτανε στα χέρια τους. Οι δυσκολίες καθιστούσαν το μουσικό προϊόν που άκουγαν, «σπουδαίο» έως και «ιερό».
Πολύ χαρακτηριστική είναι η ιστορία του Σωτήρη, που ξαφνικά άκουσε ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο και, επειδή του άρεσε, έψαχνε να βρει τον τίτλο του, περιγράφοντας στους φίλους του τη μελωδία του τραγουδιού. Μετά από περίπου 20 μέρες προσπαθειών, τελικά τα κατάφερε. Ήταν ένα κομμάτι των Eloy.
Από την παραπάνω διήγηση γίνεται κατανοητό ότι η ίδια η διαδικασία, όταν καταλήγει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το ανυψώνει στα μάτια του οπαδού, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν ο άνθρωπος κατακτά έναν στόχο, αφού προηγουμένως έχει αντιμετωπίσει έναν αριθμό προκλήσεων και δυσχερειών. Όσο μάλιστα, περισσότερες και δυσκολότερες είναι αυτές, τόση μεγαλύτερη είναι και η ικανοποίησή του, καθώς την ανακαλεί στη μνήμη του. Αλλά και γενικότερα, στο μυαλό όσων κατέθεσαν τα βιώματά τους, η συγκεκριμένη δεκαετία αποτελεί μια χρονική περίοδο αριστουργημάτων για τον χώρο της συγκεκριμένης μουσικής. Όπως αφηγείται ο Δημήτρης (James –Spider Kickers), «το εκτιμούσες;! Τα ΄λιωνες! Τα ΄λιωνες! Είτε βινύλια είτε κασέτες. Όταν λέμε τα ΄λιωνες, τα ΄λιωνες!. Eπειδή όλη τη σημαντική δισκογραφία του ΄80 την έχω ας πούμε, έκατσα να δω τι μου λείπει. Ε, αυτά που μου έλειπαν, δεν είναι τόσο σημαντικά. Δε με συνεπήραν (…). Το φίλτρο ήταν καλό! Πάρε το ΄86 για παράδειγμα. Και δες ανά μήνα, κυκλοφορίες. Σεπτέμβριος, αριστούργημα. Ιούλιος, αριστούργημα. Έβλεπες, ένα-δύο (αριστουργήματα) κάθε μήνα».
Στην ερώτηση αν θα άλλαζαν κάτι, η απάντηση ήταν ουσιαστικά ξεκάθαρη: τίποτα απολύτως! Δεν υπάρχει τίποτα που να τους γοητεύει περισσότερο από τις αναμνήσεις εκείνης της εποχής και, κυρίως, τις παρέες τους, τη μουσική τους, και τις δυσκολίες τους, όσες και αν είναι οι σημερινές ευκολίες που παρέχονται. «Τι να αλλάξω απ΄ αυτές τις εποχές; Που ΄μασταν μικροί; Όλα αγνά; Όλα καινούρια; Τι να αλλάξεις; Σ΄ αυτό το μπουρδέλο που ζούμε τώρα… Έχουν ξεφτίσει τα πάντα. Μπορεί να μην είχαμε φράγκα… μπορεί να μην είχαμε μέσα, μπορεί να μην είχαμε τίποτα, ήμασταν νέοι όμως. Νέοι και.. και όλα πρωτόγονα. Καθετί καινούριο, είχε αξία σου λέω!», περιγράφει ο Κώστας.
Ακόμα και πράγματα που θα ήθελαν να τα έχουν πράξει διαφορετικά, δε συνδέονται με τον τρόπο ζωής τους και τις αξίες τους, αλλά με τεχνικά, μουσικά ζητήματα. Με τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο θα μπορούσαν να έχουν κάποια καλύτερη τύχη στον χώρο της μουσικής, αν υπήρχε μια στοιχειώδης καθοδήγηση. Αυτό φυσικά αφορά μόνο όσους ασχολήθηκαν ενεργά με τη μουσική.
Αντί επιλόγου
Αντί ενός εδαφίου με ανακεφαλαιωτικό χαρακτήρα, προτίμησα να γράψω κάτι για όλα αυτά τα «παιδιά», που τότε ήταν τα «φρικιά» ή τα «μαλλιαρά», αλλά σήμερα είναι 50άρηδες ή 55άρηδες οικογενειάρχες. Καθώς η ατομική πορεία φανερώνει κατά γνώμη μου και τη συνέπεια απέναντι στις ατομικές αξίες, το σύνολο των συνομιλητών μου και το φιλικό τους περιβάλλον δεν έχουν εγκαταλείψει την αγάπη τους για τη μουσική και για το λόγο αυτό ζουν «μέσα ή δίπλα» σε αυτή. Άλλοι ως ιδιοκτήτες καταστημάτων, που ακούγεται το συγκεκριμένο είδος μουσικής, άλλοι ως εν ενεργεία μουσικοί ή μουσικοί παραγωγοί, άλλοι ως DJs κ.λπ.
Ωστόσο, δε βρίσκουν γοητεία στη σημερινή «ευκολία» της εποχής. Θεωρούν ότι η υπερπληθώρα και ο μηδενικός κόπος πρόσβασης στη μουσική έχει οδηγήσει στην απομυθοποίηση του είδους από τους νέους. Τους τελευταίους –και μέσα σε αυτούς θα θέσω και τον εαυτό μου– μας θεωρούν λίγο–πολύ, ως «κυριλέ» μεταλλάδες, «ήσυχους» και «επί του καναπέ και του smartphοne», άποψη που δε μου φαίνεται καθόλου υποτιμητική. Μάλιστα, αναδεικνύει την ανάγκη της συγκεκριμένης μερίδας της γιαννιώτικης νεολαίας, τότε, να διαφοροποιηθεί από τη μάζα.
Επιπλέον, θεωρούν ότι η σημερινή μουσική βιομηχανία είτε δεν μπορεί είτε δε διαθέτει ανάλογους καλλιτέχνες με αυτούς που ο κόσμος απόλαυσε τη δεκαετία του 1980. Η συγκεκριμένη θέση πιθανότατα να μην απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, καθώς βλέπουμε ότι, στις μέρες μας, οι καλλιτέχνες που γεμίζουν τα στάδια για τις συναυλίες τους, είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι ίδιοι που τα γέμιζαν και τότε. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η μουσική δεν είναι όπως ο αθλητισμός, όπου υπάρχουν συγκεκριμένα ή καθορισμένα όρια και στόχοι, δε γίνεται να δεχθούμε ότι σήμερα δεν υφίστανται καλλιτέχνες μεγάλου βεληνεκούς. Αυτό που δυσχεραίνει την προβολή τους, όμως, είναι η υπερπληθώρα του διαδικτύου, η οποία απαιτεί με τη σειρά της μεγάλο κόπο ως προς τον εντοπισμό και τη «διαλογή». Επομένως, ενώ κατά τη δεκαετία του 1980, «το φίλτρο ήταν καλό» στην εισαγόμενη μουσική, σήμερα το φίλτρο μετατρέπεται σε ατομικό και ο κόπος έχει μετατοπιστεί από το πεδίο της πρόσβασης σε εκείνο της διαλογής.
Σε ό,τι αφορά στις παρέες τους, τις έχουν διατηρήσει και μαζί με αυτές και τα παρατσούκλια, που είχαν «απονεμηθεί» από τότε, γεγονός που σε κάποιες περιπτώσεις, όπως διαπίστωσα, δημιουργεί δυσκολίες στο να βρεθούν τα πραγματικά στοιχεία ορισμένων ατόμων, καθώς έχουν λησμονηθεί στην πάροδο των ετών. Το περιστατικό ομαδικής κινητοποίησης και αλληλεγγύης, που έζησα και ανέφερα παραπάνω, εκτιμώ ότι επισκιάζει οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να αναφέρει κανείς επί του ζητήματος των εσωτερικών δεσμών. Επιπλέον, τρέφουν σεβασμό προς τα άλλα μέλη της κοινότητας, ασχέτως αν υπήρξαν φίλοι μεταξύ τους ή όχι και, ειδικά, προς τους μεγαλύτερους, τους οποίους θεωρούν «ροκ άτομα» ως προς το σύνολο της ζωής τους.
Στις μέρες μας η πόλη των Ιωαννίνων ζει στιγμές μεγάλης αναγνώρισης ως προς τη ροκ και μέταλ μουσική της σκηνή. Πέρα από τους «Spider Kickers», των οποίων οι ρίζες εδράζονται στην υπό εξέταση δεκαετία και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να παράγουν μουσική και να πραγματοποιούν εμφανίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, υπάρχουν οι «Villagers of Ioannina City» (VIC), το κατά πολλούς πιο επιτυχημένο ελληνικό συγκρότημα της τελευταίας δεκαετίας, και οι «Varathron», που επίσης πραγματοποιούν παγκόσμιες περιοδείες.
Μαζί με αυτούς ένα σημαντικό πλήθος ανθρώπων δραστηριοποιούνται μουσικά στην πόλη είτε ως μαθητές ωδείων είτε ως μουσικοί είτε ως μέλη μουσικών συγκροτημάτων. Όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό, που συνδέεται στενά με τη μουσική στην πόλη, η παλιά γενιά το θεωρεί ως καρπό της. Ως, δηλαδή, αποτέλεσμα της τότε σκηνής και των οπαδών της, που βοήθησαν, ώστε ο σκληρός ήχος να απενοχοποιηθεί από τα «κακώς κείμενα» που συνδέονταν με τη φήμη του και να γίνει ένα λαοφιλές είδος που, συν τοις άλλοις, παράγει και μουσικούς. Από την άλλη, θεωρούν ότι στον κόσμο των εφήβων, το ροκ και το μέταλ τελούν υπό εξαφάνιση.
Τέλος, θεωρούν ότι το «Ioannina 80s documentary», το οποίο τους ζητήθηκε να σχολιάσουν ως προς τον τρόπο προβολής που γίνεται στα ροκ μαγαζιά της εποχής, εκτός πραγματικότητας σε κάθε περίπτωση, ειδικά όσον αφορά τη «μεγαλοποίηση» του ζητήματος των εξαρτήσεων.
Οφειλόμενες ευχαριστίες
Τελειώνοντας, αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω την αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Λαογραφίας Μαριλένα Παπαχριστοφόρου για την επίβλεψη της έρευνας και τον εποικοδομητικό σχολιασμό σε όλες τις φάσεις της, καθώς και έναν προς έναν τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτή, καθώς πρόκειται για άτομα με τα οποία είτε δε γνωριζόμουν προηγουμένως είτε οι σχέσεις μας περιορίζονταν στα τυπικά. Μου άνοιξαν την πόρτα της ζωής τους, μου διηγήθηκαν ότι μπορούσε να ανακαλέσει η μνήμη τους μετά από τόσα χρόνια και μου έδωσαν ντοκουμέντα από το προσωπικό τους αρχείο, δείχνοντα